Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014


Τὰ πουλιὰ
Θυμοῦμαι ἰδιαιτέρως κάποια Χριστούγεννα ὅταν ἤμουν φοιτητὴς καὶ πῆγα στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυὶδ στὴν Εὔβοια, στὸν Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη, αὐτὸν τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἑξῆς συμβάν. Κάναμε τὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων καὶ τὸ πρωὶ κοιμηθήκαμε γιὰ νὰ ξεκουραστοῦμε λίγο. Ἐγὼ κι ἕνας ἄλλος φίλος μου, ποὺ εἶναι τώρα καὶ αὐτὸς ἱερομόναχος, ὅταν ξυπνήσαμε ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε νὰ περπατήσουμε σὲ μιὰ περιοχὴ ποὺ ὀνομαζόταν Ἁγιονέρι, ὅπου ὑπῆρχαν πολλὰ πλατάνια καὶ ἕνα ποτάμι ποὺ ἔτρεχε. Καθὼς περπατούσαμε, ἀκούσαμε κάποιον νὰ ψάλλει  πολὺ γλυκὰ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε». Ποιός ἦταν; Ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Γέρων Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος  εἶχε σηκωθεῖ τὸ πρωὶ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, πῆγε καὶ γονάτισε μέσα στὴν κουφάλα ἑνὸς πλατάνου καὶ προσευχόταν μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα, ἄδοντας καὶ ψάλλοντας τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Καὶ τὸ θαυμαστὸ ποιό ἦταν; Πάνω ἀπὸ τὰ πλατάνια, ὅλα τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους μαζεύτηκαν καὶ πετοῦσαν πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν. Δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ ἀλλοῦ πουλί. Ὅλα τὰ πουλιά τοῦ δάσους μαζεύτηκαν ἐπάνω στὰ πλατάνια. Τόσα πολλὰ πουλιά, ποὺ νόμιζες πὼς τὰ πλατάνια εἶχαν φύλλα, καθότι αὐτά, ὡς φυλλοβόλα, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχαν ρίξει ὅλα τους τὰ φύλλα κάτω στὴ γῆ.
Ὅταν μᾶς εἶδε ὁ Γέροντας σταμάτησε τὴν ψαλμωδία καὶ ἡ δική μας παρουσία ἔδιωξε τὰ πουλιά. Σηκώθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ λέει: «Νά, καλά μου παιδιά! Ἦταν τόση ἡ χαρά μου ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἄντεχα νὰ τὴν ἔχω μόνος μου καὶ εἶπα, δὲν πηγαίνεις, χαζὲ Ἰάκωβε, μέσα στὸ δάσος νὰ ψέλνεις «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε»; Κι ὅπως ἔψελνα, ἦρθαν ὅλα αὐτὰ τὰ πουλιὰ καὶ «ἔψελναν» καὶ αὐτὰ μαζί».

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου