Ἥλιου βγάλσιμο
Tά χρόνια πού ὑπῆρχε
στά παιδιά ὁ φόβος τῶν γονιῶν καί τό σέβας στόν πατέρα, τά παιδιά συντρόφευαν τόν
πατέρα στόν μόχθο τῆς ἡμέρας. «Σέ εἶδα, Σωτήρη, στήν βάρκα μέ τόν πατέρα σου. Τόν
βοηθοῦσες στό ψάρεμα;» «Ὄχι, συντροφιά τοῦ κρατοῦσα».
Ὑπάρχει μιά εἰκόνα
- δέν γνωρίζω τόν ζωγράφο - πάντως ἐκφράζει τήν ἐποχή γιά τήν ὁποία λαλοῦμε.
Παριστάνεται ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ μνήστορας στό ἐργαστήρι του νά ἱδρωκοπᾶ στό
πριόνισμα τῶν ξύλων καί ὁ Χριστός μας πασιχαρής νά τόν συντροφεύει. Παιδί κι ἐγώ
τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἐποχῆς, δέν ἄφηνα ποτέ τόν πατέρα μου μόνο στήν σπορά,
στό θέρος, στό ἀλώνισμα καί τόν τρυγητό. Τώρα, πού τά πάνω ἤρθανε κάτω καί
ποδοπατοῦνται σάν φθινοπωριάτικα φύλλα, ἄλλαξε ἡ τάξις καί οἱ γονεῖς
συντροφεύουν τά παιδιά στίς ἀθλοπαιδιές. «Γιά ποῦ τέτοια ὥρα;» «Πάω τό παιδί στό
Κολυμβητήριο». Τότε γράφαμε τά παιδιά γιά τόν πατέρα. Τώρα ὁ πατέρας γιά τά
παιδιά.
Θά ἤτανε Μάιος τοῦ
1953. Ὁ πατέρας θέριζε σ' ἕνα καμποχώραφο τοῦ νησιοῦ. Κι ἐγώ μικρό παιδί, σάν τήν
Ρούθ στόν ἀγρό τοῦ Βοόζ, μάζευα πίσω τίς σταροκεφαλές πού ξέφευγαν ἀπό τό
χειρόβολο τοῦ πατέρα μου. Ἀφοῦ μεσουράνησε ὁ ἥλιος, ἕνας πατέρας ἀπό τό διπλανό
χωράφι φώναξε μέ γιγαντιαία φωνή στό παιδί του: «Ἥλιου βγάλσιμο, ἥλιου
βγάλσιμο, ἥλιου βγάλσιμο». Καί ἔτρεχε στό μαγγανοπήγαδο. «Πατέρα, τί συμβαίνει;»
«Φαίνεται ἔστειλε τό παιδί γιά νερό καί κάποια δενδρογαλιά, πού φώλευε στοῦ
πηγαδιοῦ τήν ἄκρη, ἄρχισε νά κτυπᾶ τό παιδί μέ τινάγματα στόν ἀέρα.» «Καί τί εἶναι
τό «ἥλιου βγάλσιμο»; «Ἄν τό παιδί τρέξει πρός τόν ἥλιο, τό φίδι θαμπώνεται καί
θά πάψει να τό κτυπᾶ.
Αὐτό τό μυστικό δέν
τό ξεύρομε, δέν τό μάθαμε, δέν τό προσέξαμε στό Εὐαγγέλιο, καί μᾶς κτυπᾶ ὁ ὄφις
ὁ ἀρχαῖος κατά πρόσωπον, καί προσπαθοῦμε νά τόν θαμπώσουμε μέ τίς ψευτοευλάβειές
μας καί τίς φθηνές καλές μας πράξεις, καί ὄχι μέ τό φῶς τοῦ νοητοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης.
Βάζουμε μπροστά στά μάτια τοῦ διαβόλου τόσο ἀστεῖα πράγματα, γιά νά τοῦ
περιορίσουμε τήν ὁρμή, πού καί ὁ ἴδιος σκᾶ στά γέλια, μᾶς λυπᾶται καί μᾶς ἀφήνει
γιά ἄλλη φορά. Δυστυχῶς οἱ ρασοφόροι ἀντλοῦμε δύναμη καί δικαιώματα ὄχι ἀπό τήν
ἁγία ἄσκηση, ἀλλά ἀπό τά ἀξιώματα πού μᾶς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία.
Κάποιος Ἐπίσκοπος,
εἰσερχόμενος στόν Ναό τοῦ ἁγίου Γερασίμου στήν Κεφαλονιά ἤκουσε τίς φωνές
δαιμονισμένης κόρης. Πηγαίνοντας μπροστά της, εἶπε: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ τοῦ
Ναζωραίου, ἔξελθε πνεῦμα ἀκάθαρτον». Καί ἐκεῖνο τοῦ ἀπήντησε: Σκάσε, βλάκα. Ἐσύ
ποτέ δέν μ' ἔδιωξες ἀπό τήν καρδιά σου καί θά μέ βγάλεις ἀπό αὐτήν, στήν ὁποία
εἴκοσι χρόνια κατοικῶ;
Στήν ἐποχή μας ἡ Ἐκκλησία
προβάλλει κάποιους Μητροπολίτες γιά μεγάλους θεολόγους καί μάλιστα ἀπαιτεῖ νά
στοιχοῦμε καί νά ἀναπαυόμαστε στήν διδασκαλία τους, ἐνῶ ἡ ζωή τους εἶναι σάν τήν
μούργα, πού κατακάθεται
στο βαρέλι καί ἀνεβάζει τήν ὀξύτητα τοῦ λαδιοῦ. Οἱ Ἱεράρχες στήν Ἐκκλησία ἦταν
πρῶτα Ἅγιοι καί μετά Πατέρες καί Διδάσκαλοι. Καί ἐμεῖς οἱ δύστυχοι μοναχοί γυρνᾶμε
στόν κόσμο μ' ἕναν ντορβά στήν πλάτη καί πουλᾶμε τήν πιό φθηνή ἁγιότητα.
Ἀλλά -δόξα τῶ Θεῶ-
φύσηξε λίβας ἐξ Ἀθηνῶν καί μᾶς σάρωσε, μᾶς καθάρισε, ὅπως ὁ ἄνεμος τό σιτάρι ἀπό
τά ἄχυρα. Ἀναπάντεχο καλό μᾶς βρίσκει. Πίστεψαν οἱ δημοσιογράφοι πώς λερωθήκαμε
ἀπό τόν φόβο μας. Τοὐναντίον πλυθήκαμε καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήκαμε. Φύσηξε ἄνεμος
καί ἀπό τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καί ἔσεισε τά δένδρα τοῦ Ἀθωνικοῦ δρυμοῦ,
τά ὑψηλόκορμα καί ὑψηλόφρονα. Ὅσα ἦταν ἐπιπολαιόρριζα σκιάχτηκαν τήν δύναμη τοῦ
ἀνέμου. Τά βαθύρριζα ἔμειναν ἀπτόητα. Οἱ ἐχθροί σήμερα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι
οὔτε οἱ ταλαίπωροι δημοσιογράφοι οὔτε οἱ ἄθεοι, ἀλλ' οἱ τάχατες εὐλαβεῖς, καί οἱ
λεγόμενοι θρησκευτικοί.
Καί ἄς ἔρθουμε πιό
κοντά στά δικά μας. Οἱ δυσκολίες μας στά Μοναστήρια εἶναι ἀπό τούς εὐλαβεῖς
γονεῖς. Ἄν ἔρθη παιδί στό Μοναστήρι ἀπό εὐσεβή οἰκογένεια, τότε θά δεῖτε μπόρες
καί καταιγίδες πού θά ἐπιπέσουν στόν ἡγούμενο καί τούς μοναχούς. Ὁ λαός λέγει
«Πάρ' του ὅ,τι ἀγαπᾶ καί θά δεῖς ποιός εἶναι».
Αὐτό τό βιώνουμε
πέρα γιά πέρα ἀληθινά στήν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτές τίς μέρες υἱός χριστιανικῆς
οἰκογένειας, καί μάλιστα ἀγωνιζομένης δεινῶς γιά τήν κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας, ἐξέφρασε
τήν ἐπιθυμία νά ἐξέλθει τοῦ κόσμου καί νά στοιχηθεῖ στίς τάξεις τῶν μοναχῶν.
Κυριολεκτικά μέ ἔστησαν στήν μπούκα τοῦ κανονιοῦ. Θεώρησαν τόν μοναχό κακό
κατάντημα καί ὄχι καταξίωση καί εὐλογία Θεοῦ.
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου,
ἔχουμε ἀνάγκη ἀποτάξεως τοῦ σατανᾶ καί συντάξεως μέ τόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ
Χριστό. Ἐμεῖς, πού χάσαμε τήν ταπείνωση καί ζητοῦμε τήν ἀξιοπρέπεια. Ἐμεῖς, πού
φτιάχνουμε ἁγίους ἐκεῖ πού οὔτε ἴχνος ἁγιότητος ὑπάρχει, γιά νά κρυφτοῦμε ἀπό
πίσω τους ὅπως οἱ Πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο.
-Ἐγώ, καυχησιολογώντας
λέγουμε, ἔχω Γέροντα τόν τάδε προορατικό πατέρα. Καί ἐπαναπαυόμαστε.
Θέλουμε Μοναστήρια
καί ἅγιους κληρικούς, ἀλλ' ὄχι ἀπό τά παιδιά μας, ὄχι ἀπό τήν δική μας φυτεία. Ἡ
κρίσις τοῦ κόσμου καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπό τούς εὐλαβεῖς καί ἀπό μᾶς τούς
κληρικούς καί μοναχούς. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀνασυνταχθοῦμε οἱ Χριστιανοί, ἀλλιῶς τό
κακό ἀπό μᾶς θά προέλθει στόν κόσμο.
Ὄχι ἄλλο πίσω ἀπό
ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδασκάλους, ἀλλά μετάνοια καί προσανατολισμό στό
βγάλσιμο τοῦ ἥλιου, νά θαμπώσει τήν δενδρογαλιά πού κονεύει στά καντούνια τοῦ
κόσμου.
Ἀρχ. Γρηγόριος, Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὅρους
Τετράδιο 116 * Αὔγουστος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου