Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας
(2)
Νοῦς καί λόγος
Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν διαφορά ἀνάμεσα στήν «καλή» καί «κακή»
χρήση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς (πού εἶναι ὁ ὀρθολογισμός), θά ἦταν χρήσιμο νά ἀναπτύξουμε
ἐν συντομίᾳ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν φύση καί τήν λειτουργία
της.
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, ὁ ἄνθρωπος
ἔχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο ὁδούς, δύο τρόπους μέσα ἀπό τούς ὁποίους
μπορεῖ νά γνωρίσει τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία καί τόν ἴδιο τόν
Θεό.
Τά δύο αὐτά κέντρα εἶναι ὁ νοῦς (πού οἱ πατέρες τόν ταυτίζουν μέ τήν
καρδιά) καί ὁ λόγος (δηλαδή ἡ λογική, ἡ διάνοια, τό μυαλό). Ὁ νοῦς ἔχει τήν ἕδρα
του στήν καρδιά καί ὁ λόγος (ἡ λογική) στόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς
ψυχῆς, γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τόν ὀνομάζουν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς». Μέ τό
νοῦ, πού εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς (γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται καί ὡς «ὀφθαλμός
τῆς ψυχῆς»), ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τή γνώση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γίνεται
μέτοχος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.
Ὁ λόγος (ἤ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τό λόγο (τή
λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τή φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς
δημιουργίας τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά φθάσει καί στήν γνώση τοῦ
ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως ἀποκτᾶ μέ τό νοῦ. Μέ τή λογική, δηλαδή, δέν
μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στό
Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τό νοῦ, μέ τήν καρδιά δηλαδή.
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στό σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει
στή γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος
τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ δηλαδή τό νοῦ (τήν καρδιά)
μέ τό λόγο (τή λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά
γνωρίσει ἀληθινά τό Θεό.
Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται φανερό πώς παραιτοῦμαι ἀπό τή λογική μου δέν
σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν
κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται. Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν
ἀντιβαίνει στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα
στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωση καί ἀνύψωσή
της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη
διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα» τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες
καί ἀπαιτήσεις, στό ἐγωιστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στό Θεό ἀνοιχτό
τό δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ‘ρθεῖ καί νά ἐνεργήσει μέσα μου μέ τό δικό Του
τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος, οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος.
Εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας. Τό ὑπέρλογο
εἶναι ἡ ὑπαγωγή τῆς λογικῆς μας στή Λογική του Θεοῦ. Εἶναι ἡ προσπάθεια πού
κάνουμε γιά νά δεχθοῦμε τή Λογική τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτή δέν συμφωνεῖ μέ τή δική
μας.
Σκοπός τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁ Οὐρανός. Πατρίδα του εἶναι ὁ Οὐρανός. Ὁ
χριστιανός εἶναι οὐρανοπολίτης καί στόχος κεντρικός τῆς ζωῆς του εἶναι νά
γνωρίσει τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του, νά φθάσει δηλαδή στή θέωση. Τό ἀπόλυτο
ζητούμενο τῆς πνευματικῆς μας πορείας παραμένει πάντοτε ἡ θέωση, πού ἐπιτυγχάνεται
μόνο μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τό φωτισμό τοῦ νοῦ. Ὁ φωτισμός λοιπόν
τοῦ νοῦ ὀφείλει νά εἶναι ἡ κύρια ἐπιδίωξή μας, καί ὄχι ἡ καλλιέργεια τῆς λογικῆς.
Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι αὐτός πού ὁδηγεῖ στό Θεό καί ὄχι ἡ ἀνεπτυγμένη λογική. Ὁ
φωτισμένος νοῦς εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐκχώρηση τῆς λογικῆς μας σ’
Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ὄχι
ἡ ἐξάσκηση τῆς λογικῆς μας.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου