Τά Χριστούγεννα ἑνός ἀγοριοῦ (β)
Μία κυρία ἔτρεξε γρήγορα, τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα καπίκι καί τοῦ ἄνοιξε
τήν πόρτα γιά νά βγεῖ. Πόσο φοβήθηκε ὁ μικρός! Τό καπίκι τοῦ ἔπεσε τήν ἴδια
στιγμή καί κύλησε πάνω στά σκαλοπάτια, γιατί δέν μποροῦσε, βλέπετε, νά κλείσει
τά κόκκινα δάχτυλά του καί νά τό σφίξει. Τό ἔβαλε στά πόδια ὁ μικρός κι ἔτρεξε,
ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε, χωρίς νά ξέρει πρός τά ποῦ. Πάλι θέλει νά κλάψει, ἀλλά
φοβᾶται, καί τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τά χεράκια του. Τότε τόν πιάνει μία
θλίψη, γιατί ξαφνικά ἔνιωσε τόσο μόνος καί τόσο ἀπαίσια. Ὅμως, ξάφνου, Θεέ καί
Κύριε! Τί εἶναι αὐτό πάλι; Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων στέκεται καί κάτι κοιτάζει: σέ ἕνα
παράθυρο, πίσω ἀπό τό τζάμι, τρεῖς κοῦκλες, μικρές, μέ κόκκινα καί πράσινα
ρουχαλάκια, καί ἐντελῶς σάν ζωντανές!
Ἕνα γεροντάκι κάθεται καί σάν νά παίζει ἕνα μεγάλο βιολί, δύο ἄλλοι
στέκονται ὄρθιοι καί παίζουν μικρότερα βιολιά, καί κουνᾶνε τά κεφάλια τους μέ
ρυθμό, κι ἔπειτα κοιτᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τά χείλη τούς κουνιοῦνται, μιλᾶνε,
πραγματικά μιλᾶνε, μόνο πού λόγω τοῦ τζαμιοῦ δέν ἀκούγονται. Στήν ἀρχή ὁ μικρός
σκέφτηκε ὅτι εἶναι ζωντανοί, ἀλλά, μόλις κατάλαβε ὅτι εἶναι κοῦκλες, ἔβαλε τά
γέλια. Δέν εἶχε δεῖ ποτέ τέτοιες κοῦκλες καί δέν ἤξερε κἄν ὅτι ὑπάρχουν
τέτοιες! Τοῦ ἔρχεται νά κλάψει, ἀλλά εἶναι τόσο ἀστεῖες αὐτές οἱ κοῦκλες.
Ξάφνου τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος πίσω του τόν ἅρπαξε ἀπό τό ρομπάκι του: ἕνα
ψηλό κακιωμένο ἀγόρι στάθηκε δίπλα του, τοῦ ἔδωσε μία καρπαζιά, τοῦ πέταξε τό
κασκέτο καί τοῦ ἔχωσε μία κλοτσιά. Κυλίστηκε ὁ μικρός στό ἔδαφος, κάποιοι ἔβαλαν
τίς φωνές, τά ἔχασε τότε, πετάχτηκε πάνω καί ὅπου φύγει φύγει, μέχρι πού ἔφτασε
κάπου, ἄγνωστο ποῦ, σέ μία αὐλή, μία ἄγνωστη αὐλή. Στάθηκε νά πάρει ἀνάσα πίσω ἀπό
ἕνα σωρό ξύλων. «Ἐδῶ δέ θά μέ βροῦν, εἶναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς νά μπορεῖ νά συνέλθει ἀπό τό φόβο, καί τότε ἀπρόσμενα,
ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἐνίωσε τόσο εὐχάριστα: τά χεράκια καί τά ποδαράκια τοῦ
σταμάτησαν νά πονᾶνε κι αἰσθάνθηκε μία τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σάν νά
βρισκόταν δίπλα στή σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ὁλόκληρος, ἄχ, μά ναί, μοιάζει
νά ἀποκοιμιέται! Τί ὡραῖα νά κοιμόταν ἐδῶ: «Θά κάτσω λίγο καί θά πάω νά δῶ πάλι
τίς κοῦκλες», σκέφτηκε ὁ μικρός καί χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στό μυαλό του, ἐντελῶς
σάν ἀληθινές!… Ἀλλά τότε ἄκουσε τή μητέρα του νά τοῦ τραγουδάει ἕνα νανούρισμα.
«Μαμάκα, κοιμᾶμαι, ἄχ, τί ὡραία κοιμᾶμαι ἐδῶ πέρα!»
«Πᾶμε σπίτι μου, στό χριστουγεννιάτικο δέντρο, ἀγοράκι», ψιθύρισε ἀπό
πάνω του μία σιγανή φωνή.
Σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν ἡ μητέρα του, ἀλλά ὄχι, δέν ἦταν. Ποιός εἶναι αὐτός
πού τόν καλεῖ, δέν τόν βλέπει, ὅμως ναί, κάποιος ἔσκυψε πάνω του καί τόν ἀγκαλίασε
μέσα στό σκοτάδι, καί ὁ μικρός του ἔτεινε τό χέρι καί… καί τότε, ὤ, τί φῶς! Ὤ,
τί ἔλατο εἶναι αὐτό! Μά δέν εἶναι κἄν ἔλατο, τέτοια δέντρα δέν εἶχε ξαναδεῖ
ποτέ! Ποῦ βρίσκεται τώρα; Ὅλα λάμπουν, ὅλα ἀκτινοβολοῦν καί γύρω τόσες κοῦκλες,
ἀγοράκια καί κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, ὅλο στριφογυρνᾶνε γύρω του, πετᾶνε, τόν
φιλᾶνε, τόν πιάνουν ἀπό τό χέρι, τόν παίρνουν μαζί τους, ναί, τώρα πετάει κι ὁ ἴδιος,
καί βλέπει τή μητέρα του νά τόν κοιτάζει καί νά τοῦ χαμογελάει τόσο χαρούμενη.
«Μαμά! Μαμά! Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι ἐδῶ, μαμά!» τῆς φωνάζει ὁ μικρός καί
ξαναφιλιέται μέ τά παιδάκια καί θέλει νά τούς μιλήσει ἀμέσως γιά τίς κοῦκλες ἐκεῖνες
πίσω ἀπό τό τζάμι. «Ποιά εἶστε ἐσεῖς, ἀγοράκια; Ποιές εἶστε ἐσεῖς, κοριτσάκια;»
ρωτάει γελώντας καί ἀγκαλιάζοντάς τα.
«Αὐτό εἶναι τό Δέντρο τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἀπαντᾶνε. «Στό σπίτι τοῦ Χριστοῦ
πάντα τή μέρα αὐτή ὑπάρχει ἕνα δέντρο γιά τά μικρά παιδάκια πού δέν ἔχουν δικά
τους δέντρα…»
Ἔμαθε τότε ὅτι τά ἀγοράκια καί τά κοριτσάκια ἦταν παιδάκια σάν κι αὐτόν,
πού κάποια ξεπάγιασαν μέσα στά καλαθάκια τους, ὅταν τά ἐγκατέλειψαν στά σκαλιά
τῶν σπιτιῶν τῶν ἀξιωματούχων τῆς Πετρούπολης, ἄλλα πέθαναν στό βρεφοκομεῖο,
κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στό στεγνό στῆθος τῆς μητέρας τους (τήν ἐποχή τοῦ
λοιμοῦ τῆς Σαμάρας), καί κάποια ἄλλα ἔσκασαν στά βαγόνια τῆς τρίτης θέσης ἀπό
τίς ἀναθυμιάσεις, κι ὅλα εἶναι τώρα ἐδῶ, ὅλα εἶναι τώρα ἄγγελοι, κοντά στόν
Χριστό, κι Ἐκεῖνος, ἀνάμεσά τους, τούς ἁπλώνει τό χέρι καί τά εὐλογεῖ, ὅπως καί
τίς ἁμαρτωλές μητέρες τους…
Ναί, οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν στέκονται ἐδῶ δίπλα στήν ἀκρούλα καί κλαῖνε. Ὅλες
ἀναγνωρίζουν τό ἀγοράκι τους ἤ τό κοριτσάκι τους, τό πλησιάζουν καί τό φιλᾶνε,
τοῦ σκουπίζουν τά δάκρυα μέ τά χέρια τους καί τοῦ ζητᾶνε νά μήν κλαίει, γιατί ἐδῶ
εἶναι καλά τώρα…
Κάτω, τό πρωί, οἱ ὁδοκαθαριστές βρῆκαν τό μικρό πτωματάκι τοῦ
ξεπαγιασμένου ἀγοριοῦ πίσω ἀπό τά ξύλα. Ἀναζήτησαν καί τή μητέρα του… Ἐκείνη εἶχε
πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στόν Κύριο καί Θεό, στούς οὐρανούς.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου