Ἡμερολόγιο πολέμου (2)
Κανεὶς δὲν σκέπτεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅτι ὁ ἐχθρὸς εἶναι δέκα φορὲς ἰσχυρότερος,
ὅτι ὁ θάνατος κρέμεται ἀπὸ πάνω μας μέσα σ’ αὐτὸν τὸν λαμπρὸ οὐρανό. Αἰσθάνομαι
μία μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν ἑλληνικὸ λαό, μία ἀγάπη γεμάτη ἀλληλεγγύη, στοργὴ καὶ ἀντρικὴ
ἐκτίμηση. Εἶναι ἕνας ὄμορφος, λεβέντικος, εὐγενικὸς καὶ ἔξυπνος λαός, εἶναι ἕνας
λαὸς ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁρισμένους μεγάλους λαοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἀσφαλῶς
πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ξιπασμένους, ποὺ ξεκίνησαν σήμερα νὰ μᾶς
κατακτήσουν.
Μοῦ κάνει ἐντύπωση πὼς ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς Ἀθήνας σήμερα, ἀκόμα καὶ οἱ
ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχουν ἕνα τόνο μίσους καὶ βίας, γίνονται μὲ κάποιο ὕφος αὐθόρμητης
εὐγένειας, μὲ κάποια ἀξιοπρέπεια, μὲ κάποιον ὀρμέφυτο πολιτισμό, ποὺ ἀπεχθάνεται
τὴ χυδαιότητα. Στὶς κρίσιμες ὧρες οἱ Ἕλληνες βρίσκουν τὸν πιὸ ἀληθινὸ ἑαυτό
τους, ἐνῶ στὶς ὁμαλὲς περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνὰ νὰ τὸν ξεχνοῦν!
Ἐπιστρέφω στὸ γραφεῖο ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα, ἀφοῦ συναντῶ στὴν ὁδὸ
Σταδίου ἕνα σωρὸ φίλους, τὸν Κατσίμπαλη, τὸν Δημαρά, τὸν Σεφέρη, τὸν Ἐλύτη καὶ ἄλλους.
Στὸν δρόμο μὲ βρίσκει συναγερμός. Δὲν κάνει αἴσθηση σὲ κανέναν, ὁ κόσμος
περιδιαβάζει σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα, ψάχνει νὰ δεῖ τὰ ἀεροπλάνα στὸν οὐρανό.
Ὅταν φτάνω στὸ γραφεῖο, ἀντηχοῦν τὰ πρῶτα ἀντιαεροπορικὰ πυρά, ποὺ μοιάζουν πολὺ
κοντινά. Κατεβαίνει ὅλη ἡ πολυκατοικία στὸ καταφύγιο.
Ξαναβγαίνω σὲ λίγο καὶ συναντῶ τὸν Σαραντίδη καὶ τὸν Βακαλόπουλο. Ὁ
τελευταῖος συγκρίνει τὴν ἐορτάσιμη ὄψη τῆς Ἀθήνας μὲ τὴν ὄψη ποὺ εἶχε τὸ Παρίσι
τὴ μέρα ποὺ ἡ Γαλλία κήρυξε τὸν πόλεμο καὶ μιλᾶ γιὰ τὴν κατήφεια καὶ τὴ
μελαγχολία τῶν Γάλλων. Ὕστερα συναντῶ τὸν διπλωμάτη Νικολαρεΐζη, ποὺ μόλις ἔφτασε
ἀπὸ τὸ Ἀργυρόκαστρο, ὅπου ἦταν ὑποπρόξενος. Μοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴ στρατιωτικὴ
κατάσταση στὴν Ἤπειρο, γιὰ τὸ χαμηλὸ ἠθικὸ τῶν Ἰταλῶν, γιὰ τὸ ἐξαίρετο ἠθικὸ τῶν
δικῶν μας. Στὸν δρόμο ξανὰ συναγερμός, ἀντιαεροπορικὰ πυρὰ κλπ. Πηγαίνω στὸ
σπίτι, προσπαθῶ νὰ διαβάσω Σολωμό, ἐνῶ ἀντηχεῖ ξανὰ συναγερμός. Κλείνω τὸ
βιβλίο, ἀλλὰ μένω στὸ δωμάτιό μου καὶ δὲ συλλογίζομαι νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ
προφυλαχτῶ.
Ἀργότερα περιδιαβάζω στὴν Ἀθήνα, παρακολουθῶ τὴν κίνηση τῶν ἐπιστράτων,
ποὺ πηγαίνουν συνεχῶς νὰ καταταγοῦν. Γελοῦν, φλυαροῦν, χειρονομοῦν ζωηρά. Ὡς τὶς
5 μ.μ. περίπου ποὺ φεύγω γιὰ τὴν Κηφισιά, ἡ Ἀθήνα διατηρεῖ τὴν ἑορτάσιμη ὄψη
της.
Τὸ βράδυ ἐπικράτησε μαυρίλα καὶ ἡσυχία βαριά. Παράξενη ἡσυχία. Περίμενα ὅτι
θὰ εἶχαν συμβεῖ περισσότερα γεγονότα. Στὴν Πάτρα σκότωσαν τὰ ἀεροπλάνα ἀρκετὸ
κόσμο καὶ ἐξάλλου ἔχομε καὶ τὴ νύχτα μπροστά μας. Ἂν ζήσομε, θὰ ἔχομε νὰ
διηγούμαστε ἐνδιαφέρουσες ἱστορίες…
Γιῶργος
Θεοτοκᾶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου