Οἱ θαυμαστὲς διδαχὲς
Τὸ
ἔργο τοῦ μοναχοῦ
Ὁ μοναχὸς Σ.
φρόντιζε νὰ φυτεύει κηπουρικὰ στὸν κῆπο τῆς Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου. Φύτευε γιὰ
χρήση τῆς Ἱ. Μονῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ δίνει σὲ ἄλλα κελλάκια.
Πῆγε λοιπὸν στὸν
Γέροντα Παΐσιο νὰ δώσει εὐλογίες. Ἀκολουθεῖ ὁ διάλογος.
-Βρὲ καημένε,
πήγαινέ τα σὲ κανένα κελάκι, ἐγὼ δὲν τὰ χρειάζομαι.
-Ἔδωσα σὲ ὅλα,
Γέροντα, ὅπως ἐρχόμουν.
-Καλά, αὐτὴ εἶναι ἡ
δουλειὰ τοῦ μοναχοῦ;
-Τί ἄλλο νὰ κάνω,
Γέροντα;
-Νά, βλέπεις αὐτὴ τὴν
στοίβα ἀπὸ τὰ γράμματα; Ἄλλοι ζητᾶνε προσευχὴ γιὰ καρκίνο, γιὰ χωρισμοὺς κ.λπ. Ἐσὺ
πάρε αὐτὸ τὸ εὔκολο γράμμα νὰ προσευχηθεῖς, γιατὶ ἔχει νὰ βρέξει ἐνάμισυ χρόνο
στὴν Λάρισα.
Πράγματι ὁ μοναχὸς
Σ. ἄρχισε τὸ κομποσκοίνι ὅλη τὴν νύκτα. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν βλέπει νὰ γυρνᾶ
στὶς 12 τὸ βράδυ καὶ τοῦ λέγει:
-Βρὲ βλογημένε,
πήγαινε λίγο νὰ κοιμηθεῖς, σὲ 2 ὧρες ἔχουμε ἀκολουθία, συνεχίζεις ἀργότερα τὸ
κομποσκοίνι.
-Ὄχι, θὰ κάνω τὴν ἐντολὴ
τοῦ Γέροντα.
Ὁ π. Χριστόδουλος ἦταν
τότε πορτιέρης καὶ τὴν ἄλλη μέρα δέχθηκε τὴν πρώτη φουρνιὰ ἐπισκεπτῶν. Βλέπει
κάποιους νέους, καὶ ἡ πρώτη ἐρώτησή του, μετὰ τὴν ὑποδοχή, ἦταν ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν.
-Ἀπὸ τὴν Λάρισα,
Γέροντα.
-Ἄ! ἐκεῖ ποὺ ἔχει νὰ
βρέξει ἑνάμισυ χρόνο;
Μὲ χαρὰ τότε ἔτρεξε
καὶ τὸ εἶπε στὸν μοναχὸ π. Σ. καὶ πήγανε μαζὶ νὰ ἐνημερώσουν τὸν Γέροντα Παΐσιο.
-Πῶς τὸ μάθατε;
ρώτησε ὁ Γέροντας.
-Νά, ἦρθαν οἱ πρῶτοι
προσκυνητὲς καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Λάρισα.
-Εἶδες, π. Σ., ποιό
εἶναι τὸ κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ; Ἡ προσευχὴ λοιπόν.
Γιὰ
τὴν Ἐξομολόγηση
Ἕνας νέος δὲν ἤθελε
νὰ ἐξομολογηθεῖ, γιατὶ τὸ θεωροῦσε μὴ ἀπαραίτητο. Φτάνει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ Θεία
Λατρεία, ἔλεγε. Πῆγε μὲ τὸν θεῖο του στὸν Γέροντα. Τοὺς βλέπει ὁ Γέροντας ἀπὸ
μακρυὰ καὶ λέγει στὸν π. Ἀναστάσιο, ποὺ τὸν γνώριζε, τί κάνει.
-Καλά. Ἐσὺ, Γέροντα,
τί κάνεις;
-Νά, π. Ἀναστάσιε, ἐξομολογῶ
τὸν κῆπο μου!
-Δὲν κατάλαβα,
Γέροντα.
-Νά, ἔχω
παρατηρήσει ἀπὸ τὴν πείρα μου, ὅτι ἂν σκάψω καὶ ἐξομολογήσω τὸν κῆπο μου, βγάλω
τὰ πετράκια, τὰ ζιζάνια κ.λπ., ὅ,τι φυτέψω πιάνει πολὺ καλύτερα ἀπ' ὅ,τι ἂν τὰ
φύτευα πρόχειρα!
Πῆρε τὸ μήνυμα ὁ
νέος καὶ ἐξομολογήθηκε!
Δοντάκι
ἀντὶ σταυροῦ
Ἕνας νέος δὲν ἄκουγε
κάποιον συγγενή του, νὰ βγάλει ἀπὸ τὸν λαιμό του τὸ δόντι καὶ νὰ φοράει μόνο
σταυρό. Ὁ συγγενής του τὸν πῆγε κάποια φορὰ στὸν Γέροντα. Ὁ Γέροντας Παΐσιος τὸν
κοιτοῦσε ἐπίμονα. Ὁ νέος τότε τὸ παρατήρησε καὶ τοῦ εἶπε:
-Γέροντα, ἔχω τὴν ἐντύπωση
ὅτι κάτι θέλετε ἀπὸ μένα, ἔτσι ποὺ μὲ κοιτᾶτε.
-Τί νὰ θέλω, αὐτὸ
ποὺ θέλω δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ τὸ δώσεις!
-Ὄχι, Γέροντα, θὰ τὸ
κάνω.
-Νά, ἤθελα αὐτὸ τὸ
δοντάκι· νὰ μὴν στὸ στερήσω ὅμως.
-Νά, παιδί μου,
πόσο θὰ χαρεῖ ἕνα ἀγριογούρουνο ἐδῶ πέρα, ποὺ εἶναι φαφούτικο, καὶ θὰ χαρεῖ πολὺ
ποὺ θὰ τοῦ τὸ βάλω!
Καὶ φυσικὰ ἔβαλε τὸν
σταυρὸ στὸν λαιμό του, μετὰ ἀπὸ τὸ τόσο διακριτικὸ καὶ μὲ χιοῦμορ πείραγμα!
Ἡ
μέλισσα
Κάποιος ἐπισκέπτης
μέσα στὸ κελί του κυνήγησε μία μέλισσα ποὺ μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἔ! τὴν
ξέρεις, εἶπε ὁ Γέροντας. Αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ἔχει λίγους μῆνες ζωὴ καὶ μύρισε τὴν
ζάχαρη. Αὐτή, παιδί μου, τηρεῖ δύο ἐντολὲς ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο: Ἀγαπήσεις τὸν
Θεὸ καὶ τὸν πλησίον σου!
Φτιάχνει τὴν
κηρύθρα, ποὺ κάνουμε τὸ κερὶ (καὶ μάλιστα τὸ γνήσιο, ὄχι μὲ παραφίνη -ποὺ παρὰ ἀφήνει)
καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό. Συγχρόνως τηρεῖ τὴν ἐντολὴ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον
σου», μὲ τὸ μέλι ποὺ μᾶς δίνει, μὲ τὴν γύρη ποὺ μεταφέρει ἀπὸ λουλούδι σὲ
λουλούδι. Καὶ κάτι ἄλλο σπουδαιότερο. Δὲν βάζει στὸ μυαλό της κακοὺς λογισμούς.
Πάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, ἀπὸ γλυκὸ σὲ γλυκό. Καὶ μὲ τὰ χεράκια του ἅπλωσε τὴν
παλάμη του, ὅπου ἔβαλε ζάχαρη, καὶ κάθισε ἡ μέλισσα.
Κατόπιν πῆγε στὸ
παράθυρο καὶ ἄφησε τὴν ζάχαρη μὲ τὴν μέλισσα! Τί ἐξυπνάδα, τί διάκριση!
Ἀλλαγὴ
συντακτικοῦ
Ρώτησε ὁ Γέροντας (καὶ
σήμερα Ἅγιος) Παΐσιος ἕναν ἐπισκέπτη του τί δουλειὰ κάνει.
-Φιλόλογος, ἀπήντησε
ἐκεῖνος.
-Ξέρεις τὶς
προσωπικὲς ἀντωνυμίες;
-Ἀσφαλῶς Γέροντα: Ἐγώ,
Ἐσύ, Αὐτός.
-Λάθος, κύριε
καθηγητά. Νὰ ἀλλάξετε αὐτὴ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό. Τὸ σωστὸ εἶναι: Ἐσύ,
Αὐτός, Ἐγώ!
Κατάλαβες, κύριε
καθηγητά; Τελευταῖο τὸ Ἐγώ!
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου