Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019



Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία (β)
Ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας εἶναι ὄχι τιµωρητικός, ἀλλὰ θεραπευτικὸς (ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἁµαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος καὶ διακονητικός. Σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία, στὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔχει διακονικό– ὑπηρετικό χαραχτήρα (ὑπουργὸς =διάκονος). Ἡ ἐνεργός, ἐξ ἄλλου, παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κοινωνικὸ χῶρο, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν συν ιστᾶ ὑπέρβαση ὁρίων, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ὡς «ἱερατεῖο», ἀλλὰ ὡς σῶµα καὶ πλήρωµα ζωῆς, ἐνῷ ἡ κοινωνία σύνολη εἶναι ὁ χῶρος τῆς µαρτυρίας τοῦ εὐαγγελισµοῦ της. Καὶ σ᾽ αὐτὸ ἀνταποκρίνεται, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὁ λαός, ποὺ ἀποδέχεται θετικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ἡ διαπίστωση τοῦ Στ. Ράνσιµαν, ὅτι στὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Μεταβυζάντιο, οὐδέποτε ὑπῆρξε χάσµα ἀνάµεσα στὸ λαὸ καὶ τὸν παπά του.
∆ίκαια, βέβαια, ὁ µακαρίτης καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης ἔχει ἐπισηµάνει («Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινωνία σήµερα») ὅτι πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος «ἀπὸ τάσεις πρὸς ἀπόκτηση ὑπερ-εξουσιῶν καὶ ἀπὸ ψευδοπνευµατικὲς φαντασιώσεις». Γι᾽ αὐτὸ µαζὶ µὲ τὴν αὐθεντικότητα συµπορεύεται καὶ µία παθολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ καταντᾶ κακέκτυπη ἀντιγραφὴ τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας. Ἐδῶ ἐντοπίζεται τὸ πρόβληµα τῆς ἐκκοσµικεύσεως καὶ θεσµοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συµπορεύονται ἱστορικά. Σὲ κάποιες ἐκφράσεις καὶ πραγµατώσεις του ὁ Χριστιανισµός, στὰ πρόσωπα τῶν φορέων του φυσικά, ἰδεολογικοποιεῖται καὶ θρησκειοποιεῖται. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς «µυστηριολογικῆς εὐσεβείας» ὁ ἐπίσκοπος γίνεται ἕνα εἶδος ἀρχιερέα τῆς κρατικῆς θρησκείας, ἡ συγκεντρούµενη δὲ στὰ χέρια τῶν ἐπισκόπων δύναµη γίνεται συχνὰ ἐξουσιαστικὴ καὶ ἀνταγωνιστικὴ πρὸς ἐκείνη τῆς Πολιτείας.
Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι τὸ πρόβληµα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ θεσµοποίηση τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἡ ἀπώλεια τοῦ σκοποῦ ὑπάρξεώς της. Τότε ἡ προτεραιότητα τῶν ἐπιλογῶν µετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ στὶς ἐνδοκοσµικὲς σκοπιµότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες χρησιµοποιεῖται ἡ κοσµικὴ ἐξουσία. Ἡ θεσµοποίηση τῆς ἐκκοσµικεύσεως συνέβη καθολικὰ στὴ ∆ύση καὶ µερικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Στὴν «καθ᾽ ἡµᾶς ἀνατολὴ» οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν ποτὲ τὴν κρατικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἀντίθετα τὴν πολιτειοκρατία προτεσταντικοῦ τύπου διὰ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ πραξικοπηµατικοῦ αὐτοκεφάλου τοῦ 1833. Ὅπου, µάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ὡς ἱεραρχία, ἀποβαίνει ἐξουσιαστικὴ δύναµη, ὅπως στὸν Παπισµό, βρίσκεται συνεχῶς σὲ µιάν ἀντιπαλότητα πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Ὀρθὰ δὲ ἐπισηµαίνει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς, ὅτι ἡ ἐπιδίωξη ἐπιβολῆς τῶν «χριστιανικῶν ἀρχῶν» γιὰ τὴν ἠθικοποίηση τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἔκφραση ὁλοκληρωτισµοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ νοµοτελειακὰ στὴ δογµατοποίηση (προσοχή: αὐτὸ σηµαίνει ἀπόδοση σωτηριολογικοῦ χαραχτήρα) τῆς «Plenitudo Potestatis» καὶ τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας. Παρόµοιες τάσεις δὲν λείπουν, βέβαια, καὶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἔµειναν εὐτυχῶς «τάσεις», ἀπορριπτόµενες ὡς πλάνη καὶ ἀντιχριστιανικότητα. Ὁ µοναχισµός, µάλιστα, ἤδη ἀπὸ τὸν 4° αἰώνα, παραµένει ἰδιαίτερα στὴν Ἀνατολὴ ἔµπρακτη δυναµικὴ διαµαρτυρία στὴν ἐκκοσµίκευση καὶ ἀγώνας µόνιµος γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὑπάρξεως, τῆς διακονικῆς δηλαδὴ µαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσµο. Οἱ κανόνες, ἐπίσης, τῆς συνοδικῆς παραδόσεως ἀναδιαγράφουν συν εχῶς τὰ ὅρια καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς µαρτυρίας, ὥστε κάθε παρέκβαση νὰ κρίνεται αὐτόµατα ὡς ἀντιεκκλησιαστική, δηλαδὴ ἀντιχριστιανική.
3. Ὀξὺ ὅµως εἶναι καὶ τὸ πρόβληµα τῆς ἀντιµετωπίσεως ἐκκλησιαστικά τῆς δαιµονικῆς ἐπάρσεως τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας, µὲ τὸν ἀπόλυτό της µάλιστα συχνὰ χαρακτήρα. Ὁ χριστιανὸς ἔχει συνείδηση, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλὰ πολίτης τοῦ κόσµου, ἀλλὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας. Τὸ «πολίτευµά» του εἶναι «ἐν οὐρανοῖς». Ἡ διαχρονικὴ ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς συνειδήσεως διακριβώνεται στὸν Ἅγιο Κοσµᾶ τὸν Αἰτωλὸ (18ος αἰ.) στὴν ἀναφορά του στὴν «διπλὴ πατρίδα» τὴ «γήϊνη καὶ µαταία» ἐδῶ στὴ γῆ καὶ τὴν αἰώνια «ἐν οὐρανοῖς». Ἤδη τὸν β´ αἰ. ὁµολογεῖται (Πρὸς ∆ιόγνητον), ὅτι «οἱ χριστιανοὶ πείθονται τοῖς κειµένοις νόµοις καὶ (=ἀλλὰ) τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόµους». Ἡ νοµιµοφροσύνη, συνεπῶς, τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιβολῆς τῆς πολιτειακῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τῆς ἐνοικούσης σ’ αὐτὸν χάριτος. Ὡς πολίτης τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν κοσµικὴ ἐξουσία, διότι ἡ ὑποταγὴ του σ’ αὐτήν, «ἐν οἷς ἐντολῇ Θεοῦ µὴ ἐµποδίζηται» (Μ. Βασίλειος), εἶναι σχετικὴ καὶ πρόσκαιρη, ὅπως ἀποδεικνύει διαιώνια τὸ µαρτύριο, ὡς ἀντίσταση στὴν πολιτικὴ τυραννία.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου