Πιάνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ
Πιάνουν ν' ἀνθίσουν
τὰ κλαριὰ κι ὁ πάγος δὲν τ' ἀφήνει,
θέλω κι ἐγὼ νὰ σ' ἀρνηθῶ
κι ὁ πόνος δὲν μ' ἀφήνει.
Σύρε νὰ πεῖς τῆς
μάνας σου, νὰ μὴ μὲ καταριέται,
τὶ θὰ τὴν κάνω
πεθερά, τὶ θὰ τὴν κάνω μάνα,
στὴν κόρη της τὴ
δεύτερη, σ' ἐσὲ τὴ μαυρομάτα,
πού 'χεις τὰ
ματοτσίνορα σὰν φράγκικο δοξάρι.
Τὸ χέρι σου τὸ
παχουλό, τ' ἄσπρο καὶ τὸ δροσάτο,
νὰ τὸ εἶχα γιὰ
προσκέφαλο σ' ἕνα μαρμαροβούνι,
νὰ σὲ χορτάσω
φίλημα, στὰ μάτια καὶ στὰ φρύδια.
Χαμήλωσε τὸ φέσι
σου καὶ σκέπασε τὰ φρύδια,
νὰ μὴ φανοῦνε τὰ
φιλιά, νὰ μὴ σὲ καταλάβουν
καὶ σὲ ζηλέψουν τὰ
πουλιά, τῆς ἄνοιξης τ' ἀηδόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου