Ἄπιστοι εἴμαστε;
Λίγες ἑβδομάδες πρὶν ἀναχωρήσει ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἦταν
καθισμένος στὴν καρέκλα μὲ τοὺς ὀροὺς στὰ χέρια. Μπαίνει κάποιος ἐπισκέπτης, τοῦ
φιλάει τὸ χέρι καὶ τὸν ρωτᾶ:
-Τί γίνεσθε, Γέροντα;
-Γίνομαι, παιδί μου.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπισκέπτης δὲν κατάλαβε, συνέχισε:
-Ὡριμάζω!
Καὶ λίγες μέρες πρὶν κοιμηθεῖ, ἀπευθυνόμενος σὲ παρευρισκόμενο
πνευματικοπαίδι του, τόνισε:
-Νὰξερες, Δ., πόσο λειαίνει τὸν ἀκατέργαστο Ἐπιφάνιο ὅλη αὐτὴ ἡ
ταλαιπωρία!
Οἱ πόνοι του ἦσαν φρικτοὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ
εἶπε κάποτε:
- Ἄν νιώθατε ὅπως ἐγὼ τώρα ἔστω καὶ γιὰ 2 λεπτά, θὰ παρακαλούσατε τὸν
Θεὸ νὰ σᾶς πάρει ἀμέσως! Καὶ στρεφόμενος πρὸς τὸν Κύριο: «Πτωχὸς καὶ ἀλγῶν
εἰμὶ ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου».
Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες, λόγω τῶν φρικτῶν πόνων, τὶς πέρασε ἀνάσκελα στὸ
κρεβάτι. Δὲν μποροῦσε σὲ καμία ἄλλη θέση νὰ ἀνακουφισθεῖ.
-Παρακάλεσα, μᾶς εἶπε, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει ἄλλη μία θέση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν
μοῦ ἔδωσε. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του!
Τοῦ εἶπε κάποτε ἕνα πνευματικοπαίδι του -γιατρὸς- ποὺ προσπαθοῦσε ἐπὶ ὥρα
νὰ τοῦ βρεῖ φλέβα:
—Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, Γέροντα, ποὺ σᾶς πονῶ, ἀλλὰ τὸ κάνω γιὰ τὸ καλό σας.
—Τὸ καταλαβαίνω, παιδί μου. Ἐμένα νὰ μὲ συγχωρεῖς ποὺ σὲ παιδεύω. Νὰ
ξέρης ὅτι δὲν στενοχωροῦμαι γιὰ τὶς φλεβοκεντήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ στενοχωρεῖσαι ἐσὺ
ποὺ δὲν βρίσκεις φλέβες.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ρώτησε ἕνα πνευματικοπαίδι του:
—Παιδί μου, ἔχεις ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀναχωρήσεώς μου;
—Γέροντα, δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἐξοικειωθεῖ. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ξέρω εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη
σας θὰ μᾶς συνοδεύει πάντοτε. Ἄλλωστε κι ἂν σᾶς καλέσει ὁ Θεός, σὲ σᾶς θὰ
προστρέχουμε διὰ τῆς προσευχῆς.
—Αὐτό, παιδί μου, γίνεται μόνο μὲ τοὺς Ἁγίους.
—Γέροντα, κάποτε σᾶς εἶχα ρωτήσει ἂν μποροῦμε στὴν προσευχή μας νὰ ἐπικαλούμεθα
τὶς πρεσβεῖες κάποιου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ συνείδησή μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἔχει βρεῖ
παρρησία στὸν Θεὸ καὶ μοῦ εἴχατε ἀπαντήσει πὼς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ὑπὸ τὸν ὄρο
ὅτι στὴν παράκλησή μας θὰ προτάσσουμε τὴ φράση «ἂν ἔχεις παρρησία στὸν Θεό».
—Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.
—Γέροντα, ἄν.
—Σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.
—Μά, Γέροντα, οὔτε μὲ τὸ ἄν;
—Καλά… Ἂν εἶναι μὲ τὸ ἄν…
—Καλά, Γέροντα, δὲν φοβάσθε τὸ θάνατο; τὸν ρώτησε ἀπορημένο κάποιο
πνευματικοπαίδι του, ὅταν λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμήσεως του καθόριζε ὁ ἴδιος τὰ
τῆς κηδείας του (ἀγγελτήρια, νεκρώσιμο ἀκολουθία κ.λπ.) τόσο ἀπαθῶς σὰν νὰ ἐπρόκειτο
γιὰ τὴν κηδεία κάποιου ἄλλου.
—Ὄχι, δὲν τὸν φοβᾶμαι καθόλου τὸν θάνατο. (Μικρὴ παύση.) Καὶ δὲν τὸν
φοβᾶμαι, ὄχι βέβαια ἕνεκα τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
—Γέροντα, μὴ λέτε τέτοια πράγματα τώρα!, τοῦ εἶπε κάποιο πνευματικοπαίδι
του, ὅταν τὸν ἄκουσε νὰ καθορίζει τὰ τῆς κηδείας του.
Καὶ αὐτὸς μὲ ἑτοιμότητα:
—Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου