Τὰ παιδιὰ τοῦ αἰώνα μας
Τρίτη, 10 Μαΐου,
1977
Μακρὰ συζήτηση μὲ τοὺς
Ν. καὶ M. – μακρυὰ μαλλιά, χορτοφάγοι, μονίμως
ἐρωτευμένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους. Γιατί πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία; Μιλοῦν γιὰ «ἐπίπεδα
συνείδησης», κ.λ.π. Οὔτε ἕνα γιώτα μετριοφροσύνης, καμία ἀπορία, μόνο
βεβαιότητες. Περιφρόνηση γιὰ ὁτιδήποτε δὲν ἀνήκει στὰ ἄμεσα ἐνδιαφέροντά τους.
Τοὺς λυπήθηκα τόσο πολύ, τοὺς λυπήθηκα γιὰ τὴν ἐσωτερική τους φτώχεια, τὸ
περιορισμένο ὅραμα. Ὁ Ν. εἶναι καλλιτέχνης. Τὸ σπίτι του εἶναι γεμάτο ἀπὸ τοὺς
πίνακές του. Ἀπογοητευτικοί, προκλητικοί, μονίμως ἀχρείαστοι. Ὁ ἄλλος μελετᾶ
κάποια παράξενη μουσική. Συζήτηση γιὰ τὴν ταυτότητα. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ
διπλώματα καὶ μισθούς. Τί ἔχει πάει στραβὰ λοιπόν; Καὶ ποῦ; Τὰ δύο αὐτὰ ἀγόρια
εἶναι ἐνδιαφέροντα ἐπειδὴ δὲν εἶναι πρωτότυπα καὶ ἀντικατοπτρίζουν ἐπακριβῶς αὐτὸ
ποὺ ὑπάρχει γύρω μας. Ἡ κλινικὴ διάγνωσή τους θὰ ἦταν πὼς εἶναι «παιδιὰ τοῦ αἰώνα
τούτου». Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ «παιδιοῦ τοῦ αἰώνα τούτου» - ὑπέρμετρος
ναρκισσισμός, ἀπασχόληση μὲ τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὸ «Ἐγώ», καὶ ἀπόδοση ὑπερβολικῆς
σημασίας στὶς ἰδέες τους.
Πιστεύουν πὼς αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς συμπίπτει μὲ τὴν «ἀγάπη», ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν πεποιθήσεις, καὶ πὼς οἱ ἴδιοι κατὰ κάποιο τρόπο ἀποτελοῦν τὴν γνήσια θρησκεία.
Ἄρνηση ποὺ προστίθεται σ’ ὅλη τὴν ἄγνοια τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς παράδοσης, τῆς συνέχειας, τῆς εὐθύνης, κ.λ.π. Ἄρνηση a priori, ποὺ βασίζεται στὴν περιφρόνηση. Ὁλοκληρωτικὴ ἔλλειψη ἐπιθυμίας ἀκόμη
καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ γνωριστοῦν μ’ αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται. Ἄρνηση ποὺ ριζώνει στὴν
ὑποσυνείδητη βεβαιότητά τους πὼς μιὰ τέτοια γνώση θὰ περιόριζε τὴν ἐλευθερία
τους, δηλαδὴ τὸν ναρκισσισμό τους. Αὐτοθαυμασμός, ποὺ γιὰ νὰ πραγματωθεῖ,
χρειάζεται τὴν ἐπιλογὴ ψευδο-ἀπολύτων: χορτοφαγία, ἀπόρριψη τῶν διπλωμάτων, τῆς
ἴδιας τῆς ἰδέας τῆς ἐργασίας καὶ τοῦ μισθοῦ, κρίση ὅλων ἐκείνων ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν
τὰ ψευδο-ἀπόλυτά τους. Ἐν συντομίᾳ, αἴσθηση φτηνῆς ὑπεροχῆς.
Ἐπιτελοῦν, γι’ αὐθεντία,
κάποιο πράγμα ἀπὸ τὸ περιθώριο τῆς βασικῆς παράδοσης, εἴτε τοῦ πολιτισμοῦ εἴτε
τῆς θρησκείας. Ἐπιλέγουν κάποια «ὄμορφα μικρὰ βιβλία» (μᾶλλον βιβλίο, ἐπειδὴ δὲν
ἔχουν τὴν δύναμη ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ περισσότερα ἀπὸ ἕνα). «Ὄμορφα» ἐπειδὴ τοὺς ὑπόσχονται
ἕνα συντομότερο δρόμο πρὸς τὴν «Ἀλήθεια», τὴν τελείωση, τὴν γνώση, τὴν εὐτυχία.
Μιὰ αἴσθηση “ἀποστολῆς“ σὲ σχέση μὲ τοὺς γονεῖς ποὺ δὲν καταλαβαίνουν, ἂν
προστεθεῖ μάλιστα καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία συμπόνοιας, ἀγάπης, συμπάθειας,
κ.λ.π. “Θέλουμε νὰ τοὺς σώσουμε”, δηλαδὴ «τοὺς ἀγαπᾶμε». Πλήρης πεποίθηση πὼς αὐτὴ
ἡ ἐπιτυχία τους εἶναι ἐγγυημένη, πὼς θ’ ἀναγνωριστοῦν – καὶ ἀναγνωρίζονται – ὡς
καλλιτέχνες, στοχαστές, φορεῖς τῆς σωτηρίας. Χρήση λόγων καὶ ἐκφράσεων, ποὺ ἐξηγοῦν
καὶ δικαιώνουν ὅλα αὐτά, μὲ μερικὰ ἀχώνευτα ψήγματα ψυχολογίας: «ἐπίπεδο
συνείδησης», κ.λ.π.
Ὅλα αὐτὰ δημιουργοῦν
κάτι ποὺ σὲ κάθε περίπτωση παραμένει ἀδιαπέραστο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ἀπὸ τὴν
βασική του «τριαδικὴ ἐνόραση» - τὴ δημιουργία, τὴν πτώση, τὴ σωτηρία, ἀπὸ τὸ
βασικὸ ἱστορικό του νόημα. Φυσικά, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνας ἀντι-Χριστιανισμός,
ὡστόσο ἕνας κρυμμένος ἀντὶ-Χριστιανισμὸς λόγῳ τῆς διαρκοῦς χρήσης τῆς λέξης «ἀγάπη».
Τώρα ἂν θελήσουμε νὰ τὸ μεταφράσουμε αὐτὸ στὴ γλώσσα τῆς κοινῆς λογικῆς (ποὺ συμπίπτει μὲ μιὰ πνευματικὴ ἐκτίμηση), αὐτὸ ποὺ ἀναδύεται εἶναι τεμπελιά, ὑπερηφάνεια, αὐταπάτη, αὐτοδικαίωση, ἐγωισμός. Τόσο ἁπλό. Ὁ πολιτισμός μας ὅμως δὲν
δέχεται τὴ “γλώσσα τῆς κοινῆς λογικῆς“. Φεύγει ἀπὸ κοντὰ της ὅπως ὁ Διάβολος ἀπὸ
τὸ λιβάνι! Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸ θάνατο.
π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου