Ὁ Θεόφιλος
Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε
ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια,
καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν
κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι
δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ
τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ
χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία
τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα,
συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ
ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ
τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ
χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.
Συλλογίζομαι πὼς
μιλῶ ἴσως ἄσκημα· πὼς ἡ συγκίνησή μου μπορεῖ νὰ νομιστεῖ ἀκρισία. Καὶ ὅμως εἶναι
μιὰ συγκίνηση ποὺ προσπαθῶ νὰ ἐλέγξω ἐδῶ καὶ δεκατρία χρόνια, ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐποχὴ
ποὺ ὁ Ἀντρέας Ἐμπειρίκος μοῦ ἔδειξε, μὲ ἄπειρη εὐλάβεια, ζωγραφιὲς τοῦ
Θεόφιλου. Ἀπὸ τότε, κάθε καινούριο ἀντίκρισμα ἦταν σὰν ἐκείνη τὴν πρώτη φορά,
κάτι σὰ νὰ ἔπεσε ὁ τοῖχος μιᾶς πληχτικῆς κάμαρας· αὐτῆς τῆς τόσο καταθλιπτικῆς
ζωγραφικῆς ποὺ τόσο συχνὰ καὶ μὲ τόση εὐκολία ἐπιτυχαίνουμε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς
Παλιγγενεσίας. Ἡ ἴδια συγκίνηση, ὅπως ὅταν πρωτοδιάβασα τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ
Μακρυγιάννη.
Δὲν ἔχω διόλου τὴν ἐπιθυμία
νὰ μειώσω τοὺς μορφωμένους μὲ τοὺς ἀμόρφωτους, μήτε νὰ ὑποστηρίξω πὼς ἡ ἄσκηση
καὶ ἡ μάθηση εἶναι πράγμα βλαβερό. Ὅπως τόσοι ἄλλοι φίλοι του ζωγράφου μας, πολὺ
πιὸ ἱκανοὶ καὶ πιὸ ἁρμόδιοι σ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα ἀπὸ ἐμένα, τὸ ἀντίθετο πιστεύω.
Γιατί μόρφωση καὶ μάθηση εἶναι ἄσκηση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἄσκηση τῆς ζωῆς ἔχει πολλὰ
νὰ κερδίσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν τὸν Θεόφιλο ποὺ βρῆκαν τὸ δρόμο τους ψηλαφώντας,
μόνοι μέσα στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια μιᾶς πολὺ καλλιεργημένης, καθὼς νομίζω, ὁμαδικῆς
ψυχῆς ὅπως εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας. Ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει· καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα
νὰ μάθει πὼς νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὴ μισὴ μόρφωση καὶ ἀπὸ τὴ μισὴ μάθηση ποὺ καταντᾶ
στρέβλωση καὶ νάρκη. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ θὰ μοῦ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ παραδεχτῶ πὼς
εἶναι ἀμόρφωτος ὁ Θεόφιλος, μήτε κἂν εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικό. Σὲ τέτοια
συμπεράσματα μᾶς ὁδηγεῖ, τουλάχιστο καθὼς πιστεύω ἡ τόσο ἰδιότροπη διαμόρφωση τῆς
ἑλληνικῆς ἔκφρασης. Ἕνα λαϊκὸ τραγούδι λ.χ. ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ στόματα «τῶν
θεραπαινίδων», ὅπως ἔλεγαν, ὁ Ἐρωτόκριτος, γίνεται ἀγκωνάρι στὴν ποιητικὴ
δημιουργία τοῦ Σολωμοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ καλλιεργημένους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης.
Καὶ τὰ δυὸ σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πεζοῦ λόγου εἶναι, τὸ ἕνα ἡ
Γυναίκα τῆς Ζάκυθος αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντα τῆς μόρφωσης, τὸ ἄλλο τὰ Ἀπομνημονεύματα
τοῦ «πώποτε μὴ ἀναγνώσαντος» Μακρυγιάννη. Στὴ ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ἕνας
νοῦς, ὅπως ὁ Θεοτοκόπουλος, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὴν τέχνη του μπροστὰ στὸ
μεγάλο ἱεροεξεταστή, καὶ κάποτε ἕνας Θεόφιλος, ὁ ἀλλόκοτος φουστανελᾶς, ποὺ
γυρίζει στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὰ πινέλα στὸ σελάχι του, καὶ
οἱ γυναῖκες τόνε φωνάζουν τρελὸ καὶ «ἀχμάκη».
Γιῶργος Σεφέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου