Πέμπτη 21 Μαΐου 2015


Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη
Διαβάζοντας κανεὶς τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχει τὴν αἴσθηση πὼς βρίσκεται ἐδῶ καὶ κάπου ἀλλοῦ ταυτόχρονα. Πὼς βρίσκεται ἐδῶ, στὰ πάθια καὶ τοὺς καϋμοὺς τοῦ κόσμου καὶ συγχρόνως στὰ Ρόδινα ἀκρογιάλια τῆς Θείας Βασιλείας. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι γνήσιον τέκνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὅλα μέσα σ᾿ αὐτὴν εἶναι θεανθρώπινα.
Καὶ ζῶντας μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν θεανθρώπινη διάσταση τῆς Ἐκκλησίας ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος, μεταξύ της ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ τῆς Πηγῆς τῆς Παντοδυναμίας σχοινοβατοῦσε κι ἀγωνιζότανε. Ἄφηνε τὴν ὀντότητά του στὴν Ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ στοργὴ τῆς Παναγίας, ποὺ Τοὺς ὑπεραγαποῦσε. Ὑμνοῦσε «μετὰ λατρείας τὸν Χριστό του».
Ἐπόνεσεν ἀμέτρητα στὴ ζωή του. Πέρασε φτώχεια σὰν ἀσκητής, μὰ ἔμεινε στὴν ἔντιμη πενία του, ὅπως ἔγραψε κάποτε στὸν ἱερέα πατέρα του, καὶ εἶχε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Πέρασε μοναξιὰ καὶ δυσκολίες «σὰν σκοτεινὸ καὶ ἄμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν ὅμως στὴν ἁγία Ἐκκλησιά, ἐκεῖ ποὺ «τὸ χελιδόνι ηὖρε φωλιὰ καὶ τὸ τρυγόνι σκέπη».
Δὲν ἔγινε ὁ ἴδιος ἱερέας, μὰ ἱερουργοῦσε μὲ τὰ ἀθάνατα γραφτά του τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Καὶ πόσους δὲν ὠφέλησε καὶ ὠφελεῖ.
Λένε πὼς κάποια φορὰ ἀπελπισμένος ἐπῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ (πίστευε στὴν Ἐξομολόγηση). Καὶ εἶπε στὸν παπὰ πὼς δυσκολεύεται καὶ ὑποφέρει πολύ. Καὶ ὁ παπάς, χωρὶς νὰ τὸν ξέρει, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε δεόντως, τοῦ συνέστησε νὰ διαβάζει τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἀναφέρει ὁ Μικρασιάτης λογοτέχνης καὶ μακαριστὸς πλέον Ἠλίας Βενέζης πὼς ἐνῶ εὑρίσκοντο στὰ περίφημα τάγματα ἐργασίας κι ἔμεναν σ᾿ ἕνα σταῦλο κλεισμένοι, βρῆκε κάποιος πεταμένο μέσα ἐκεῖ ἕνα φύλλο ἀπὸ περιοδικὸ καὶ ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζει, γιὰ νὰ περνᾶ ἡ ὥρα. Καὶ καθὼς ἐδιάβαζε ἄρχισαν ὅλοι ν' ἀκοῦνε μ᾿ ἐνδιαφέρον. Μαλάκωσαν καὶ γαλήνεψαν οἱ ταλαίπωρες ψυχές τους. Καὶ καθὼς τελείωσε τὸ διάβασμα, ἔβγαλαν ὅλοι ἀνακουφισμένοι μιὰ φωνή: «Ρὲ αὐτὸ ἦταν Εὐαγγέλιο. Λὲς κι εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία». Καὶ τί λέτε πὼς ἦταν; Ἕνα κομμάτι ἀπ᾿ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὑπὸ τὴν Βασιλικὴν Δρῦν».
Θυμᾶμαι κάποια φορὰ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε στὴν ἐκκλησία ἕνας πολὺ πονεμένος. Ἤθελε νὰ πεθάνει, μοῦ ἔλεγε. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Ἦταν Μεγαλοβδομάδα. Εἶχα μαζί μου τὰ «Πασχαλινὰ Διηγήματα» τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου καὶ σκέφθηκα νὰ ζητήσω κι ἐγὼ μιὰ ἐξυπηρέτηση ἀπὸ τὸν πονεμένο ἀδελφό μας. Τὸν παρακάλεσα νὰ μοῦ διαβάσει, ἂν ἤθελε, ἕνα διήγημα πασχαλινό. Τοῦ εἶπα πὼς ἤμουν πολὺ κουρασμένος, καὶ ἤμουν, καὶ θὰ μὲ ἐξυπηρετοῦσε μ᾿ αὐτό. Κι ὕστερα θὰ μιλάγαμε γιὰ τὰ δικά του. Ἐκεῖνος σάστισε γιὰ λίγο, μὰ ὑποχώρησε στὸ αἴτημά μου καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει σιγὰ-σιγὰ τὸν «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Καὶ διαβάζοντας ἄρχισε λίγο λίγο νὰ συνέρχεται. Ἔβλεπα τὸ πρόσωπό του ν᾿ ἀλλάζει. Ἔλαμπε ἀγάλι ἀγάλι ἡ θωριά του. Διάβασεν ἀρκετά. Καὶ κάποια στιγμὴ ἄρχισε νὰ κλαίει. Ἔσκυψε καὶ μοῦ φίλησε τὸ χέρι. Κι εἶπε μὲ χαρμολύπη: «Παππούλη, τί μοῦ ἔκανες; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ διαβάζω; Γιατί ἔφυγεν ὁ πόνος ἀπὸ μέσα μου κι ἀλάφρωσεν ἡ ψυχή μου;» Κι ἔκλαιγεν, ὅλο ἔκλαιγεν ἀπὸ χαρὰ καὶ θαυμασμό. Τοῦ εἶπα γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ ἔργο του. «Μὰ τοῦτος εἶναι ἅγιος, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, σοφός, ποιητὴς μεγάλος, μάγος τοῦ λόγου», μοῦ εἶπε. Καὶ ἔφυγεν ὁ ἄνθρωπος πουλάκι. Ἤθελε νὰ ζήσει.
Αὐτὸς εἶναι ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος. Μιλάει ὅμως μὲ γλύκα καὶ ἀποδοχὴ γιὰ τοὺς ἀρχαίους. Καὶ συναιρεῖ στὸ ἔργο του τὸ διαιώνιο Ἑλληνισμό. Καταγράφει τὴ γλώσσα μας ἀπ᾿ τὶς ἀμμουδιὲς τ᾿ Ὁμήρου μέχρι σήμερα.
Εἶναι λάτρης τοῦ Χριστοῦ καὶ μέγιστος πατριώτης. Καὶ συνάμα ἀγαπᾶ «πάντα τὰ ἔθνη», λέγοντας σὲ κάποιο διήγημά του «πὼς κι ὁ Ἑβραῖος ἔχει ψυχή».
Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸν κυρ-Ἀλέξανδρο. Εὐχαριστοῦμε καὶ τὸν ἴδιο, ποὺ ἀφῆκε σὲ μᾶς «ἄλλο, τὰς βίβλους, στόμα του».

π. Ἀνανίας Κουστένης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου