Ὁ κόσμος στὸν δρόμο του
Πολλοὶ ἀναγνῶστες
μοῦ γράφουνε, παρακαλώντας με, καὶ μάλιστα ξορκίζοντάς με, νὰ γράψω γιὰ νὰ
χτυπήσω τὴν ἀνηθικότητα, ποὺ δέρνει τὴν κοινωνία, πρὸ πάντων τὴ νεολαία, καὶ ποὺ
«τὴ σερβίρουν τὰ σινεμά», ὅπως μοῦ γράφουνε. Φωνάζουνε: «Ὑψώσετε τὴ φωνή σας!».
Ἕνας σπουδαστής μοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀγγλία: «Μὴ σταματήσετε αὐτὸν τὸν ὡραῖον ἀγώνα,
μὴν πτοηθῆτε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις. Ὑπάρχουν βέβαια πολλοὶ ἀντίπαλοι, ἀλλὰ καὶ
πολλοὶ θαυμαστὲς τοῦ ὡραίου σας ἔργου. Σᾶς χρειαζόμαστε γιὰ νὰ δώσετε φτερὰ στὶς
καρδιές μας, ποὺ εἶναι γεμάτες κενὸ καὶ ἀπαισιοδοξία».
Καημένοι ἄνθρωποι,
πόση σημασία δίνετε στὸ πρόσωπό μου καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ γράφω! Τί φωνὴ νὰ ὑψώσω, ποὺ
εἶναι βραχνιασμένη καὶ ἀδύνατη, καὶ χάνεται μέσα στὸν κυκεώνα τῆς σημερινῆς ζωῆς;
Ὄχι φωνή, ἀλλὰ καὶ τ' ἀστροπελέκι νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του κανένας σήμερα, καὶ νὰ
τὸ σφενδονίζει γιὰ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους ν' ἀλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δὲν
θὰ κάνει. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, τὸ ἐρημοπούλι τῆς ἐρήμου, ποὺ τὸν
φοβόντανε οἱ ἁμαρτωλοί, γιατί τοὺς ἔλεγε «γεννήματα ἐχιδνῶν», κι αὐτὸς μάταια
φώναζε. Ἡ φωνὴ του χανότανε μέσα στὴν ἔρημο, «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Καὶ
πότε; Τὸν καιρὸ ποὺ ὑπήρχανε ἀκόμα κάποια αὐτιὰ νὰ τὸν ἀκούσουνε, κι ἁπλὲς
καρδιὲς γιὰ νὰ τὸν καταλάβουνε. Ὄχι ἐμεῖς ποὺ χρειαζόμαστε δασκάλεμα, καὶ ποὺ ἔχουμε
τόσα στὴν καμπούρα μας! Πῶς νὰ γίνουμε δάσκαλοι γιὰ τοὺς ἄλλους; Γεμίζουμε
χαρτιὰ μὲ μυριάδες λόγια, μὰ τί τὸ ὄφελος; Ὁ κόσμος τραβᾶ τὸν δρόμο του καὶ δὲν
σκοτίζεται ἀπὸ κηρύγματα. Κι ἂν δώσει προσοχὴ καὶ κανένας στὰ γραψίματά μας,
μπορεῖ νὰ θυμώσει ποὺ χαλάσαμε τὴν ἡσυχία του, καὶ νὰ πεῖ πὼς εἴμαστε ὑποκριτές,
ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ χαλάσματα τοῦ παλιοῦ καιροῦ.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι τέτοιοι, ποὺ μήτε τὸ κήρυγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
δὲν θὰ ’κανε τίποτα.
Λοιπόν, ἂς τὸ
πάρουμε ἀπόφαση. Τὸ κακὸ δὲν περιορίζεται πιὰ μὲ τίποτα, μὲ κανένα τρόπο, μὲ
καμμιὰ δύναμη. Ὅσοι μιλοῦνε καὶ γράφουνε γιὰ νὰ φέρουνε στὸν ἴσιο δρόμο τοὺς
πολλοὺς ποὺ ξεστρατίσανε, ἂς ξέρουμε πὼς δέρνουνε τὸν ἀγέρα, εἶναι «ἀέρα
δέροντες», ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ ἅγιος νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ
συμβουλεύει, πάλι δὲν θάβρει αὐτιὰ γιὰ ν' ἀκούσουνε τὴ φωνή του, ὄχι ἄνθρωποι σὰν
ἐμᾶς, ποὺ ἔχουμε οἱ ἴδιοι ἀνάγκη ἀπὸ δασκάλεμα.
Ναί, ὁ κόσμος δὲν ἀλλάζει
πορεία. Ἂς μὴν περιμένουμε πιὰ τίποτα καλύτερο, θὰ πηγαίνουμε ὁλοένα στὰ
χειρότερα. Ἀνήφορος πιὰ δὲν ὑπάρχει. Μοναχὰ κατήφορος. Ὅσοι ἔχουνε μέσα τους τὸν
φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ οἱ λίγοι θ' ἀπομείνουνε, «τὸ μικρὸν ποίμνιον» ποὺ εἶπε ὁ
Χριστός. Κι ἂν γράφουμε, γι' αὐτοὺς γράφουμε καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους τους ἑαυτούς
μας ποὺ κιντυνεύουμε νὰ ἁρπαχτοῦμε ἀπὸ τὰ δίχτυα ποὺ ’ναι μπλεγμένοι ἐκεῖνοι ποὺ
θέλουμε νὰ δασκαλέψουνε. Γιὰ νὰ καθόμαστε ἀνύσταχτοι.
"Ὅσοι εἶναι αἰσιόδοξοι
γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, βλέπουνε μὲ ἄλλα μάτια τὸν κόσμο, ἀπ’ ὅ,τι τὸν βλέπομε
ἐμεῖς. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ γκρινιάρηδες, οἱ Ἱερεμίες, οἱ Κασσάντρες, καὶ γι' αὐτὸ ὁ
κόσμος μᾶς ὀχτρεύεται. Κι ἔχει δίκιο. Ὁ καθένας νοιώθει διαφορετικὰ τὴ ζωή, τὴ
χαρά, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ λέμε πὼς δὲν πᾶνε καλά, ὁ
σημερινὸς κόσμος εἶναι ὁ πιὸ θαυμάσιος, ἡ σημερινὴ ζωὴ εἶναι ἡ πιὸ καλύτερη κι ἡ
πιὸ βλογημένη ἀπὸ ὅλες ποὺ πέρασε ὁ ἄνθρωπος. Ἡ σημερινὴ νεολαία εἶναι
μεθυσμένη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέμε ἐμεῖς «ἀνηθικότητα», καὶ ποὺ αὐτὴ τὸ λέγει «ἐλευθερία».
Τί κάθεσαι λοιπὸν ἐσὺ καὶ τσαμπουρνίζεις μὲ τὴν ἠθική σου; Γι' αὐτοὺς εἶναι τὸ
πιὸ μεγάλο χάρισμα ἡ ἀνηθικότητα, καὶ μποροῦνε νὰ σκοτώσουνε ἐκεῖνον ποὺ χτυπᾶ
τὴν «ἐλευθερία» τους. Αἰῶνες ἀγωνιζότανε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὴν ἀποχτήσει.
Καὶ τώρα ποὺ τὴν ἔκανε χτῆμα του, νὰ τὴν ἀφήσει γιὰ τὴν παλαιοντολογικὴ ἠθική
μας;
Ποτὲ δὲν μίσησε ἄνθρωπος
τὸν ἄνθρωπο τόσο πολύ, ὅσο στὸν καιρό μας. Καὶ τὸν μίσησε στ' ὄνομα αὐτῆς τῆς «ἐλευθερίας»,
ποὺ λέγει πὼς εἶναι τὸ πολύτιμο ἀπόχτημα τῆς ἐποχῆς μας. Μισημένες εἶναι οἱ ἠθικὲς
κουκουβάγιες κι οἱ χριστιανικὲς μοιρολογῆστρες. Ποτὲ ὁ χριστιανὸς δὲν μισήθηκε ὅσο
σήμερα, οὔτε ἐπὶ Νέρωνα.
Ποῦ ν' ἀκούσουνε οἱ
ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας κουβέντα γιὰ Θεό, γιὰ ψυχή, γιὰ ἄλλη ζωή! Ἡ ψυχὴ τους ἔχει
παραμορφωθεῖ ὁλότελα ἀπὸ τὶς κάθε λογῆς ἀνοησίες ποὺ βλέπουμε στὸν
κινηματογράφο. Ἡ ταινία ποὺ δὲν ἔχει μέσα της πολλὴ ἀνοησία, δὲν γνωρίζει ἐπιτυχία.
Ἀνοησία, καὶ ἀκαλαισθησία, αὐτὰ τὰ δύο βασιλεύουνε σήμερα. Εἶναι ἀπίστευτο τὸ
τί ἀκούγει κανένας γιὰ ἀστεῖα στὶς συναναστροφὲς ποὺ κάνουνε οἱ νέοι.
Κρυόμπλαστα, ἀσυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε ἀπ’ αὐτοὺς κι ἡ πιὸ συνηθισμένη ἐξυπνάδα.
Τὰ καημένα τὰ παιδιά, παίρνουνε ἀφορμὴ ἀπὸ ἕνα τίποτα, γιὰ νὰ χαχανίσουνε. Τὰ
δέρνει ἡ ἀμηχανία κι ἡ βαρυεστημάρα κι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τὰ κάνει νὰ
χοροπηδᾶνε σὰν τρελλά, νὰ τσακίζουνε ὅ,τι βροῦνε μπροστά τους, νὰ τὰ βάζουνε μὲ
ἀνύποπτους ἀνθρώπους. Γι' αὐτὰ τὰ πλάσματα ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἀνιαρὸ
πράγμα δίχως σκοπό, δίχως ἀληθινὴ χαρά, δίχως ἁγνὸν ἐνθουσιασμό.
Ποιὸς φταίγει γι' αὐτὴ
τὴν κατάσταση; Ὅλοι μας. Ὅλοι συνεργήσαμε γιὰ νὰ καταντήσει ἡ ζωὴ ἔτσι ποὺ
κατήντησε. Ὅλοι δουλέψαμε γιὰ νὰ χτισθεῖ τοῦτος ὁ τερατώδικος πύργος τοῦ Βαβέλ.
Ἄλλοι κουβαλήσανε γιὰ πέτρες τὶς πετρωμένες καὶ ἀναίσθητες καρδιές τους, ἄλλοι
κουβαλήσανε λάσπη ἀπὸ τὰ κατάβαθά τους ποὺ φωλιάζουνε τὰ βρωμερὰ πάθη. Ἐκεῖνος ὁ
παλιὸς πύργος τοῦ Βαβὲλ ρήμαξε κι ἐξαφανίσθηκε. Μὰ τοῦτος θὰ στέκεται ἀσάλευτος,
κι οἱ ἄνθρωποι ὁλοένα θὰ τὸν κάνουνε πιὸ ψηλόν, μὲ σκοπὸ νὰ χτυπήσουνε τὸν Θεό.
Ἐσεῖς ποὺ θλιβόσαστε
καὶ πονᾶτε γι' αὐτὴ τὴν κατάσταση, καλὰ κάνετε νὰ λυπόσαστε, μὰ μὴν ὀνειρευόσαστε
πὼς θάρθουνε καλύτερες μέρες γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος τρέχει σὰν τρελλός. Κατὰ μὲν
τὴ δική του γνώμη ἀνηφορίζει στὸν θρίαμβο, κατὰ δὲ τὴ δική σας γνώμη
κατηφορίζει στὰ τάρταρα καὶ στὸν χαμό. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔχει δίκιο, μοναχὰ ὁ
Θεὸς τὸ γνωρίζει. Αὐτὸ τὸ τρέξιμο δὲν θὰ πάψει ὡς τὴν τελευταία μέρα, ποὺ θὰ
λάμψει ἡ ἀλήθεια καὶ θὰ δικαιωθοῦνε ὅσοι τὴν πιστέψανε σωστά, καὶ μαρτυρήσανε
γι' αὐτὴ καὶ ἐμπαιχτήκανε γι' αὐτή.
Ἴσως νάρχεται κιόλας
ὁ Ἀντίχριστος. Τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα ποὺ προφητεύτηκε πὼς θὰ κάνει ἀρχίσανε νὰ
φανερώνουνται. Ἡ ἐπιστήμη βασιλεύει κι ἡ ἀθεΐα βασιλεύει μαζί της.
Μία βροντερὴ φωνὴ ἀκούγεται
ἀπὸ πάνω, μὰ τὴν ἀκοῦνε μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουνε αὐτιὰ γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουνε. Καὶ
λέγει: «Νά, ἔρχομαι σὰν τὸν κλέφτη. Καλότυχος ἐκεῖνος ποὺ ξαγρυπνᾶ καὶ βαστᾶ
καθαρὰ τὰ φορέματά του. Ὁ καιρὸς εἶναι κοντά. Ὁ ἄδικος ἂς ἀδικήσει ἀκόμα, κι ὁ
βρωμερὸς ἂς βρωμισθεῖ ἀκόμα, κι ὁ δίκαιος ἂς κάνει δικαιοσύνη ἀκόμα, κι ὁ ἅγιος
ἂς ἁγιάσει ἀκόμα. Νά, ἔρχομαι γρήγορα!».
Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου