Παπα-Τύχων ὁ Ἁγιορείτης
Εἶχε γερὴ κράση ὁ
Γέροντας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἄσκηση εἶχε ἐξαντληθῆ. Ὅταν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς «τί
κάνεις, Γέροντα, εἶσαι καλά;», ἀπαντοῦσε:
- Δόξα σοι ὁ Θεός,
καλὰ εἶμαι, παιδί μου. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄρρωστος, ἀλλὰ ἀδυναμία ἔχω.
Πολὺ στενοχωριόταν,
ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο νέο, καὶ περισσότερο ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο
Καλόγηρο, ἐπειδὴ δὲν ταιριάζουν τὰ πάχια μὲ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Μιὰ μέρα τὸν ἐπισκέφτηκε
ἕνας λαϊκὸς πολὺ χονδρὸς καὶ τοῦ λέει:
- Γέροντα, ἔχω
πόλεμο σαρκικὸ μὲ βρώμικους λογισμούς, ποὺ δὲν μ' ἀφήνουν καθόλου νὰ ἡσυχάσω.
Ὁ Πάπα - Τύχων τοῦ
εἶπε:
- Ἐάν, παιδί μου, ἐσὺ
θὰ κάνης ὑπακοή, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἐγὼ θὰ σὲ κάνω Ἄγγελο. Νὰ λές, παιδί
μου, συνέχεια τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καὶ νὰ περνᾶς ὅλες
τὶς ἡμέρες μὲ ψωμὶ καὶ νερό, καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ νὰ τρῶς φαγητὸ μὲ
λίγο λάδι. Νὰ κάνης καὶ ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα μετάνοιες τὴν νύκτα καὶ νὰ διαβάζης
μετὰ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας καὶ ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ
Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας.
Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες,
ποὺ τὸν ξαναεπισκέφτηκε, ὁ Γέροντας δὲν μπόρεσε νὰ τὸν γνωρίση, γιατὶ εἶχαν
φύγει ὅλα τὰ περίσσια πάχια, καὶ μὲ εὐκολία πιὰ χωροῦσε ἀπὸ τὴν στενὴ πόρτα τοῦ
Ναοῦ του. Ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε:
- Πῶς περνᾶς τώρα,
παιδί μου;
Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε:
- Τώρα νιώθω
πραγματικὰ σὰν Ἄγγελος, γιατὶ δὲν ἔχω οὔτε σαρκικὲς ἐνοχλήσεις οὔτε καὶ
βρώμικους λογισμοὺς καὶ αἰσθάνομαι πολὺ ἐλαφρός, ποὺ ἔφυγαν τὰ πάχη.
Ἐκτός, φυσικά, ἀπὸ
τὴν μεγάλη πεῖρα ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, εἶχε λάβει καὶ θεῖο φωτισμὸ ἀπὸ τοὺς
μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Μετὰ ἀπὸ τὶς νουθεσίες του ἐπακολουθοῦσαν οἱ
προσευχές του, ποὺ τὶς αἰσθάνονταν οἱ ἐπισκέπτες ἔντονα, ὅταν ἔφευγαν. Τὸ
πετραχῆλι σχεδὸν ποτὲ δὲν τὸ ἔβγαζε, γιατὶ πολλὲς φορὲς τὸ σήκωνε ἀπὸ τὸν ἕναν ἄνθρωπο
καὶ τὸ ἅπλωνε στὸν ἄλλον καὶ ἔπαιρνε τὶς ἁμαρτίες ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ
τοὺς ξαλάφρωνε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Ἐξομολογήσεως. Τὶς ἐξομολογήσεις, ποὺ
τοῦ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, τὶς ξεχνοῦσε ἀμέσως καὶ ἔτσι ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
πάντοτε καλοὺς καὶ ὅλο καλοὺς λογισμοὺς εἶχε γιὰ ὅλους, γιατὶ εἶχε ἐξαγνισθῆ πιὰ
ἡ καρδιά του καὶ ὁ νοῦς του.
Κάποτε τὸν εἶχε
ρωτήσει ἕνας Ἡγούμενος:
-Γέροντα, ποιός ἀδελφὸς
εἶναι πιὸ καθαρὸς μέσα στὸ Κοινόβιο;
Ὁ Πάπα - Τύχων ἀπήντησε:
- Ἅγιε Καθηγούμενε,
ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι καθαροί.
Ποτὲ δὲν πλήγωνε ἄνθρωπο,
ἀλλὰ τοῦ θεράπευε τὰ τραύματα μὲ τὸ βάλσαμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε στὴν
πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, ἐσένα ὁ
Χριστὸς σὲ ἀγαπάει, σὲ συγχώρεσε. Ὁ Χριστὸς ἀγαπάει περισσότερο τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ποὺ μετανοοῦν καὶ ζοῦν μὲ ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε τὴν
ταπείνωση καὶ ἔλεγε χαρακτηριστικά:
- Ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος
ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Κάθε πρωΐ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν κόσμο
μὲ τὸ ἕνα χέρι, ἀλλ' ὅταν ἰδῆ κανέναν ταπεινὸ ἄνθρωπο, τὸν εὐλογεῖ μὲ τὰ δύο
Του χέρια. Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μεγαλύτερη ταπείνωση, εἶναι ὁ
μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους.
Ἐπίσης, ἔλεγε γι' αὐτοὺς
ποὺ παρθενεύουν πὼς πρέπει νὰ ἔχουν καὶ ταπείνωση, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν σώζονται
μόνο μὲ τὴν παρθενία, διότι ἡ κόλαση εἶναι γεμάτη καὶ ἀπὸ ὑπερήφανους
παρθένους.
- Ὅταν καυχᾶται
κανεὶς ὅτι εἶναι παρθένος, ἔλεγε, θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἐπειδὴ δὲν ἔχεις καὶ
ταπείνωση, πήγαινε στὴν κόλαση». Ἐνῶ σ' ἐκεῖνον ποὺ ἦταν ἁμαρτωλὸς καὶ
μετανόησε καὶ ζῆ ταπεινὰ μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός,
θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ στὸν γλυκὸ Παράδεισο».
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου