Τρίτη 19 Μαρτίου 2019



Πῆρα ἕνα γερὸ ξύλο
1833 Μαγίου 4 ἦρθα ἐδῶ εἰς Ἀθήνα. Οἱ πολιτικοί μας καὶ οἱ ξένοι τρώγονταν καὶ καθένας κύταζε νὰ ᾿περισκύση ἡ δική του φατρία. Ἄλλος τὸ ἤθελε Ἀγγλικόν, ἄλλος Ρούσσικον, ἄλλος Γαλλικόν. Οἱ Ἀντιβασιλεῖς μας τήραγαν κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ πάρουν κάνα λεπτό, ὅτι εἰς τὴν Ἑλλάδα ἧβραν ἁλώνι ν᾿ ἁλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες μὲ τοὺς δικούς μας. Τότε ἄλλοι ἀπάτησαν τοὺς ὁπλαρχηγούς, τοὺς λέγαν νὰ σηκωθοῦν νὰ ζητήσουνε τὰ δίκια τους, καὶ μ᾿ αὐτὸ τοὺς γέλασαν τοὺς ἀνθρώπους. Ξέροντας κ᾿ ἐμένα ὅτι ἔφυγα μὲ δυσαρέσκειαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, μοῦ στείλαν ἕναν ἀπόστολον ἐδῶ εἰς Ἀθήνα καὶ μοῦ εἶπε νὰ σηκωθοῦμε ἀναντίον τῶν Μπαυαρέζων.
Κι᾿ ὁ σκοπὸς τῶν πολιτικῶν μας ἦταν μὲ δυὸ τρόπους· ἂν πετύχη ὁ καθεὶς μὲ τὴν μερίδα του καὶ ᾿περισκύση, εἶναι κερδεσμένος μὲ τὸ κόμμα του καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς κάνει εἵλωτες. Ἂν δὲν πετύχουν καθένας τοὺς ξένους του σκοπούς, τότε τὰ φορτώνουν τοῦ στρατιωτικοῦ ὅλα τὰ βάρητα καὶ λένε αὐτεῖνοι εἶναι οἱ αἴτιγοι τοῦ κακοῦ καὶ πρῶτα καὶ τώρα εἰς τὸν ἐρχομὸν τοῦ Βασιλέως. Καὶ μπαίνουν εἰς τὴν τζελατίνα ὅλες οἱ κεφαλές. Ὅτι δὲν ἀναπαύτηκαν ὅτι μείναν οἱ στρατιωτικοὶ δυστυχείς· κι᾿ ἄλλοι πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιά· κι᾿ ὅσοι μείναν πεθαίνουν τῆς πείνας.
Ὅτι ἔρχεται ἐδῶ ἕνας ἀπόστολος ἀπὸ τοῦ Κωλέτη τὸ παρτίδο καὶ τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ μοῦ λέγει· «Εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἶναι σύνφωνοι ὅλοι οἱ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ θὰ πιάσουνε τὸ Παλαμήδι· καὶ εἶναι καὶ ἡ χωροφυλακὴ ἕτοιμη· καὶ ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα ἦρθαν γράμματα ὅτι χτύπησαν. Καὶ μ᾿ ἔστειλαν καὶ ᾿σ ἐσένα ἐδῶ ν᾿ ἀγροικηθῆς μὲ τοὺς ἄλλους νὰ βαρέσετε κ᾿ ἐσεῖς.
– Διατὶ νὰ βαρέσουμεν; τοῦ λέγω.
– Διὰ τὰ δίκια μας.
–Ποιός σ᾿ ἔστειλε;
– Ὁ Κωλέτης κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος.
– Ἐκεῖνοι παίρνουν μιστὸν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ χίλιες δραχμές, καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκες. Ἐμεῖς τίποτα δὲν παίρνομεν καὶ προσμένομεν. Ἡ Κυβέρνηση διόρισε μίαν ἐπιτροπὴ διὰ νὰ κυτάξη τοῦ κάθε ἀγωνιστοῦ τὰ δίκια του. Δὲν προσμένομεν τί θὰ κάμη ἡ ἐπιτροπή; Κι᾿ ἂν ἀδικηθοῦμεν, τότε ἀναφέρνεται ὁ καθεὶς μ᾿ ἀναφορά του εἰς τὸν Βασιλέα καὶ μίαν βολὰ κι᾿ ἄλλη κι᾿ ἄλλη· καὶ σὰν ἰδοῦμε ἡ δικαιοσύνη ἐχάθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι᾿ αὐτά.
Κάθε ᾿μέρα θὰ κάνετε ἐσεῖς τοὺς σκοποὺς τοῦ Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου κι᾿ ἀλλουνῶν – καὶ νὰ καῖμε ἐμεῖς τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ σκοτωνώμαστε; Ὅταν ὑποκινοῦσαν κάθε καιρὸν ἀπὸ ῾ναν ἐφύλιον πόλεμον, δὲν ἤξεραν ὅτι τέτοια ἀγαθὰ θ᾿ ἀπολάψωμεν; Δὲν θυμῶνται εἰς τὴν Συνέλεψη τῆς Πρόνοιας ὁποῦ πλέρωσαν τὸ Ζέρβα κι᾿ ἄλλους καὶ δέσαν τοὺς πληρεξούσιους, τέτοια καλὰ θὰ ἰδοῦμεν; Καὶ θέλουν τώρα ἄλλος νὰ μᾶς κάνη Ἄγγλους, ἄλλος Γάλλους κ᾿ ἄλλος Ρούσσους; Ἐγὼ θέλω νὰ τοὺς προσφέρω μόνον σέβας ὁλουνῶν αὐτεινῶν τῶν εὐεργέτων καὶ νὰ τηράξω τὴν πατρίδα ὁποῦ γεννήθηκα καὶ τὸν Βασιλέα ὁποῦ ᾿ταν τῆς τύχης της νὰ βασιλέψη. Ἐμεῖς ἀκόμα δὲν εἴδαμεν τὸ κακό του, οὔτε τὸ καλό του. Δὲν προσμένομεν; Τί βιάζεστε; Ἐσὺ τί θέλεις, κερατά, καὶ οἱ ἄλλοι οἱ μπερμπάντες –ὅλο αὐτὰ θά ᾿χωμεν;»
Πῆρα ἕνα γερὸ ξύλο καὶ τὸ ᾿δωσα ἕναν δαρμὸν καλὸν καὶ τὸν ἔβγαλα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου