Ἦθος καὶ φρόνημα τοῦ Ἱεροψάλτου
Τὸ τυπικό της ΜΧΕ
στὸ περὶ ψαλτῶν προλογικὸ σημείωμά του, ἀναφέρει ὅτι πρέπει νὰ ψάλλουν «οἱ
μουσικῆς ἔμπειροι καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως γνώσται» (ΙΕ´ Κανὼν τῆς ἐν
Λαοδικείᾳ τοπικῆς Συνόδου), τότε ἐπικρατεῖ «εὐταξία καὶ συγκίνησις» ἐνῷ ὅταν τὴν
ψαλμῳδία ἀναλαμβάνει ὁ «τυχὼν ἀμαθὴς καὶ ἄμουσος», τότε ἡ «ἀταξία καὶ ἡ
χασμωδία» προκαλοῦν τὴν εὔλογο δυσφορία καὶ τὶς δικαιολογημένες διαμαρτυρίες τοῦ
ἐκκλησιάσματος. (Γ. Ἀγγελινάρας).
Οἱ πρόχειροι καὶ ἄτεχνοι
αὐτοσχεδιασμοί, οἱ παραποιήσεις μουσικῶν κειμένων, δυσφημίζουν τὴ μουσικὴ τῆς ἐκκλησίας
μας καὶ ἐπιφέρουν ἀνυπολόγιστες βλάβες σ᾿ αὐτὴ τὴ μεγάλη μουσικὴ κληρονομιὰ τοῦ
Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἰδιόρρυθμα φωνητικὰ
τεχνάσματα, αὐθαίρετες διασκευὲς καὶ ὑπερβολικοὶ μελῳδικοὶ γλυκασμοί, ὅπως ἔλεγε
ὁ λόγιος Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, δὲν εὐφραίνουν τὴν ψυχὴ καὶ δὲν κρατοῦν
νηφάλιο τὸ πνεῦμα τοῦ προσευχομένου, διότι προκαλοῦν τὴν ἀποχαύνωση καὶ τὴ
διάσπαση τῆς προσοχῆς. Ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει τὸ θεολογικὸ
μήνυμα τοῦ ψαλλομένου ὕμνου, τὸν ὁποῖο ἐκλαμβάνει ὡς ἕνα εὐχάριστο ἄκουσμα, ἀλλὰ
χωρὶς κανένα πνευματικὸ περιεχόμενο.
Πολλοὶ ἱεροψάλτες
καὶ μουσικοδιδάσκαλοι ποὺ διαθέτουν ζῆλο ἄνευ ἐπιγνώσεως, χάριν δῆθεν ποικιλίας
παραχαράσσουν καὶ ἀλλοιώνουν βάναυσα τὶς ἀπὸ αἰώνων καθιερωμένες μελῳδίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν
ὕμνων χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι διαπράττουν «μουσικὴν κακουργίαν», κατὰ τὴν
ρῆσιν τῶν παλαιῶν μουσικοδιδάσκαλων. (Γ. Ἀγγελινάρας). Δὲν πρέπει νὰ μετατραπεῖ
τὸ ἔργο του, τὸ διακόνημά του σὲ ἐπάγγελμα καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾷ ὅτι ἡ ψαλτικὴ
τέχνη εἶναι λειτούργημα καὶ ὅτι σκοπός του εἶναι νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὸ
Θεό. Ἄλλως ὑπηρετεῖ ἀρνητικὰ τὴ λατρεία καὶ κινδυνεύει νὰ ἀποβεῖ «χαλκὸς ἠχῶν ἢ
κύμβαλον ἀλαλάζον» καὶ ἀντὶ νὰ προσελκύει τοὺς πιστοὺς στὴν κοινὴ λατρεία καὶ
προσευχή, τοὺς ἀπωθεῖ μέχρι τέτοιου σημείου ὥστε νὰ φύγουν ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησία. Καὶ
ἔτσι ἁμαρτάνει ὁ ἴδιος, ἡ προσευχὴ τοῦ δηλαδὴ μετατρέπεται σὲ ἁμαρτία: «καὶ ἡ
προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν...» (Ψαλμ. ΡΗ, 7).
Περιττὸ νὰ
τονίσουμε ὅτι ὁ ἱεροψάλτης πρέπει νὰ ἔχει χριστιανικὸ ἦθος καὶ ἐκκλησιαστικὸ
φρόνημα ὥστε νὰ ἑρμηνεύει σωστὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ φρόνημα τῶν ὕμνων τοὺς ὁποίους
ψάλλει καὶ νὰ εἶναι ὑπόδειγμα καλοῦ χριστιανοῦ μέσα στὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι
ἡ ἐπίδρασή του εἶναι ἄμεση καὶ δυναμική, διότι δὲν φτάνει νὰ ψάλλει ὡραῖα καὶ
κατανυκτικὰ τὰ τροπάρια τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ νὰ βιώνει καὶ νὰ ἐφαρμόζει στὴ
ζωή του τὰ ἠθικά τους παραγγέλματα καὶ νοήματα.
Γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν
οἱ ἀκρότητες, οἱ αὐτοσχεδιασμοὶ καὶ οἱ αὐθαιρεσίες, θὰ ἦτο εὐχῆς ἔργον - ὅπου ὑπάρχουν
δυνατότητες - νὰ καλλιεργηθεῖ ἡ ἀπὸ χοροῦ ψαλμῳδία, ἡ συγκρότηση δηλαδὴ πολυμελῶν
βυζαντινῶν χορῶν. Ἡ χορικὴ ψαλμῳδία ἐκ μέρους τῶν ψαλτῶν θὰ ἀποβεῖ μία ὑψηλὴ
διακονία στὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ στὰ τελούμενα ἐντὸς αὐτοῦ.
Πρωτοπρεσβύτερος Χρῖστος Δ.
Κυριακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου