Εἰς τὴν 25ην Μαρτίου (β)
Ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν
Ἐπανάστασιν ὁ πολιτικὸς καὶ δημόσιος βίος μας ἤρχισε νὰ θεμελιώνεται ἔξω ἀπὸ τὴν
παράδοσιν τοῦ Γένους, ἡ ὁποία τὸ ἐκράτησεν ὀρθὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν του καὶ τὸ
ὡδήγησεν εἰς τὸν μεγάλον ξεσηκωμόν. Ἠκολούθησαν βέβαια τὰ νεώτερα κατορθώματα τῆς
φυλῆς, ἀκόμη δὲ καὶ αἱ ἐθνικαὶ συμφοραί, καὶ ὅλα αὐτὰ ὡς μία συνέχεια καὶ
προέκτασις πρὸς ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως· ἐν τούτοις αἰσθανόμεθα
ὅτι εἴμεθα ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὡς τεκμήριον τῶν ἠθικῶν δυνάμεων αἵτινες ἐκίνουν τὸν ἱερὸν Ἀγώνα, τὸ βλέπομεν εἰς τὸν λόγον αὐτῶν τούτων τῶν ἀγωνιστῶν, ὅστις εἶναι λόγος ζωῆς. Τὰ Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν εἶναι μία πρώτη πηγὴ ζωντανοῦ λόγου καὶ καθαρᾶς ἱστορικῆς ἀληθείας, ὅσον καὶ ἂν δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς ἀνθρώπους, ποὺ γράφουν πάντοτε μὲ κέντρον τὸ πρόσωπόν των καὶ τὴν ἰδικὴν των δρᾶσιν.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὡς τεκμήριον τῶν ἠθικῶν δυνάμεων αἵτινες ἐκίνουν τὸν ἱερὸν Ἀγώνα, τὸ βλέπομεν εἰς τὸν λόγον αὐτῶν τούτων τῶν ἀγωνιστῶν, ὅστις εἶναι λόγος ζωῆς. Τὰ Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν εἶναι μία πρώτη πηγὴ ζωντανοῦ λόγου καὶ καθαρᾶς ἱστορικῆς ἀληθείας, ὅσον καὶ ἂν δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς ἀνθρώπους, ποὺ γράφουν πάντοτε μὲ κέντρον τὸ πρόσωπόν των καὶ τὴν ἰδικὴν των δρᾶσιν.
Ἀναγινώσκομεν ἐπὶ
παραδείγματος εἰς τὰ Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα τοῦ Κοζανίτου Νικολάου Κασομούλη·
«Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα,
ὁ χαρακτὴρ καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ βασιλείου μας, ἐδιατηρήθησαν
ὑπὸ τὴν ἐπαγρύπνησιν τοῦ κλήρου μας... καὶ διὰ τῆς κοινῆς εὐλαβείας πρὸς τὴν ἁγίαν
ἡμῶν θρησκείαν».
Πόση πράγματι ἀμφισβήτησις
καὶ πόση ἀνίερος πολεμικὴ δὲν ἔγινε περὶ τὸ σημεῖον τοῦτο, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς
ξένους, ποὺ δὲν ἐνόησαν ποτὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ ἔργον τοῦ κλήρου μας, ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας, ποὺ ποτὲ δὲν ἐπίστευσαν ὡς ὀρθόδοξοι καὶ δὲν ἔζησαν ὡς
Ἕλληνες.
Τὸ ποιὸς ἄνεμος ἤρχισε
νὰ πνέη καὶ εἰς στὸν τόπον μας, ἀμέσως μόλις ἡ Ἑλλὰς ἔγινεν ἕνα μικρὸν ἐλεύθερον
κράτος, τὸ βλέπομεν εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ ἄλλου ἐκείνου ἀγωνιστοῦ, τοῦ
Μακρυγιάννη, ποὺ εἰς μεγάλην ἡλικίαν ἐκάθησε καὶ ἔμαθεν ὀλίγα γράμματα, μόνον
καὶ μόνον διὰ νὰ γράψη καὶ νὰ μᾶς ἀφήση τὴν πείρα του· «Ὅ,τι τοὺς λές. Ἡ
θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας», γράφει μὲ τὸ ἐπιγραμματικόν του ὕφος, τὸ μοναδικὸν
καὶ ἀνεπανάληπτον εἰς τὴν νεοελληνικὴν λογοτεχνίαν. «Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι
τίποτας» εἶναι ἡ ἀπάντησις τῶν ἐλευθέρων λεγομένων πνευμάτων καὶ τῶν
ξεριζωμένων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ ἔχουν τὴν πίστιν τοῦ λαοῦ. Ὁ ἀγωνιστὴς
Μακρυγιάννης μὲ τὴν πείραν του καὶ μὲ τὰ πέντε τραύματά του εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Ἔθνους
εἶχεν ἄλλην γνώμην, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς γνώμη, ἀλλὰ πίστις καὶ βίωμα καὶ
πραγματικότης. «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν»,
γράφει καὶ ὁμιλεῖ δι’ αὐτοῦ ἡ ἱστορία καὶ ἡ παράδοσις τοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὴν
πανάρχαιον ἐποχήν, ὡς μαρτυρία ὅτι «χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ
πίστη εἰς τὴν θρησκείαν ἔθνη δὲν ὑπάρχουν».
Οἱ Τοῦρκοι ἀντελήφθησαν
καλύτερον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τὴν θέσιν καὶ τὴν σημασίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐθνικήν
μας ὑπόθεσιν. Ἤξευραν οἱ Τοῦρκοι διατὶ ὡδήγησαν εἰς τὴν ἀγχόνην ἤ ἔπνιξαν εἰς τὴν
θάλασσαν ἤ ἀπεκεφάλισαν ἕνδεκα Πατριάρχας. Ἤξευραν διατὶ ἐθανάτωσαν ἑκατὸν
περίπου ἐπισκόπους· τοὺς ἐξέδειραν, τοὺς ἀνεσκολόπισαν, τοὺς ἀπηγχόνισαν, τοὺς ἀπεκεφάλισαν,
τοὺς διεμέλισαν, σύροντες αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον. Εἰς ἕξ χιλιάδας ἀναβιβάζει
ξένος περιηγητὴς τοὺς θανατωθέντας λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ χρονικὸν
διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ἄλλοι δὲ ὑπολογίζουν αὐτοὺς εἰς ἔτι περισσοτέρους.
Ἕνας ποὺ ἀντελήφθη
τὴν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σημασίαν της εἰς τὸν ἐθνικόν μας βίον, «πολὺ
βαθύτερον παρ’ ὅσον οἱ παρ’ ἡμῖν τὰ ξένα ἀνοήτως πιθηκίζοντες ἀντιπρόσωποι τοῦ ἀντικληρικοῦ
πνεύματος», ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὅ,τι
πράγματι ἐχαρακτήριζε τὸν Κυβερνήτην ἦτο «ἡ πεφωτισμένη πίστις εἰς τὸν Θεὸν καὶ
ἡ ἀκλόνητος αὐτοῦ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀφοσίωσις». Ὅθεν, πρὶν ἀκόμη
καταβῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔγραφεν εἰς ἐπιστολήν του ὅτι «τὸ πρώτιστον καὶ οὐσιωδέστατον
τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως εἶναι νὰ παράσχη εἰς τὸ Ἔθνος τὴν
διδασκαλίαν τῆς πίστεως». Τῶν δὲ ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔργον ἔβλεπεν ἤδη,
μετὰ τὰς ἡμέρας τοῦ πολέμου, ὡς ἔργον πνευματικῆς διοικήσεως καὶ οἰκοδομῆς τῶν
χριστιανῶν, οἵτινες ἔπρεπε νὰ στηριχθοῦν «μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τῆς Ὀρθοδοξίας
τὴν ἀληθῆ ἄγκυραν». Ἡ ἐγκύκλιός του πρὸς τὸν ἱερὸν Κλῆρον εἶναι κείμενον
προφητικῆς πνοῆς καὶ ἀποστολικοῦ ὕφους. «Λαλήσατε», γράφει, «εἰς τὰς καρδίας τοῦ
λαοῦ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· κηρύξατε τὴν εἰρήνην
εὐαγγελίσασθε τὴν ὁμόνοιαν διδάξατε τὴν φιλαδελφίαν, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα
ὦσιν οἱ πάντες ἕν ἐν Χριστῷ· στηρίξατε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τὰ θεία
δόγματα· ἐμπνεύσατε εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον
καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὰς Ἀρχάς...».
Ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ
μεγάλου ἐκείνου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, ὅστις ἠθέλησε νὰ θεμελίωση τὸν κοινωνικὸν
καὶ πολιτικὸν βίον τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς
παραδόσεως τοῦ Ἔθνους, διεκόπη ἀποτόμως, ὅτε τὴν 27ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 ἐδολοφονειτο
εἰς τὸ Ναύπλιον πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καθ’ ἥν ὥραν μετέβαινεν εἰς
τὴν θείαν Λειτουργίαν.
Μετέπειτα ἄλλοι ἄνθρωποι,
ξένοι καὶ ἰδικοί μας, ἔδωκαν ἄλλην γραμμὴν εἰς τὴν διοίκησιν τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν
πραγμάτων τοῦ τόπου μας, ὥστε ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα χρόνια νὰ εἴμεθα σχεδὸν ἀποκεκομμένοι
ἀπὸ τὴν πνευματικὴν καὶ ἐθνικήν μας παράδοσιν. Ἡ παράδοσις αὐτὴ ἀναμφιβόλως εἶναι
παράδοσις ἐκκλησιαστική, εἶναι μνήμη καὶ ζωὴ τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ
στηρίζει φυλετικὰ τὴν τελευταίαν φάσιν τῆς σημερινῆς ἐθνικῆς μας συγκροτήσεως. Ἐὰν
δὲν ἀνατρέχωμεν εἰς αὐτὴν διαρκῶς καὶ ἂν δὲν τὴν διατηροῦμεν ἄσβεστον,
μετατοπιζόμεθα καὶ γινόμεθα κοσμοπολιται οὑμανισταί, θύματα τοῦ περίφημου
Διαφωτισμοῦ, ἀφελληνιζόμεθα καὶ ἀποδιώκομεν κατὰ τρόπον ἀγνώμονα τὰς ἡρωϊκὰς καὶ
ζωντανὰς πηγὰς τῆς ὑποστάσεώς μας.
Εἰς τὰς 5 Ἀπριλίου
τοῦ 1920, Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, ἕνας διαπρεπὴς ὀρθόδοξος ἱεράρχης καὶ θεολόγος τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀντώνιος Μητροπολίτης Κιέβου, βαστάζων ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ
τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐλειτούργησε καὶ ἐκήρυξεν εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν
ναὸν τῶν Ἀθηνῶν, καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε τὰ ἑξῆς· «Εἴθε ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐν τῇ
ἐλευθερίᾳ αὐτοῦ... νὰ διατήρησῃ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ πνεύματος, τοὺς ὁποίους
δὲν κατεδαπάνησεν, ἀλλ’ ἐπηύξησεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν θλίψεων καὶ κατὰ τοὺς αἰῶνας
τῆς δουλείας...».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Αὐτὴν τὴν εὐχὴν ἐπαναλαμβάνομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον, ὅτε Ἐκκλησία καὶ Ἔθνος ἑορτάζομεν
τὴν ἐπέτειον τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀμήν.
† ὁ Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος
Ἐλέχθη στὸν Μητροπολιτικὸ Ἱ.
Ν. τοῦ ἁγίου Νικολάου Κοζάνης στὶς 25 Μαρτίου 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου