Διάλογος μέ ἕναν ἄπιστο
ΑΠΙΣΤΟΣ: Κοιτάξτε.
Κι ἐγώ παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστός ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καί μεγάλος
ἐπαναστάτης, ἀλλά μήν τόν κάνουμε καί Θεό τώρα.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Ἄχ
παιδί μου, ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄπιστοι τῆς ἱστορίας ἐκεῖ σκάλωσαν. Τό ψαροκόκκαλο
πού τούς κάθισε στό λαιμό καί δέν μποροῦσαν νά τό καταπιοῦν ἦταν αὐτό ἀκριβῶς.
Τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός. Ἀλλά ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, τότε
πρόκειται γιά τήν ἀπαισιωτέρα μορφή τῆς ἱστορίας.
ΑΠ.: Τί εἴπατε;
ΓΕΡ.: Αὐτό πού
ἄκουσες. Γιά σκέψου πόσα ἑκατομμύρια ἀνθρώπων θυσίασαν τά πάντα γιά χάρι Του,
ἀκόμα κι’ αὐτή τή ζωή τους. Ποιός ἄνθρωπος, ὅσο μεγάλος, ὅσο σπουδαῖος, ὅσο
σοφός κι ἄν ἦταν, θά ἄξιζε αὐτή τήν μεγάλη προσφορά καί θυσία; Ποιός; Πές μου.
Αὐτός τήν ἄξιζε, γιατί εἶναι Θεός.
ΑΠ.: Καί ποιός
μπορεῖ νά τό βεβαιώση αὐτό;
ΓΕΡ.: Σοῦ εἶπα
καί προηγουμένως ὅτι τά πειστήρια τῆς Θεότητός Του εἶναι τά ὑπερφυσικά γεγονότα
πού συνέβησαν, ὅσον καιρό ἦταν ἐδῶ στήν γῆ. Ἀλλά, πρίν ἀναφερθῶ σ’ αὐτά, πρέπει νά παραδεχθῆς ὅτι ὁ Χριστός
ἔταμε τήν Ἱστορία. Πές μου. Ποιός τόλμησε ποτέ νά εἰσχωρήση στίς ἱερώτερες
σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί νά πῆ «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ τέκνα ὑπέρ ἐμέ οὐκ
ἔστι μου ἄξιος, καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»;. Τόλμησε
ποτέ κανείς νά διεκδικήσει ὑπέρ αὐτοῦ τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πάνω καί ἀπό τήν
ἴδια τήν ζωή τους; Κανείς καί πουθενά. Μόνο ἕνας Θεός θά μποροῦσε νά τό κάνη
αὐτό. Φαντάζεσαι τόν δικό σας τόν Μάρξ νά ἔλεγε κάτι τέτοιο; Ἤ θά τόν περνοῦσαν
γιά τρελλό ἤ δέν θά βρισκόταν κανείς νά τόν ἀκολουθήση.
Πές μου ἀκόμη.
Ποιός τόλμησε ποτέ νά πῆ ὅτι «ΕΓΩ εἶμαι ἡ ἀλήθεια καί ΕΓΩ εἶμαι ἡ ζωή;» Καί δέν
ἠρκέσθη μόνον νά πῆ αὐτά πού εἶπε, ἀλλά ἐπεκύρωσε τούς λόγους Του μέ πλῆθος
θαυμάτων: Ἔκανε τυφλούς νά βλέπουν, παράλυτους νά περπατοῦν, ἔθρεψε μέ δύο
ψάρια καί πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες ἄνδρες καί πολλαπλάσιες γυναῖκες καί
παιδιά, διέτασσε τά στοιχεῖα τῆς φύσεως καί αὐτά ὑπήκουαν, ἀνέστησε νεκρούς,
ὅπως τόν Λάζαρο, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά μυρίζη. Μείζων δέ πάντων τῶν γεγονότων
τούτων, ἡ Ἀνάστασίς Του. Ὅλο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται στό
γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ. Τό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ
Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν». Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ὅλα
καταρρέουν. Ὁ Χριστός ὅμως ἀνέστη, πού σημαίνει ὅτι εἶναι Κύριος της Ζωῆς καί
τοῦ Θανάτου, ἄρα Θεός.
ΑΠ.: Ἐσεῖς τά
εἴδατε ὅλα αὐτά; Πῶς τά πιστεύτετε;
ΓΕΡ.: Ὄχι, ἐγώ
δέν τά εἶδα. Ἀλλ’ αὐτοί πού τά εἶδαν, δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι, τά ἐβεβαίωσαν καί
προσυπέγραψαν αὐτήν τήν μαρτυρία τους μέ τό αἷμα τους. Ἡ μαρτυρία τῆς
θυσίας τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὕψιστη μαρτυρία. Φέρε μου καί σύ κάποιον, πού νά μοῦ πῆ
ὅτι ὁ Μάρξ πέθανε καί ἀνέστη καί νά πεθάνη γι’ αὐτό πού λέει καί ἐγώ θά τόν
πιστέψω, ὡς τίμιος ἄνθρωπος.
ΑΠ.: Νά σᾶς πῶ.
Χιλιάδες μαρξιστές βασανίσθηκαν καί πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Γιατί δέν
ἀσπάζεσθε καί σεῖς τόν μαρξισμό;
ΓΕΡ.: Τό εἶπες
καί μόνος σου. Οἱ μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Δέν πέθαναν γιά
γεγονότα. Σέ μία ἰδεολογία ὅμως εἶναι πολύ εὔκολο νά ὑπεισέλθη πλάνη. Ἐπειδή δέ
εἶναι ἴδιον της ἀνθρώπινης ψυχῆς νά θυσιάζεται γιά κάτι πού πιστεύει, ἐξηγεῖται
γιατί πολλοί μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Αὐτό δέν μᾶς ὑποχρεώνει
νά τήν δεχθοῦμε σάν σωστή. Ἄλλο νά πεθαίνης γιά ἰδέες καί ἄλλο νά πεθαίνης γιά
γεγονότα.
Οἱ Ἀπόστολοι
ὅμως δέν πέθαναν γιά ἰδέες. Οὔτε γιά τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε γιά τίς ἄλλες
ἠθικές διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι πέθαναν μαρτυροῦντες
ὑπερφυσικά γεγονότα. Καί ὅταν λέμε γεγονός, ἐννοοῦμε ὅ,τι ὑποπίπτει στίς
αἰσθήσεις μας καί γίνεται ἀντιληπτό ἀπ’ αὐτές. Οἱ Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν «δι’ ἅ
ἀκηκόασι καί ἐθεάσαντο καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν». Καί ὁ Εὐαγγελιστής
Ἰωάννης αὐτό ἀκριβῶς λέγει: «ὁ ἐωρακώς μεμαρτύρηκε», δηλαδή ἐγώ ὁ ἴδιος πού
γράφω αὐτά, ἐγώ ὁ ἴδιος εἶδα τόν ἑκατόνταρχο νά λογχίζη τήν πλευράν Του καί νά
ἐξέρχεται αἷμα καί νερό ἀπό αὐτήν.
Ὁ Πασκάλ κάμνει
ἕναν πολύ ὡραῖο συλλογισμό. Λέγει, λοιπόν, ὅτι μέ τούς Ἀποστόλους συνέβη ἕν ἐκ
τῶν τριῶν: Ἤ ἠπατήθησαν ἤ μᾶς ἐξηπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια. Ἄς πάρουμε
τήν πρώτη ἐκδοχή. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἠπατήθησαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι δέν τά
ἔμαθαν ἀπό ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτήκοοι καί αὐτόπται μάρτυρες τῶν
θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δεύτερη ἐκδοχή. Μήπως μᾶς ἐξηπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν
ψέμματα; Ἀλλά γιατί νά μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θά κέρδιζαν λέγοντας ἕνα τέτοιο
ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως ἀξιώματα; Μήπως δόξα; Γιά νά πῆ κάποιος ἕνα ψέμμα,
περιμένει κάποιο ὄφελος. Ἀντιθέτως οἱ Ἀπόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν καί τοῦτον
ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τά μόνα πού ἐξησφάλισαν ἦσαν ταλαιπωρίες,
κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους
ἀπό ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις καί τέλος τόν θάνατον. Κι’ ὅλα αὐτά γιά ἕνα
ψέμμα;
Καί κάτι ἄλλο.
Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τούς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι
πολιτικοί ἤ ὁραματιστές φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν συστημάτων, πού περίμεναν
τήν εὐκαιρία νά κατακτήσουν τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἱκανοποιήσουν ἔτσι τήν
φιλοδοξία τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν καί τό μόνο πού τούς
ἐνδιέφερε ἦταν νά πιάσουν κανένα ψάρι, γιά νά θρέψουν τίς οἰκογένειές τους. Γι’
αὐτό καί μετά τήν σταύρωση τοῦ Κυρίου, παρά τά ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί ἰδῆ,
ἐπέστρεψαν στά πλοιάριά τους καί στά δίκτυα τους. Δέν ὑπῆρχε σ’ αὐτούς οὔτε
ἴχνος προδιαθέσεως γιά ὅσα ἀργότερα ἐπρόκειτο νά γίνουν. Καί μόνον μετά τήν
Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ δάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
Ἄρα δέν εἶχαν λόγο νά μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ Ἀπόστολοι. Μένει ἑπομένως ἡ τρίτη
ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια.
Γέρων
Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Τετράδιο 147 * Ἰούνιος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου