Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος
Συνέβη τὸ Πάσχα τοῦ
1935, στὸ ἁγιορείτικο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου. Μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης
συνηθίζεται νὰ συνάζονται ὅλοι οἱ πατέρες στὸ ἀρχονταρίκι καὶ νὰ ἀνταλλάσσουν εὐχὲς
μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ μεταξύ τους. Ὁ νεόκουρος μοναχὸς π. Θωμᾶς, μὴ γνωρίζοντας τὴν
τάξη, πῆγε μὲ τοὺς γεροντότερους μοναχοὺς μπροστὰ μπροστά. Ὁ ἡγούμενος τὸν εἶδε
καὶ τὸν παρατήρησε. Ὁ π. Θωμᾶς εἶπε τὸ «εὐλόγησον». Τότε ὁ καθηγούμενος π.
Σεραφεὶμ γύρισε καὶ εἶπε στὸν π. Θωμᾶ: «Πάτερ Θωμᾶ, πήγαινε, σὲ παρακαλῶ, κάτω
στὸ ὀστεοφυλάκιο νὰ πεῖς στὰ ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων πατέρων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη»
καὶ ἔλα μετὰ πάλι ἐδῶ».
Ὁ π. Θωμᾶς, ὁ ἁπλός,
ὁ ταπεινός, ὁ πρόθυμος ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ καθόλου, ἔτρεξε στὸ
ὀστεοφυλάκιο καὶ εἶπε μεγαλόφωνα: «Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὁ ἡγούμενος μὲ ἔστειλε
νὰ σᾶς πῶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Καὶ τότε συνέβη τὸ ὑπέρλογο γεγονός. Ὅλα τὰ ὀστᾶ
σκίρτησαν, ἔτριξαν, χόρεψαν, ἀναπήδησαν! Ἕνα κρανίο, μάλιστα, σηκώθηκε ἕως ἕνα
μέτρο ψηλὰ καὶ ἀπάντησε στὸν χαιρετισμὸ τοῦ γέροντα: «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος». Ἀμέσως
ἔγινε καὶ πάλι νεκρικὴ σιγή. Ὁ π. Θωμᾶς ἐπέστρεψε πίσω σὲ περίπου δέκα
λεπτά, καθὼς τὸ κοιμητήριο καὶ τὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς βρίσκεται κοντὰ στὸ ἀρχονταρίκι.
Μόλις τὸν εἶδε ὁ
ἡγούμενος, τὸν ρώτησε ἂν εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» στοὺς κεκοιμημένους. Ἐκεῖνος ἀπάντησε
καταφατικά. Τότε ὁ ἡγούμενος ξαναρώτησε: «Καὶ σοῦ ἀπάντησαν;» Χαρούμενος ὁ ἁπλούστατος
π. Θωμᾶς εἶπε ὅτι τοῦ ἀπάντησαν οἱ νεκροὶ τὸ «Ἀληθῶς Ἀνέστη», διηγήθηκε ὅλο τὸ
συμβὰν στὸν ἡγούμενο καὶ ἐκεῖνος ἔκπληκτος τὸν ρώτησε ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ νὰ
ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἄκουσε λάθος. Ὁ εὐλογημένος π. Θωμᾶς νόμιζε πὼς αὐτὸ ἦταν
τὸ τυπικὸ ποὺ συμβαίνει κάθε χρόνο στὸ μοναστήρι καὶ δὲν τοῦ φάνηκε κάτι ἰδιαίτερο!
Τὸ περιστατικὸ ἔχει καταγράψει ὁ πολιὸς
καὶ σεβαστὸς ἁγιορείτης, ἐπίσκοπος Ροδοστόλου π. Χρυσόστομος, ἀπὸ παλαιοὺς ἁγιοπαυλίτες
οἱ ὁποῖοι ἦσαν παρόντες στὸ συμβάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου