Ἁγιασμένες μέρες (β)
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει, στὸν Λόγο του γιὰ τὴν Ταπεινοφροσύνη, τὰ
παρακάτω ἐξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί μου, καὶ
νὰ λαλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, κ’ εἶμαι γεμάτος φόβο, σὰν
ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει πὼς θὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεό. Γιατί ἡ
ταπεινοφροσύνη εἶναι στολὴ τῆς θεότητας. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος,
αὐτὴ ντύθηκε, κ’ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας μ’ αὐτή, παίρνοντας σῶμα σὰν τὸ δικό
μας. Κι ὅποιος τὴ ντύθηκε, ἀληθινὰ ἔγινε ὅμοιος μ’ Ἐκεῖνον, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸ
ὕψος Του, καὶ ποὺ σκέπασε τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ τὴ δόξα Του μὲ τὴν
ταπεινοφροσύνη. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μὴν κατακαεῖ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ θωριά Του.
Γιατί ἡ κτίση δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει, ἂν δὲν ἔπαιρνε ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὴ
(τὸ σῶμα), κ’ ἔτσι μίλησε μ’ αὐτή. Σκέπασε τὴ μεγαλωσύνη Του μὲ τὴ σάρκα, καὶ
μ’ αὐτὴ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας, μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ
Θεοτόκο Μαρία. Ὥστε, βλέποντάς τον ἐμεῖς πὼς εἶναι ἀπὸ τὸ γένος μας καὶ πὼς μᾶς
μιλᾶ σὰν ἄνθρωπος, νὰ μὴν τρομάξουμε ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γι’ αὐτό, ὅποιος φορέσει
τὴ στολὴ ποὺ φόρεσε ὁ Κτίστης (δηλαδὴ τὴν ταπεινοφροσύνη), τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸ
ντύθηκε».
Ἡ φάτνη εἶναι ἡ ταπεινὴ καρδιά, ποὺ μοναχὰ σ’ αὐτὴ πηγαίνει καὶ γεννιέται
ὁ Χριστός.
Ἡ Ἐκκλησία μας φωτοβολᾶ μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τὴ
Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ μέσα της ἀκούγεται μία ὑπερκόσμια ὑμνωδία, σὰν ἐκείνη
ποὺ ψέλνανε οἱ ἄγγελοι τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Ποιὸς
λαὸς ἄλλος, παρεκτὸς ἀπό μᾶς, ἔχει αὐτὴ τὴν εὐλογία; Ποιὸ ἄλλο ἔθνος τέρπεται
κ’ εὐφραίνεται κι ἁγιάζεται μὲ τέτοια οὐράνια ἀπηχήματα;
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχαγγελικὴ σάλπιγγα πού ἀκούγεται σήμερα πού γεννιέται ὁ
Χριστός; Εἶναι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀκούγεται
μία ἄλλη γλυκύτατη φωνή, ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Δύο κόρδες τῆς
ἴδιας οὐράνιας κιθάρας! Ὁ Κοσμᾶς ἔχει γράψει τὸν Κανόνα τῶν Χριστουγέννων σὲ πιὸ
ἁπλὴ ἀρχαία γλώσσα, στὸ πεζό. Ὁ Δαμασκηνὸς ἔχει γράψει τὸν δεύτερο Κανόνα τῆς ἴδιας
γιορτῆς σὲ πιὸ ἀρχαία γλώσσα καὶ σὲ στίχο ἰαμβικόν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ ἑνὸς
συνταιριάζεται μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ ἄλλου.
Λοιπόν, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο μὲ χαροποιὰ δάκρυα, κι ἂς ψάλουμε μὲ
γλυκόφονα στόματα τὸν ἐπινίκειον ὕμνο:
«Ἔθνη τὰ πρόσθεν τῇ φθορὰ βεβυσμένα,
ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,
ὑψοῦτε χείρας σὺν κρότοις ἐφυμνίοις,
μόνον σέβοντα Χριστὸν ὡς εὐεργέτην
ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον».
«Ὢ ἔθνη, ποὺ εἴσαστε πρὶν βουτηγμένα στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, καὶ ποὺ
ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψώσετε τὰ χέρια σας
μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστό, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε
στὸν κόσμο μας ἀπὸ συμπόνεση, γιὰ νὰ μᾶς σώσει».
Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου