Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Γρηγοριάτης
(1935-2014) - 1
Ἂν θὰ θέλαμε μὲ λίγες
πινελιὲς νὰ ζωγραφίσουμε -ἐξ ὑπακοῆς- τὴν προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός
μας, Ἀρχιμ. Γεωργίου, θὰ λέγαμε τὰ ἑξῆς: Ἡ ζωὴ τοῦ Γέροντος ἦταν μία εὐθεία
γραμμὴ ἀπόλυτης συνεπείας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς
του μέχρι τὸ μακάριο τέλος του, χωρὶς λοξοδρομήσεις ἢ ὀπισθοδρομήσεις. «Ὑπῆρξε ἕνας
εἰλικρινὴς ἄνθρωπος», ἐτόνισε τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου του ἀκολουθίας παλαιὸς ἁγιορείτης
φίλος του καὶ συναγωνιστής του, ὑπογραμμίζοντας ἔτσι τὴν συμφωνία ἔργων καὶ λόγων
στὸν Γέροντα. Ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξί του τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία
Του, τὴν «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική», ποὺ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας
Του, καὶ ἀγκάλιασε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὶς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὁδηγώντας τους
στὴν σωτηρία, δηλαδὴ στὸν Χριστό μας. Ἔτσι τὸν πρωτογνωρίσαμε καὶ ἔτσι ἐτελείωσε
τὴν ζωή του.
Ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν μικρή
του ἡλικία ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας καὶ Θεολόγος στὴν πράξι. Τριαδοκεντρικός,
Χριστοκεντρικός, Ἁγιοπνευματικός, ὑμνητὴς τῆς Θεοτόκου, Ἁγιοπατερικός. Ἀναφέρουμε
χαρακτηριστικὰ παραδείγματα.
Τὸ ἀγαπημένο θέμα
του ἦταν «ἡ θέωσις» τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς μετοχῆς του στὴν ἄκτιστη Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὅπου ἐκαλεῖτο ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους Ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ ὁμιλήση στοὺς
Χριστιανούς, αὐτὸ τὸ θέμα ἀνέπτυσσε πρωτίστως. Ὅμως ἦταν φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι αὐτὰ
ποὺ ἔλεγε, πρῶτα ὁ ἴδιος τὰ ἐβίωνε. Ἔλεγε: «Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
μας μὲ τὴν Θεία Λατρεία, τὴν Πατερικὴ θεολογία, τὸν Μοναχισμό, εἶναι ἀγωγὴ θεώσεως,
ἀγωγὴ θεανθρωποκεντρική, μὲ κέντρο τὸν θεάνθρωπο Χριστό». Ὑψίστη ἐμπειρία τῆς
θεώσεως εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους.
Σ’ αὐτὸ τὸ φῶς καλεῖται νὰ εἰσέλθη ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανός. Ὁ ἀγώνας του δὲν εἶναι
ἕνας ἀγώνας γιὰ ἠθικὴ καλλιτέρευσι, ἀλλὰ γιὰ τὴν κατὰ Χάριν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό.
Μᾶς ἔλεγε: «Πίσω ἀπὸ
κάθε “τί” ὑπάρχει ἕνα “γιατί”», ἐννοώντας ὅτι γιὰ κάθε πράξι μας (“τί κάνουμε”)
πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε τὸ “γιατί τὸ κάνουμε”. Θὰ πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε πάντοτε τὸν
θεολογικὸ λόγο τῶν πράξεών μας. Καὶ τότε μόνον ἔχουν ἀξία οἱ πράξεις μας, ὅταν
γίνωνται «Χάριτι θεοῦ», «διὰ τὸν Θεὸν» καὶ «κατὰ Θεόν». Ἔτσι μᾶς εἰσήγαγε συνεχῶς
στὴν πρακτικὴ θεολογία.
Τὴν ἀγάπη του πρὸς
τὴν Παναγία μας δὲν ἔπαυε νὰ τὴν δείχνη συνεχῶς. Σὲ νηπιακὴ ἡλικία ἐκινδύνευσε νὰ
πεθάνη. Ὅταν ὅμως μὲ τὴν Χάρι τῆς Παναγίας μας ἐσώθη, αὐτὴ ἀπεκάλυψε στὴν μητέρα
του ὅτι θὰ τοῦ εἶναι παντοτεινὴ προστάτις καὶ βοηθός. Γράφοντας κάποιο πόνημά
του πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας, φανέρωνε αὐτὰ ποὺ συνεῖχαν πάντοτε τὴν ψυχή του: «Ἄξιον
ἔστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν Σὲ τὴν Θεοτόκον… γιατί πρώτη Σὺ μὲ τελεία ἐμπιστοσύνη
προσέφερες τὴν ἐλευθερία Σου ἀγαπητικὰ στὸν Θεὸ καὶ διόρθωσες τὴν ἀνυπακοὴ τῶν
πρωτοπλάστων· γιατί δὲν ἐγνώρισες ἁμαρτία ἢ μολυσμὸ καὶ παρουσίασες στὸν Θεὸ ἁγνὴ
καὶ καθαρὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι, ὅπως ὁ Ἴδιος τὴν ἔπλασε·… γιατί ἐξακολουθεῖς νὰ προΐστασαι
τῶν λυτρωμένων ἀπὸ τὸν Υἱό σου ἀνθρώπων καὶ νὰ εἶσαι παροῦσα σὲ κάθε σύναξι τῆς
Ἐκκλησίας ὁδηγώντας ὅλους τοὺς πιστοὺς στὸν Μονογενῆ Σου·… γιατί καὶ τὴν ἰδική
μου ἁμαρτωλὴ ψυχὴ παρηγορεῖς καὶ Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίδα μου γιὰ τὴν παροῦσα καὶ τὴν μέλλουσα
ζωή…». Μᾶς παρότρυνε πάντοτε νὰ εἴμαστε κρατημένοι ἀπὸ τὸ ἅγιο Μαφόριο τῆς
Θεοτόκου καὶ νὰ μὴν ἀμφιβάλλουμε καθόλου γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Ἀκόμη ἦταν
Πατερικός. Ἂν καὶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀναπτύσση ἰδικές του θεωρίες, ὡς ἔχων τὴν
μόρφωσιν ὡς πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος καὶ ὡς ἔχων τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, αὐτὸς ἐφέρετο
ὡς ἀμαθὴς καὶ ἀδαής, καταφεύγων συνεχῶς εἰς τὴν σοφίαν τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἔγραφε:
«Μὴ μαθητεύοντες στοὺς ἁγίους Πατέρας μας, πάσχουμε ἀπὸ ἀναισθησία, ἀδυνατοῦμε νὰ
κατανοήσουμε τὴν ὀρθόδοξο λειτουργική, ἡσυχαστικὴ καὶ νηπτικὴ παράδοσι τῆς
προσευχῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς… Στερούμεθα πραγματικῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία
θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἀποτυχία τῆς ἰδικῆς μας «εὐσεβείας» καὶ νὰ
δεχθοῦμε ἐν μετανοία τὴν εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς τὴν παραδίδουν οἱ ἅγιοι
Πατέρες μας… Ἡ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς καὶ ἡ ἀνακαίνισις τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐν μετανοία ἐπιστροφή μας στοὺς ἁγίους Πατέρας».
Ἐπίσης μὲ κάθε
τρόπο ἔδειχνε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Τὴν πρώτη θέσι στὴν συνείδησι τοῦ
Γέροντος κατεῖχε ἡ Ἐκκλησία, δεύτερη τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τρίτη ἡ Μονή του. Σὲ ὅλη
του τὴν ζωὴ μοχθοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ νεαρὸς φοιτητής, ὡς κατηχητής, μέχρι
ποὺ ἐκοιμήθη, ὡς πνευματικὸς ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν καὶ πλήθους
λαϊκῶν Χριστιανῶν, δὲν σταμάτησε νὰ ἀγαπᾶ μὲ φλόγα ἄσβεστη τὴν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Μᾶς ἔλεγε: «Ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τῆς ζωῆς μας, πατέρες μου καὶ ἀδελφοί
μου, εἶναι ὅτι ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐπειδὴ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε πολὺ συχνὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τὰ χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Προσφωνώντας τοὺς ἐπισκεπτομένους τὴν Μονὴ Ἀρχιερεῖς ἔλεγε:
«Εἰς τὸ πρόσωπόν σας βλέπομεν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν φέρετε ὡς ἐπίσκοποι
ἔχοντες τὴν ἀποστολικὴν Χάριν. Ἡ ἐπίσκεψις ἁγίων Ἀρχιερέων εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι
ἐξόχως ἐπιτακτικὴ διὰ τὴν σύσφιγξιν τῶν δεσμῶν καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ
στρατευομένης Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διότι τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν εἶναι
κάτι ἐκτός της Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν τὴ Ἐκκλησία καὶ ζῆ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν». Γι’ αὐτὸ
καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Κύριος τὸν πῆρε κοντὰ του κατὰ τὴν γενέθλιο
ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Ἁγίου
Ὄρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου