Αἰσώπου
μῦθοι
Μύρμηξ τις ὥρᾳ χειμῶνος ὃν θέρους συνήγαγε σῖτον καθ᾿ ἑαυτὸν
ἤσθιεν. Ὁ δὲ τέττιξ προσελθὼν αὐτῷ ᾐτεῖτο μεταδοθῆναι αὐτῷ ἐκ τῶν αὐτοῦ σιτίων.
Ὁ δὲ μύρμηξ ἔφη πρὸς αὐτόν:
«Καὶ τί ἄρα πράττων διετέλεις ἐφ᾿ ὅλῳ τῷ τοῦ θέρους καιρῷ, ὅτι μὴ
συνέλεξας σῖτον ἑαυτῷ εἰς διατροφήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ ἀντέφησεν αὐτῷ ὡς:
«Τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην».
Τῇ γοῦν τοιαύτῃ τοῦ τέττιγος ἀποκρίσει ὁ μύρμηξ ἐπιγελάσας, τὸν
ἑαυτοῦ σῖτον τοῖς ἐνδοτέροις τῆς γῆς μυχοῖς ἐναπέκρυψε καὶ πρὸς αὐτὸν
ἀπεφθέγξατο ὡς:
«Ἐπεὶ τότε ματαίως ἐμελώδεις, νυνὶ λοιπὸν ὁρχήσασθαι θέλησον».
Οὗτος παρίστησι τοὺς ὀκνηρούς τε καὶ ἀμελεῖς καὶ τοὺς ἐν
ματαιοπραγίαις διάγοντας κἀντεῦθεν ὑστερουμένους.
*
Ὁ
μέρμηγγας ἀπολάμβανε, μέσα στὸν ἄγριο χειμώνα, τὸ σιτάρι ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ
τὸ καλοκαίρι. Πῆγε λοιπὸν ὁ τζίτζικας καὶ τοῦ ζήτησε λιγάκι νὰ φάει κι αὐτός.
«Καί τί ἔκανες ὅλο τὸ καλοκαίρι; Πῶς τὰ
κατάφερες νὰ μείνεις χωρὶς σιτάρι;» τὸν ρώτησε ὁ μέρμηγγας.
«Τραγουδοῦσα»
ἀπάντησε ἐκεῖνος «καὶ δὲ μοῦ ἔμεινε καιρὸς».
«Ἐ,
ἀφοῦ τραγούδησες καλά-καλὰ, ἦρθε κι ἡ ὥρα νὰ χορέψεις!» εἶπε γελώντας ὁ
μέρμηγκας κι ἔκρυψε τὸ σιτάρι πιὸ βαθιὰ στὴ φωλιά του.
Ὁ
μύθος λέει γιὰ τοὺς τεμπέληδες καὶ τοὺς ἀνοργάνωτους ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνται
μὲ ἀνόητα πράγματα καὶ στὸ τέλος δὲν ἔχουν οὔτε νὰ φᾶνε.
Τετράδιο 136 * Ἰούνιος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου