Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Γρηγοριάτης
(1935-2014) - 2
Ὁ Γέροντας
γεννήθηκε τὸ 1935 στὸ Παλαιὸ Φάληρο Ἀθηνῶν ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Ἀναστάσιο
Καψάνη ἐκ Κυθήρων καὶ τὴν Μαρία Δημητριάδου ἐκ Νάξου. Τὶς πρῶτες λειτουργικὲς ἐμπειρίες
μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 10 ἐτῶν ἔζησε πλησίον τοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἀτέση,
μετέπειτα Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε μέχρι τὸ τέλος
του. Ἤδη σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν ἄρχισε τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς Κατηχήσεως τῶν παίδων τοῦ Παλ.
Φαλήρου, οἱ ὁποῖοι σύντομα αὐξήθηκαν τόσο πολύ, ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ στεγασθοῦν
στὸ ὑπόγειο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Ἀλεξάνδρου Παλ. Φαλήρου. Εἰσήχθη στὴν
Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸ 1953, τὴν ὁποία ἐτελείωσε μὲ ἄριστα.
Στὴν συνέχεια μετέβη γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Βοστώνη, ὅπου ἐγνώρισε τὴν μεγάλη
πτῶσι τῆς θεολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς τῆς Δύσεως καὶ εἶδε τὴν κρίσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
στὴν Ἀμερική. Ἔκτοτε ἔγινε διάπυρος ἐραστὴς τῆς πατερικῆς θεολογίας. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή
του στὴν Ἀθήνα ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Καθηγητοῦ Κων. Μουρατίδου στὴν ἕδρα τοῦ
«Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τῆς Ποιμαντικῆς», στὴν ὁποία καὶ κατέθεσε τὴν διδακτορική
του διατριβὴ μὲ τίτλο «Ἡ Ποιμαντικὴ τῶν φυλακισμένων». Παράλληλα μὲ τὶς ἀκαδημαϊκές
του δραστηριότητες ἵδρυσε στὸ Παλαιὸ Φάληρο σπουδαῖο κέντρο νεότητος, τὸν «Παντοκράτορα»,
ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο πολλοὶ νέοι. Ἀλλὰ καὶ ὡς διδάκτωρ τῆς θεολογικῆς σχολῆς
δὲν ἐνδιεφέρετο μόνο γιὰ τὴν προσφορὰ διανοητικῶν γνώσεων στοὺς φοιτητᾶς ἀλλὰ κυρίως
λειτουργικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἐμπειριῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήση γύρω
του εὐρὺ κύκλο εὐλαβῶν νέων. Ὁ πόθος του νὰ προσφερθῆ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἐν
Χριστῷ ἀδελφούς του τὸν ὁδηγεῖ στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἐκάρη μοναχὸς στὶς
17-2-1972 στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Πεντέλης. Σύντομα μεταβαίνει μὲ μικρὴ συνοδεία
πνευματικῶν του τέκνων στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγ. Γεωργίου Ἁρμὰ Χαλκίδος, κατόπιν
παροτρύνσεως τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου Χαλκίδος Νικολάου, ὅπου ἐνθρονίζεται ὡς
Καθηγούμενος στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1973. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1974 μεταφυτεύεται ἡ
ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Γίνεται μεγαλόσχημος μοναχὸς στὶς 6-8-1974 ἀπὸ τὸν Καθηγούμενο Ἀρχιμ. Διονύσιο.
Στὶς 17 τοῦ ἰδίου μήνα, μετὰ τὴν οἰκειοθελῆ παραίτησι τοῦ Καθηγουμένου
Διονυσίου, ἐκλέγεται Καθηγούμενος αὐτῆς ἀπὸ τὴν ἐκ 17 ἀδελφῶν παλαιὰ ἀδελφότητα
τῆς Μονῆς καὶ στὶς 26 τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἐνθρονίζεται. Ἔτσι ἀρχίζει τὸ μεγάλο
στάδιο τῶν ἀγώνων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνη ἐπὶ 40 χρόνια μὲ
φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη τὴν μικρὴ ἀρχικὰ ἀδελφότητα, ποὺ σύντομα θὰ αὐξηθῆ
σημαντικά. Μάλιστα, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξη, προσετέθησαν κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντική
του φροντίδα καὶ πολλὲς γυναικεῖες ἀδελφότητες. Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ περιγράψη
τοὺς πόνους του, τοὺς κόπους, τὰ δάκρυα, τὶς προσευχές, τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς ἀγῶνες
του γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν πνευματικῶν του
τέκνων ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια;
Ἡ θεολογία τοῦ
Γέροντος ἦταν ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἐγνώριζε καλῶς τὰ σύγχρονα θεολογικὰ
ρεύματα. Ὅμως οὐδέποτε παρεσύρετο ἀπὸ αὐτά. Ἑδραιωμένος ἐπὶ τὴν ἀσάλευτον
πέτραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μποροῦσε νὰ διακρίνη τὶς ἀποκλίσεις τῶν διαφόρων
αὐτῶν ρευμάτων ἀπὸ αὐτὴν καὶ ὅταν τὸ ἔκρινε ἀπαραίτητο, ὅταν δὲν ὡμιλοῦσαν οἱ
πλέον ἁρμόδιοι ἀπὸ αὐτόν, ὡμιλοῦσε μὲ παρρησία ἀλλὰ καὶ πολλὴν κοσμιότητα,
παρουσιάζοντας τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως.
Γιὰ παράδειγμα,
βλέποντας τὶς συνεχεῖς περιπτύξεις τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τὴν
προσπάθεια πολλῶν συγχρόνων θεολόγων νὰ παρουσιάζουν τὶς δύο πλευρὲς ὡς τοὺς «δύο
πνεύμονας» τῆς «μίας» Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἢ ὡς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», ἢ τὴν περὶ
ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐκ τοῦ Πατρὸς» διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἴσου
νόμιμη μὲ τὴν διδασκαλία τῶν λατίνων περὶ ἐκπορεύσεώς Του «ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ
Υἱοῦ (filioque)», ἔγραφε καὶ ἐκήρυττε, τονίζοντας τὴν θεανθρωποκεντρικὴ φύσι τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ τῶν Δυτικῶν, καὶ ἄρα
τὸ ἀδύνατον τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν». Ἐπίσης ἐκήρυττε τὸ ἀδύνατον τῆς
σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διδάσκεται ὀρθοδόξως,
ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὸ «κατ’ ἄνθρωπον» εὐαγγέλιον τῆς Δύσεως.
Ἀντιστοίχους
μακροχρονίους ἀγώνας ἔκανε μὲ θεολογικά του κείμενα, παρακινούμενος ἀπὸ τὸν πόνο
του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἐκινδύνευε ἄμεσα τὸ αἰώνιο
μέλλον, γιὰ νὰ δείξη τὸ ἄτοπον καὶ ψυχώλεθρον τοῦ συμφυρμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὴν
πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων στὸ Π.Σ.Ε. μὲ τὶς ἀνορθόδοξες θεωρίες
τῶν «κλάδων», τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ» καὶ τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας»,
καθὼς καὶ τῶν οἰκουμενιστικῶν συμπροσευχῶν.
Κλασικὸ παράδειγμα
τῆς Ὀρθοδόξου πατερικῆς θεολογίας τοῦ Γέροντος εἶναι τὰ θεολογικά του κείμενα, μὲ
τὰ ὁποῖα ἀπεκάλυψε τὴν συγχυτικὴ Χριστολογία τῶν συγχρόνων Ἀντιχαλκηδονίων, ποὺ
δὲν ἀφίστανται καθόλου ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοσί των, καὶ συνέβαλε ἀποφασιστικῶς στὴν
ματαίωσι τῆς ἐπιχειρηθείσης ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ αὐτούς,
προτείνοντας τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τοῦ διμεροῦς διαλόγου.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Ἁγίου
Ὄρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου