Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015


Γιά τήν ἐξομολόγηση
Ἦταν στήν ἐξομολόγηση πολύ ἐπιεικής χωρίς ὅμως καί νά παραβαίνει τούς Κανόνες. Ἔλεγε: «Ἄν σέ μία κοπέλα πού ἔκανε, ἄς ποῦμε, ἔκτρωση καί μόλις ἐξομολογηθεῖ τήν ἁμαρτία της ἐγώ ὡς πνευματικός τῆς πῶ ὅτι εἶναι φόνισσα, ὅτι δολοφόνησε τό παιδί της καί ὅτι ἑφτά χρόνια δέ θά κοινωνήσει καί κατόπιν τή βγάλω ἀπό τό ἐξομολογητήριο, τί συνέπειες θά ἔχουν ὅλα αὐτά γιά τήν ψυχή της; Ἐνῶ ἄν τῆς μιλήσω μέ ἀγάπη καί στοργή, λέγοντάς της «Παιδί μου, δέν εἶναι σωστό αὐτό πού ἔκανες, εἶναι ἁμαρτία» καί δέν τῆς βάλω ἀμέσως κανόνα, ἀλλά τή συμβουλέψω καί τήν ξαναδῶ σέ δεκαπέντε ἡμέρες ἡ ἕνα μήνα, σιγά σιγά θά τακτοποιηθεῖ ἡ ψυχή της. Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία πληγωμένος ἀλλά θεραπευμένος. Ἐγώ, πάτερ μου, δέ μισῶ τόν ἄνθρωπο ἀλλά τήν ἁμαρτία».
Ἦταν ἐπιεικής στούς κανόνες πού ἔβαζε. Τό πόσο συνέπασχε μέ τούς ἐξομολογούμενους ἀδελφούς φαίνεται ἀπό τούς παρακάτω λόγους του.
«Ἐγώ, πάτερ μου, συμπάσχω μέ τόν ἄνθρωπο πού ἐξομολογεῖται. Πονάω μαζί του. Πονάω καί κλαίω γιά τόν ἐξομολογούμενο. Παρακάλεσα τόν Ἅγιο Δαβίδ μετά τήν ἐξομολόγηση νά ξεχνάω ὅσα δέ χρειάζονται καί νά θυμᾶμαι αὐτά πού πρέπει γιά νά προσεύχομαι. Γιατί κάνω προσευχή γιά τούς ἐξομολογούμενους. Καί ἀνησυχῶ καί τούς περιμένω νά ξανάρθουν».
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν ἐξομολογῶ, πάτερ μου, τούς Χριστιανούς καί δέ βλέπω μετάνοια σέ ὁρισμένους ἀπό αὐτούς, δέ διαβάζω συγχωρητική εὐχή, γιατί δέν ἔχω τό δικαίωμα ἐφ’ ὅσον λείπει ἡ μετάνοια».
Ὁ Γέροντας, λοιπόν, ἐνδιαφερόταν γιά τό «ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου». Ὅταν καμιά φορά, χωρίς ἐσωτερική διάθεση ὑπακοῆς, τοῦ λέγαμε ἕνα τυπικό «Νά 'ναι εὐλογημένο», ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πάτερ μου, θά κάνεις ὑπακοή ἤ ἔτσι ἁπλῶς λές «νά 'ναι εὐλογημένο», χωρίς νά τό πιστεύεις;».
Γιά τό θέμα τῆς προσευχῆς ὅταν καμιά φορά τοῦ ζητούσαμε νά μᾶς μιλήσει γιά τήν «Εὐχή» μᾶς ἔλεγε: «Πάτερ μου, ἐγώ δέν ξέρω. Ἐγώ σαράντα χρόνια δέν ἔκανα ποτέ «Εὐχή». Ὅμως ἐμεῖς πάντοτε καί στό ναό καί στό κελλί του καί ὅπου τόν βλέπαμε ἀκούγαμε τήν «Εὐχή» ἀδιάλειπτη στό στόμα του. Καθαρή καί κατανυκτική. «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με». Δέν συμβούλευε μέ τά λόγια ἀλλά μέ τήν πράξη.
Ὅταν μπαίναμε στό κελλί του, σχεδόν πάντα τόν βλέπαμε μέ τό πετραχήλι προσευχόμενο ἤ μέ τό κομποσχοίνι ἤ κάνοντας Παράκληση. Μᾶς ἀπαντοῦσε σέ ὅ,τι τόν ρωτούσαμε μέ δυό λόγια καί ἄν ἐπιμέναμε νά παραμένουμε στό κελλί του περισσότερο, ἔλεγε: «Νά, κάθομαι, παιδί μου, ἐδῶ καί ξεκουράζομαι». Ποτέ δέ μᾶς ἔλεγε ὅτι προσεύχεται. Μόλις βγαίναμε συνέχιζε τήν προσευχή του. Ὅλα τά ἔκανε ἐν κρυπτῷ. Πάντα ἔλεγε: «τίποτα δέν κάνω».

Γέρων Ἰάκωβος Τσαλίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου