Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία (γ)
Ἀκόµη ὅµως σηµαντικότερο εἶναι τὸ πρόβληµα τοῦ ἐναγκαλισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας
µὲ τὴν πολιτειακὴ ἐξουσία, ἔστω καὶ ἂν ἡ τελευταία ἐµφανίζεται ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως
συνέβη σὲ µᾶς ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Εἶναι γνωστὰ τὰ προβλήµατα, ποὺ προκάλεσε ὁ ὅρος
«ἐπικρατοῦσα θρησκεία» (µεταφορὰ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ µετάφραση τῶν δυτικῶν
Established Church, Chiesa Dominante). Ἡ βαυαρικὴ ἐπιβολὴ τῆς Πολιτειοκρατίας –ὄχι
χωρὶς ἀντίσταση φυσικὰ– ὁδηγεῖ στὸν ἐφοδιασµὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας (ἂς
θυµηθοῦµε τὸν ἐντελῶς ἀντορθόδοξο θεσµὸ τῆς «ἀριστίνδην συνόδου», ποὺ ἐµφανίζεται
σὲ κάθε ἀνώµαλη περίοδο τοῦ πολιτικοῦ µας βίου), µὲ ἐξουσίες, ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση
τῆς Πολιτείας, ὁπότε στὴν οὐσία λειτουργεῖ ὡς δέσµιά της (πρβλ. τὰ Εὐαγγελικά,
τὸ ἀνάθεµα κατὰ τοῦ Βενιζέλου, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ νέου ἡµερολογίου κ.λπ.). Ἀκόµη
καὶ στὴν περίπτωση τοῦ «χωρισµοῦ» Ἐκκλησίας–Πολιτειας, ὅπως ἐπικράτησε κατὰ τὴ
δυτικὴ διατύπωση νὰ λέγεται (τὸ ὀρθόδοξο=Βασιλείας–Ἱερωσύνης) ἡ πολιτειοκρατία
µπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἀκόµη σκληρότερη καὶ ἐξουθενωτικότερη, µὲ τὶς ἀνοικτὲς πλέον
πιέσεις της πρὸς τὴν ἀνίσχυρη πιὰ Ὀρθοδοξία.
4. Μόνο στὴν περίπτωση τῆς ὀρθὰ (δηλαδὴ κατὰ τοὺς ἱεροὺς καὶ τοὺς
πολιτειακοὺς κανόνες) λειτουργούσης συναλληλίας ἤ συµφωνίας (κατὰ τὸ γράµµα καὶ
τὸ πνεῦµα τοῦ κρατοῦντος Συντάγµατός µας) ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος διακονεῖ τὸ λαὸ
καὶ ὄχι τὸ κράτος, συνεργαζόµενος ὅµως µαζί του (ἄρθρο 2 τοῦ Καταστ. Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας).
Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία στὴν ἑλληνορθόδοξη πολιτισµικὴ παράδοση διακονοῦν τὸν ἴδιο
λαό, κάθε πλευρὰ µὲ τὸν δικό της τρόπο. Ἡ συναλληλία ὡς τὸ µόνο σύµφωνο µὲ
τὴν παράδοσή µας σύστηµα σχέσεων, ἡ τυχὸν ἀνατροπὴ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιφέρει
καταστροφικὲς ρήξεις, συνιστᾶ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο πλευρῶν «ἐν τοῖς ἰδίοις
αὐτῶν ὅροις τε καὶ λόγοις» (γιὰ νὰ χρησιµοποιήσω µιά χριστολογικὴ ἔκφραση–Μάξιµος
Ὁµολογητής). Μὴ λησµονοῦµε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ὑπερβάσεις στὴ χρήση τῆς ἐξουσίας στὴ
δική µας παράδοση γίνονται κατὰ κανόνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Πολιτείας, ποὺ αὐτονοηµατοδοτεῖται
µεταφυσικά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς συνήθως συντελεῖται καπήλευση τῆς θρησκευτικῆς
πίστεως γιὰ τὴν ἐπιβολὴ καισαροπαπισµοῦ ἐν ὀνόµατι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐκκλησιαστικὸς χῶρος
στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐφαρµόζει µία διπλὴ στάση, ποὺ καθορίσθηκε προγραµµατικὰ
ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας (Αὐλοκόλακα τὸν ἀποκαλοῦν οἱ Γερµανοὶ) καὶ τὸν Μ. Ἀθανάσιο
(δ αἰ.) καὶ φθάνει ὥς σήµερα.
Ἡ ἄρση τῆς δυσλειτουργίας δὲν ἐπιτυγχάνεται µὲ εἰσαγόµενες λύσεις, ἀλλὰ µὲ
τὴν ἐπανεκκλησιοποίηση (γιὰ τὴ δυτικίζουσα ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. Πολιτεία µας: ἀναπαλαίωση)
τῶν νοοτροπιῶν. Στὸ πρόβληµα αὐτὸ τί σηµαίνει, ἀλήθεια–, «ἀναζήτηση βάσεων γιὰ
µία ἀνανεωµένη εὐρωπαϊκὴ σύνθεση»; Ποιοὶ καθορίζουν τὴ σύνθεση αὐτή; Οἱ εὐρωπαϊκὲς
λαότητες ἤ τό ὑπερενισχυµένο τελευταῖα ἀθέατο «διευθυντήριο»; Μία ἐπιβαλλόµενη ἑνιαιοποίηση
θὰ ἰσοπεδώσει τὶς πολιτισµικὲς παραδόσεις τῶν µικρῶν λαῶν (ἐθνῶν), ὅπως ἔλεγε ὁ
δάσκαλός µου στὴν Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος). Μὴ λησµονοῦµε δέ, ὅτι,
ἂν «πολιτικὰ ἀνήκοµεν εἰς τὴν ∆ύσιν», πνευµατικὰ ἀνήκοµεν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ
καὶ κάθε ἀλλαγὴ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει ἐρήµην τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν µας καὶ
εἰς βάρος τῆς Πανορθοδόξου ἑνότητας. Τὴ βούλησή του, ἄλλωστε, στὸ πρόβληµα αὐτὸ
ἔχει ἐκφράσει ἐπανειληµµένα ὁ λαός µας µὲ τὶς κατὰ καιροὺς σφυγµοµετρήσεις.
Ἡ διατήρηση τοῦ συντάγµατος, ὡς ἔχει, στὰ ἄρθρα 3 καὶ 13, διακρατεῖ µὲν τὴν
ἐθνικὴ ταυτότητά µας, ἀλλὰ καὶ λύει τὸ πρόβληµα τῶν ἀληθινῶν (καὶ ὄχι
κατασκευαζοµένων) θρησκευτικῶν µειονοτήτων τῆς Χώρας µας. Ἡ παρουσία δὲ τῆς ἑλληνορθόδοξης
παραδόσεως στὰ ὅρια τῆς Ἑνωµένης Εὐρώπης, ὡς µόνιµη ὑπόµνηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
παρελθόντος, θὰ βοηθεῖ τὴν ἀξιολόγηση καὶ ἀξιοποίηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας–Πολιτείας
καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, στὰ ὅρια τῆς πλουραλιστικῆς ἀντιδόσεως καὶ ὄχι µιᾶς (ἐπιδιωκόµενης
ἀπὸ κάποιους) µονοδροµικῆς «µετακενώσεως».
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου