Λειτουργία μέ τόν γέροντα Παΐσιο
Ἦταν τὸ 1978, παραμονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο κι ὁ Γέροντας ἦταν ἀκόμα στὸ κελὶ τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ. Ἐγὼ εἶχα πάει
–ἤμουν
διάκος τότε– καὶ τὸν ἐπισκέφθηκα πρωί-πρωί. Ἦταν ἡμέρα Δευτέρα. Βρῆκα τὸν Γέροντα καὶ σκούπιζε.
Μοῦ λέει: «Ἒλα ἐδῶ καὶ σὲ θέλω,
γιατὶ ἐδῶ ἔχουμε αὔριο πανήγυρι καὶ κάλεσα
καὶ Δεσπότη, θὰ φέρω καὶ ψάλτες ἐπίσημους καὶ παρήγγειλα
καὶ κρεμμύδια, ψάρια, φασόλια,
πράματα νὰ μαγειρέψω, νὰ κάμω τραπέζια˙ θα ’χω κόσμο ἐδῶ πολύ».
Ἐγὼ ἐν τῷ μεταξὺ τά πίστευα, διότι μοῦ τά ’λεγε σοβαρὰ γιὰ νὰ μὲ πειράξει. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ὅτι μὲ ἀστειεύει. Καὶ μοῦ λέει: «Θέλω κι ἕνα διάκο,
κι εὐτυχῶς ποὺ ἦρθες ἐδῶ, θὰ σὲ χρειαστῶ ἀπόψε. Θὰ μείνεις ἐδῶ μαζί μου τὸ βράδυ;»
Ἐγὼ πετοῦσα ἀπὸ τὴ χαρά μου, διότι δὲν κρατοῦσε κανένα κοντά του, ἀπολύτως κανέναν. Πολλοὶ πήγαιναν καὶ τὸν
παρακαλοῦσαν: Γέροντα, νὰ μείνω ἔστω κι ἕνα βράδυ, μερικὲς ὧρες; Τίποτα,
τοὺς κρατοῦσε μερικὰ λεπτὰ καὶ τοὺς ἔδιωχνε. Δὲν ἄφηνε νὰ μείνει ἄνθρωπος πολὺ κοντά του. Ἦταν μεγάλη εὐλογία αὐτό.
Λοιπὸν μοῦ λέει: «Κοίταξε, τώρα ὅμως θὰ κλείσουμε τὴν πόρτα,
καὶ ὄχι ὅταν θὰ χτυποῦν νὰ πᾶς νὰ ἐμφανίζεσαι,
διότι ἔχομε νὰ κάνουμε δουλειές». «Καλά», λέω, «κι ἂν μᾶς χτυποῦν τί θὰ κάνουμε;»
Μοῦ λέει: «Τί θὰ κάνουμε;
Θὰ κάνουμε τὸν ψόφιο κοριό».
Πράγματι ἦρθαν
μερικοὶ ἄνθρωποι,
χτύπησαν, δὲν ἄνοιξε σὲ κανέναν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἐγὼ πρὸς στιγμὴν σκανδαλίσθηκα, γιατὶ δὲν τοὺς ἀνοίγει
τοὺς
καημένους, ἐπιτρέπεται
νὰ εἴμαστε μέσα καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀνοίγει; Γύρισε μία στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ ἤμασταν
στὴν ἐκκλησία –εἶχε πολλὲς τρύπες ἡ ἐκκλησία του, καὶ βάζαμε ἀσβέστη καὶ καλύπταμε τὶς τρύπες– καὶ μοῦ λέει: «Κοίταξε νὰ δεῖς, διάκο,
ἐγὼ προσεύχομαι κι ἂν κάποιος
ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη
ξέρω καὶ τοῦ ἀνοίγω, ἂν χρειαστεῖ». Καὶ
πράγματι, μετὰ ποὺ εἶχε ἔρθει τὸ ἀπόγευμα ἕνας ποὺ εἶχε μία
σοβαρὴ ἀνάγκη τοῦ ἄνοιξε.
Τέλος πάντων, δουλέψαμε τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι μοῦ λέει «Τώρα θὰ σοῦ κάνω τὸ τραπέζι νὰ δοῦμε τί θὰ φᾶμε». Βγήκαμε ἔξω. Δὲν εἶχε οὔτε τραπέζι, οὔτε τίποτα. Ἅπλωσε κάτω στὸ χῶμα, πάνω σ΄ ἕνα βράχο ἐκεῖ ποὺ εἶχε. «Ἔχω καὶ ἕνα τραπεζομάντηλο», μοῦ εἶπε, «ποὺ τὸ φυλάω εἰδικὰ ὅταν ἔχω ἐπίσημους ἐπισκέπτες.
Δὲν τὸ βάζω κάθε μέρα ἐκεῖνο». Κι
ἔπιασε ἕνα νάυλον, δὲν ξέρω ποὺ τὸ βρῆκε
πεταμένο, τὸ ὁποῖο ἦταν σὰν αὐτὰ ποὺ βάζαν οἱ γιαγιάδες στὰ χωριά μας στὰ τραπέζια, ποὺ εἶχαν ζωγραφισμένα πάνω διάφορα φροῦτα, σταφύλια, μπανάνες, κάτι
τέτοια.
Τὸ ἅπλωσε ἐκεῖ, καὶ τί νὰ φᾶμε, τί νὰ φᾶμε, δὲν εἶχε τίποτα, μοῦ ’κανε ἕνα τσάι, μοῦ ’δωσε ἕνα παξιμάδι κι ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κῆπο του, νομίζω κάτι κρεμύδια ἢ μαρούλια. Κι ἤπια τσάι μὲ κρεμμύδια κι ἕνα παξιμάδι.
Ἐν τῷ μεταξὺ λέει: «Κοίταξε τώρα νὰ φᾶμε καὶ φροῦτα.
Διάλεξε ἐδῶ, ἔχει ἀνανάδες, ἔχει
καρπούζια» καὶ μοῦ ἔδειχνε τὸ τραπεζομάντηλο...
Τὸ ἀπόγευμα
ξεκουράστηκα ἐγώ, αὐτὸς εἶδε
μερικοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ βράδυ γύρω στὶς 5 ἡ ὥρα
περίπου, μοῦ λέει: «Τώρα θὰ κάνουμε προσευχὴ ὅλη νύχτα μὲ τὸ κομποσκοίνι καὶ τὸ πρωὶ θά ’ρθει
ἀπὸ τὸ
μοναστήρι ἕνας ἱερέας νὰ μᾶς κάνει Λειτουργία». «Εντάξει, Γέροντα. Πῶς θὰ κάνω καὶ ἐγώ;»
Μοῦ ἔδειξε πῶς ἔπρεπε νὰ προσεύχομαι τὸ βράδυ μὲ τὸ
κομποσκοίνι. Πράγματι ἀρχίσαμε
νὰ
προσευχόμαστε καὶ μοῦ λέει: «γύρω στὰ μεσάνυκτα –στὶς 7 ἡ ὥρα μὲ τὸ βυζαντινὸ– θὰ σὲ φωνάξω νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία νὰ διαβάσουμε τὴν θεία
Μετάληψη».
Καὶ ἄρχισε ἡ προσευχὴ ὅλη νύκτα. Αὐτὸς στὸ δωμάτιό του καὶ ἐγὼ δίπλα
στὸ μικρὸ τὸ δωματιάκι, μέσα στὴν ἔρημο.
Κι ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔμενα ἔτσι μόνος μου στὴν ἔρημο, μέσα στὸ Ἅγιον Ὄρος, σὲ μίαν ἄκρα ἡσυχία, δὲν ἀκουγόταν
τίποτα, μόνο μερικὰ ζῶα ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἔξω. Κι ἐγὼ ἔλεγα τὴν εὐχὴ
–προσπαθοῦσα νὰ κάνω ὅπως μοῦ εἶπε ὁ
Γέροντας. Δίπλα μου προσευχόταν αὐτὸς κι ἐγὼ τὸν ἄκουγα, ὅταν ἀναστέναζε, ὅταν περπατοῦσε –διότι δὲν εἶχε
πνεύμονες ὁ
Γέροντας, εἶχε
βγάλει τοὺς
πνεύμονές του, μόνο μισὸ
πνεύμονα εἶχε- ἀναγκαζόταν κατὰ διαστήματα νὰ κάνει βαθιοὺς ἀναστεναγμοὺς γιὰ νὰ πάρει ἀέρα. Μοῦ χτυποῦσε καὶ τὸν τοῖχο καμιὰ φορὰ καὶ μοῦ ἔλεγε: «Διάκο, κοιμάσαι;» – «Ὄχι, Γέροντα». «Ἄ! Ἐντάξει». Πηγαίναμε
καλά.
Γύρω στη μία τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ κάναμε ἑπτὰ ὧρες προσευχὴ μὲ τὸ
κομποσκοίνι, μὲ φώναξε
καὶ πήγαμε
στὸ ἐκκλησάκι
δίπλα καὶ μοῦ λέει: «Νὰ διαβάσουμε τὴν ἀκολουθία τῆς θείας
Μεταλήψεως, γιὰ νὰ ξενυστάξεις καὶ λίγο καὶ μετὰ
συνεχίζουμε». Ὅταν
πήγαμε ἐκεῖ μ’ ἔβαλε ἐμένα στὸ μοναδικὸ στασίδι ποὺ εἶχε, αὐτὸς καθόταν δίπλα μου, κι ἐγὼ κρατοῦσα τὸ κερὶ κι ἄρχισα νὰ διαβάζω ἀπὸ τὸ βιβλίο τὴν ἀκολουθία· ὁ Γέροντας ἔλεγε τοὺς στίχους.
Ἐν τῷ μεταξὺ κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε ἕνα στίχο ἔκανε τὸ σταυρό του ὁλόκληρο κι ἔκανε μία μετάνοια μέχρι τὸ ἔδαφος. Ἔκανε μὲ πολλὴ θέρμη αὐτὴν τὴν προσευχή του. Ὅταν φτάσαμε στὸ τροπάριο ἐκεῖνο ποὺ λέει «Μαρία Μήτηρ Θεοῦ τῆς εὐωδίας τὸ σεπτὸν σκήνωμα» ὁ
Γέροντας εἶπε: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Ἀκριβῶς ἐκείνη τὴν ὥρα, ὅλα ἄλλαξαν
μέσα στὸ ἐκκλησάκι. Ἔγινε κάτι πολὺ ἁπαλά, ἀλλὰ ἀπότομα, καὶ ἄρχισε τὸ καντήλι τῆς Παναγίας νὰ κουνιέται μόνο του. Εἶχε πέντε καντήλια στὸ τέμπλο καὶ μόνο τὸ καντήλι τῆς Παναγίας πήγαινε κι ἐρχόταν πάνω κάτω συνέχεια.
Ἐγὼ τὸ εἶδα βέβαια αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ φωτίσθηκε ἔτσι τὸ ἐκκλησάκι,
πῆρε ἕνα φῶς. Γύρισα κι εἶδα τὸν Γέροντα, μοῦ ἔκανε νεῦμα μὲ τὸ χέρι.
Μοῦ λέει «Σιωπὴ» καὶ σταμάτησα νὰ διαβάζω. Αὐτὸς
νομίζω, δὲν θυμᾶμαι καλά, γονάτισε μέχρι κάτω,
πάντως ἔσκυψε
πολύ, ἦταν
σκυφτὸς
συνέχεια.
Καὶ ἐγὼ καθόμουν στὸ στασίδι κι ἔβλεπα αὐτὸ τὸ θέαμα,
τὸ
καντήλι τῆς
Παναγίας νὰ
κουνιέται συνέχεια πάνω κάτω. Διήρκησε αὐτό, ἔτσι σιωπηλοί, περίπου μισὴ ὥρα, ἀπ’ ὅ,τι μπόρεσα νὰ ὑπολογίσω.
Μετὰ ποὺ εἶδα ὅτι δὲν γινόταν τίποτα ἄρχισα νὰ διαβάζω μόνος μου. Ὁ Γέροντας ἦταν ἐκεῖ στὴν ἴδια στάση γονατιστὸς κι ἐγὼ
συνέχισα νὰ διαβάζω.
Ὅταν
φτάσαμε στὴν ἕβδομη εὐχὴ τῆς
Μεταλήψεως, στὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Συμεών, τότε τὸ καντήλι σταμάτησε κι ὅλα ἐπανῆλθαν στὴν πρώτη κατάσταση ποὺ ἦταν σκοτεινὰ ὅλα κι ἐμεῖς ἤμασταν μόνοι μας.
Ὅταν
τελείωσε ἡ ἀκολουθία ὁ Γέροντας ἦταν πολὺ συγκινημένος καὶ μοῦ λέει –σὰν ἕνα μικρὸ παιδάκι, τρόπον τινά, ποὺ ἅμα κάμει καμιὰ ἀταξία
καὶ τὸ τσακώσουν, λέει «μὰ δὲν ἔκαμα
τίποτα» :
«Ξέρεις, ἐγὼ πρώτη
φορὰ βλέπω τέτοιο πράγμα. Δὲν ξανασυνέβηκε αὐτὸ τὸ πράγμα ἐδῶ».
Δὲν ἀπάντησα
τίποτα, τί νὰ τοῦ πῶ; Ὕστερα
καθήσαμε ἐκεῖ στὸ διάδρομο, ἕνα μικρὸ διαδρομάκι, τοῦ λέω: «Γέροντα, τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔγινε;» Μοῦ λέει «Τί ἦταν;»
Λέω, «Δὲν εἶδες τὸ καντήλι
ποὺ κινήθηκε;» Μοῦ λέει, «Μόνο τὸ καντήλι εἶδες;» Λέω, «Ναι». Μοῦ λέει, «Τίποτα δὲν ἤτανε».
Μὰ, τί τίποτα δὲν ἤτανε; Κινεῖται τὸ καντήλι μόνο του, μιὰ ὥρα
κουνιόταν μόνο του καὶ δὲν ἦταν
τίποτα; Δὲν ἦταν νὰ πεῖς πὼς
κουνήθηκε μία φορά. Καὶ ἦταν ὅλα
κλειστά, οὔτε ἡ παραμικρὴ πνοὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα
στὸ δωμάτιο.
Μοῦ λέει, «Κοίταξε νὰ δεῖς, ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἡ Παναγία τὰ βράδια
κυκλοφορᾶ καὶ κοιτᾶ νὰ δεῖ τί
κάνουμε ἐμεῖς οἱ μοναχοί.
Ἔ, πέρασε κι ἀπ’ ἐδῶ, εἶδε δυὸ παλαβοὺς ἐδῶ πέρα καὶ κούνησε τὸ καντήλι νὰ μᾶς χαιρετίσει,
τρόπον τινά». Καὶ μετὰ μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸς εἶδε τὴν Παναγία ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὸ ἐκκλησάκι μέσα.
Στὶς πέντε και μισή τό πρωί ἦρθε ὁ παπὰς καὶ ὁ
Γέροντας ἤθελε νὰ λειτουργήσω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶχα
διακονικὰ ἄμφια. Μοῦ ἔφερε ἕνα στιχάρι παλαιό, ἔφερε ἕνα πετραχήλι, τὸ ἔκανε ὀράριο καὶ τὸ ἔπιασε μὲ παραμάνα, βρῆκε κάτι ἐπιμάνικα, μοῦ τὰ τύλιξε στὰ χέρια. Ἤμουν σὰν παλιάτσος, ἀλλὰ ἦταν ἡ ὡραιότερη
Λειτουργία στὴ ζωή
μου.
Τετράδιο 136 * Ἰούνιος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου