Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης
Αὐτοὶ εἶναι οἱ
λόγοι ποὺ σπρώχνουν τὸν Μακρυγιάννη νὰ ὀργανώσει τὴ συνωμοσία ποὺ καταλήγει στὸ
Σύνταγμα τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Ὁρκίζει σ᾿ ὅλο τὸ κράτος. Ἰδοὺ πῶς ὁρκίζει. Ἡ σκηνὴ
εἶναι στὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη ἕνα βράδυ· ἕνας ἀγωνιστὴς κάθεται μαζί του· καθὼς
τσουγκρίζουν τὰ ποτήρια, ἡ κουβέντα τελειώνει ἔτσι:
»- Ποῦ τὸ τσάκισες
αὐτὸ τὸ χέρι;
»- Στὸ Μεσολόγγι,
μοῦ λέγει.
»- Ποῦ τὸ τσάκισα ἐγὼ
αὐτό;
»- Στοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ.
»- Γιατί τὰ
τσακίσαμε;
»- Γιὰ τὴ λευτεριὰ
τῆς πατρίδος.
»- Ποῦ 'ναι ἡ
λευτεριὰ κι ἡ δικαιοσύνη; Σήκω ἀπάνου!
»-Τὸν παίρνω καὶ πᾶμε
καὶ τὸν ὁρκίζω.
Καὶ γίνεται τὸ
Σύνταγμα καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν πολιτικῶν καὶ ἐξευτελίζεται, κι ὁ
Μακρυγιάννης ὁλοένα ἀποτραβιέται ἀπὸ τὸν κόσμο.
«Ὅσοι ἔχουν τὴν
τύχη μας σήμερο στὰ χέρια τους» γράφει κατὰ τὸ 1851 «ὅσοι μας κυβερνοῦν,
μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τό 'χουν σὲ δόξα, τό 'χουν σὲ
τιμή, τό 'χουν σὲ ἰκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπεῖς ὅτι ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν
τόσα κακὰ στὴν πατρίδα. Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Ὅσοι
εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοι τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας».
Καὶ πάλι:
«Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε
καὶ τί κάμετε στὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πὼς
κάτι ἤσασταν. Κι εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸ
Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ ‘Γκρανσινιόρη´. Ὅσο ἔβλεπαν
τὸ τζαμὶ στὴ Βιένα σκιάζονταν κι ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγει καὶ παραμέσα καὶ φκιάσει
κι ἄλλα τζαμιά. Κι ἀπὸ αὐτὸ τὸ φόβο κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρο. Κι ὅταν βγῆκαν
μία χοῦφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης
μαστόρους νὰ χτίσει τζαμιά· ὅτι θὰ πέσουν κι αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ
Τοῦρκος». Καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως
καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξει μ᾿ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς, ποὺ
δὲν ἀφήσατε κανένα κουσοῦρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ποὺ εἴμαστε».
«Αἱ πληγαὶ συχνὰ ἠνοίγοντο
αἱμορροοῦσαι» γράφει ὁ γιατρὸς Γούδας ποὺ μίλησε στὴ κηδεία του· «ὁ ἐξ αὐτῶν
πυρετὸς κατεβίβρωσκεν αὐτόν. Βαρεῖαι νόσοι ἐπήρχοντο, ἡ δὲ ἀνάρρωσις ἐγένετο
βραδυτάτη. Ταῦτα ἦσαν τὰ ἀγαθὰ ὧν ἔλαχεν ὁ Μακρυγιάννης ὡς ἀμοιβὴν τῶν ὑπὲρ
πατρίδος ἐξόχων ὑπηρεσιῶν αὐτοῦ. Πληγαὶ καὶ ἀσθένειαι πολυώδυνοι καὶ μετ᾿ αὐτῶν
πενία δυσθεράπευτος ὡς ἐκεῖναι».
Οἱ πληγὲς τοῦ
κεφαλιοῦ, ποὺ πῆρε στὴ μάχη τοῦ Σερπετζέ, τὸν κάνουν κάποτε ἔξαλλο. Τρεῖς μέρες
προτοῦ τὸν πᾶνε στὶς φυλακὲς τοῦ Μεντρεσέ, μὴ ἔχοντας ἄλλον κριτὴ νὰ τὸν
δικαιώσει, ὅπως στὰ νιάτα του στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁϊγιάννη, κάθεται καὶ γράφει στὸν
ἴδιο τὸ Θεό:
«Καὶ δὲ μᾶς ἀκοῦς
καὶ δὲ μᾶς βλέπεις [...]. Καὶ νὰ σκούζω νύχτα καὶ μέρα ἀπὸ τὶς πληγές μου. Καὶ
νὰ βλέπω τὴ δυστυχισμένη μου φαμίλια καὶ τὰ παιδιά μου πνιγμένα στὰ κλάματα καὶ
ξυπόλυτα. Καὶ ἕξι μῆνες φυλακωμένος σὲ δυὸ ἀδρασκελιὲς κάμαρη. Καὶ γιατρὸ νὰ μὴ
βλέπομε, οὔτε ν᾿ ἀφήνουν κανένα νὰ πλησιάσει νὰ μᾶς ἰδεῖ. [...]. Ὅλοι θέλουν νὰ
χαθοῦμε. Μᾶς κάνουν ἀνάκρισες ὁλωνῶν, κατ᾿ οἶκον ἔρευνα σπίτια, κατώγια,
ταβάνια, κασέλες, εἰκόνες δικές σου [...]. Καὶ στὶς 13 τουτουνοῦ τοῦ μῆνα [...]
ἦρθε ὁ μοίραρχος μὲ τὴ στολή του, ὅπου μᾶς φύλαγε, καὶ μοῦ λέγει νὰ πάγω στὴ
φυλακὴ τοῦ Μεντρεσέ, ὅπου φυλακώνουν τοὺς κακούργους...».
Δὲν εἶναι πολλὰ
χρόνια, ψάχνοντας στὸ Ἐθνολογικὸ Μουσεῖο νὰ βρῶ ἐνθύμια του Μακρυγιάννη, εἶδα τὸ
γύψινο ἀποτύπωμα τοῦ νεκροῦ κεφαλιοῦ του. Ἦταν σὰν ἕνα μαραγκιασμένο μῆλο ἢ ἕνα
πετράδι τῆς ἀκρογιαλιᾶς, βαθιὰ γλυμμένο ἀπὸ τὸ ἀκαταπόνητο κῦμα, λίγο
μεγαλύτερο ἀπὸ μία γροθιά. Αὐτὸ τὸ ταλαίπωρο πρᾶγμα ἦταν ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει, τὴν
ὥρα τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν ὡραία καὶ τὴν εὐγενικιὰ μορφὴ τοῦ μεγαλόψυχου ἄντρα.
Γιῶργος Σεφέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου