Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία (α)
Ἡ στάση τῶν Τριῶν Μάγων ἔναντι τοῦ ἀσεβεστάτου Βασιλέως Ἡρώδου («δεινὸν
παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόµενον») θέτει τὸ πρόβληµα τῆς στάσεως τοῦ
Χριστιανισµοῦ ὡς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν κάθε µορφὴ Ἐξουσίας.
1. Οἱ σχέσεις ἐξουσίας κάθε µορφῆς εἶναι πάντα κεντρικὸ πρόβληµα τῆς
κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἐµπλέκεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγµατα ὁ χῶρος τῆς Θρησκείας.
Μολονότι ὁ Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντική του ἔκφραση δὲν εἶναι θρήσκευµα –ἁπλὴ
δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγµάτωση τοῦ φαινοµένου τῆς θρησκείας, ἀλλὰ «ὁδὸς», τρόπος
δηλαδὴ ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ «θέωση», ὅπως νοεῖται χριστιανικὰ ἡ σωτηρία, ἡ
διαπλοκή του µὲ τὶς δοµὲς τοῦ κόσµου εἰσήγαγε στὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν ἔννοια
τῆς ἐξουσίας.
Στὴν Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται ὁ θεόσδοτος χαραχτήρας τῆς ἐξουσίας,
«ἵνα µὴ ὁ κόσµος εἰς ἀκοσµίαν ἐµπέσῃ», ἐλέγχεται ὅµως συχνὰ ἡ πτωτικὴ κατανόηση
καὶ χρήση της. Γι᾽ αὐτὸ ὑπογραµµίζεται ἡ σχετικότητα καὶ ὁ πνευµατικός της
χαραχτήρας γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Στὴν Κ.∆. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ δαιµονικότητα τῆς
ἐξουσίας τοῦ κόσµου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ µὲ τὸν Πιλάτο καὶ προβάλλεται
ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς χαρακτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ.
Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαρακτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ὅµως
διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της µὲ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἀπόδοτε
τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», ποὺ δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν
καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ νόµιµο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ Θεό, ὡς νόµισµα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο.
Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἤ ἔστω ἀρνήσεως
ὑποταγῆς) στὴ δαιµονοποιηµένη ἐξουσία («πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»).
2. Ἡ πατερικὴ ποιµαντικὴ ἀντιµετωπίζει τὸ πρόβληµα τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας,
ἀλλ’ ὡς «ἰατρείου πνευµατικοῦ» –θεραπευτηρίου δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως–
γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων καὶ τὴ µεταµόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ
«ναὸ Θεοῦ», κάτι πού διακονεῖ ἡ Ποιµαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο πατερικὰ ἡ Ἐκκλησία διασῴζει τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ πρόσληψη
σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσµου γιὰ τὴ µεταµόρφωσή της σὲ εὐχαριστία
καὶ κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σαγήνη» ἤ «ἀγρὸς» προσλαµβάνει ὅλο τὸ φάσµα τῆς ἀνθρώπινης
ζωῆς (θεσµούς, ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, πολιτική, γιὰ νὰ τὰ «ἐκκλησιοποιήσει», νὰ
τὰ νοηµατοδοτήσει ἐν Χριστῷ, ἐκκεντρίζοντάς τα στὸ κυριακὸ σῶµα. Αὐτὸ ἐκφράζει
πανηγυρικὰ ὁ µεγάλος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς Ρωµανὸς ὁ Μελῳδὸς (6ος αἰ.),
µεταπλάθοντας τὸ «µαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» τοῦ Ματθαίου σέ: «µαθητεύσατε ἔθνη
καὶ βασιλέας», ποὺ σηµαίνει: «ἐκκλησιοποιήσατε» τὰ ἔθνη µὲ ὅλη τὴν πολιτειακὴ
δοµή τους.
Στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα ἐνεργοποιεῖται µιά ἰδιότυπη ἐξουσία, διαµορφούµενη
στὰ ὅρια τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καὶ ἀσκούµενη µέσω τοῦ µυστηρίου τῆς ἱερωσύνης.
Ἡ «ἱεραρχηµένη πολλαπλότητα», τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἀποτρέπει τὴν ἀπολυτοποίησή
της, ἀφοῦ ὅλων τῶν δοµῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος ὑπέρκειται ἡ σύνοδος. (Γι’
αὐτὸ ἀπορρίπτεται ὀρθόδοξα ὁ παπικὸς θεσµός). Ὅπως ἐπεσήµανε δὲ ἤδη ὁ µεγάλος ἱστορικὸς
Henry Gregoire, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διετήρησε τὸν δηµοκρατικότερο τρόπο ὑπάρξεως,
ἐπιτυγχάνοντας µέσω τοῦ ἐπισκοπικοῦ συστήµατος τὴ µεγαλύτερη δυνατὴ ἀποκέντρωση
καὶ µέσω τῆς συνοδικότητας τὴ δυνατότητα συλλογικῆς ἐκφράσεως. Ὅταν σῴζεται ἡ
πατερικότητα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία παραµένει πνευµατικὴ καὶ αὐτὸ ἐκφράζει ἕνας
λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόµου, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἀσφαλῶς ὑπερβάσεις καὶ καταχρήσεις,
ὄχι ἀσυνήθεις στὴν πτωτικότητά µας: «Οὐκ ἔστιν (στὴν Ἐκκλησία) ἀρχόντων τύφος,
οὐδὲ ἀρχοµένων δουλοπρέπεια, ἀλλ’ ἀρχὴ πνευµατική, τούτῳ µάλιστα πλεονεκτοῦσα,
τῷ τὸ πλέον τῶν πόνων, οὐ τῷ τὰς τιµάς πλείους ἐπιζητεῖν». Καὶ αὐτό, διότι
«…πρόβατα καὶ ποιµένες πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσὶ διαίρεσιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν
πάντες πρόβατα». Ὅλο τὸ σῶµα (κληρικοί καί λαϊκοί), δὲν εἴµεθα παρὰ πρόβατα τοῦ
µόνου ἀληθινοῦ Ποιµένος, τοῦ Χριστοῦ, καὶ «σύνδουλοι» ἐνώπιόν Του.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου