Ἤμουν στό
Ναυτικό τό 1952 καί βρισκόμουνα στήν Πλατεία Κλαυθμῶνος, ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα.
Οἱ νεότεροι δέν γνωρίζουν πάρα πολλά ἀπό τά παλιά καί ἀποροῦν ὁπόταν ἀκοῦν
ὁρισμένα γεγονότα τοῦ τότε.
Ἐκείνη τή
στιγμή ἔπεφτε ὁ ἥλιος καί θά γνωρίζετε ὅτι μέ τή δύση του, γίνεται ὑποστολή τῆς
σημαίας. Τότε τό Ὑπουργεῖο Ναυτικοῦ ἦταν ἐκεῖ καί ἡ σημαία κυμάτιζε ἀκόμα στό
κτήριο. Σήμερα εἶναι ἄλλες ὑπηρεσίες τοῦ Ναυτικοῦ.
Τότε, πάντα
κάθε πρωί, θά θυμοῦνται οἱ παλιοί, γινόταν ἔπαρση σημαίας καί σταματοῦσαν τά
πάντα, ὅπως καί στή δύση τοῦ ἡλίου γινόταν ὑποστολή. Ἦταν στιγμές ὡραῖες,
ἀπίθανες, πού ζοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι. Τό ἄγημα ἀποδόσεως τιμῶν στόν χῶρο του,
καί ἀκοῦμε τόν σαλπιγκτή νά δίνει τό σύνθημα γιά τήν ὑποστολή τῆς σημαίας.
Τό ἄγημα
παρουσιάζει ὃπλα. Ὁ ἀξιωματικός χαιρετᾶ καί παίζεται ὁ Θούριος. Ὅλοι οἱ
παριστάμενοι ἐκεῖ καί οἱ περαστικοί, ὅπως καί ἐγώ, σταθήκαμε σέ στάση προσοχῆς.
Ἀποδίδεις μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν τιμή στό ἱερό μας σύμβολο, στή γαλανόλευκη
σημαία.
Ἐκείνη τή
στιγμή πού ὁ ἁρμόδιος ἀξιωματικός χαιρετᾶ, ἡ ματιά του πέφτει λοξά καί βλέπει
κάτι παράξενο, καί ἡ ψυχή του ταράζεται, γι̉ αὐτό πού θά σᾶς πῶ παρακάτω.
Τελειώνοντας ἡ
διαδικασία τῆς ὑποστολῆς τῆς σημαίας, οἱ διαβάτες συνεχίζουν τόν δρόμο τους,
ἐνῶ ἐγώ παρέμεινα ἀπό συνήθεια λίγο ἀκόμα. Τότε βλέπω τόν νεαρό ἀξιωματικό νά
κατευθύνεται θυμωμένος πρός ἕνα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε ἡ
πλατεία ἦταν κενή καί στίς γωνίες ἦταν πάντα στιλβωτές (λοῦστροι) καί
καστανάδες, πού μᾶς λείπουν τώρα.
Καί τοῦ εἶπε: «γιατί
δέν σηκώθηκες ὄρθιος γιά νά τιμήσεις τή σημαία μας, δέν ἔχεις φιλότιμο κ.λπ.».
Ὁ ἄνθρωπος
ἔμεινε βουβός, ἐγώ παρακολούθησα ἔντρομος καί φοβερά συγκλονισμένος τό τί
ἔγινε. Μετά βλέπω τόν καστανά ὅτι ἔγινε κατακόκκινος καί ἄρχισε νά τρέμει.
Ἤθελε νά φωνάξει, ἀλλά βλέπω μέ ἔκπληξη ὅτι συγκρατεῖται και σκύβοντας τό
κεφάλι του ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς.
Ὅμως
συνέρχεται γρήγορα, σκουπίζει τά δάκρυά του καί μέ πολλή δύναμη τῶν χεριῶν του
(αὐτά ἦταν γερά) στυλώνει τό σῶμα του δυνατά, σπρώχνει τόν πάγκο του μέ τά
κάστανα μπροστά καί φωνάζει μέ ὅλη τήν ψυχή του, στόν νεαρό ἀξιωματικό δυνατά
«Πῶς νά σηκωθῶ κύριε; Τῆς τά ἔδωσα τῆς Πατρίδας καί τά δύο» καί σηκώνει τά
μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ ὁπού φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω ἀπό τά γόνατα.
Καί ξαναρχίζει
νά κλαίει. Ὁ κόσμος, ὅπως καί ἐγώ, γύρω του κλαίει καί χειροκροτεῖ, ὅμως
περισσότερο ἀπό ὅλους κλαίει ὁ νεαρός ἀξιωματικός.
Ἔχουν περάσει
περίπου 60 χρόνια, ὃμως θυμᾶμαι τί ἀκολούθησε. Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε κάτι τό
ἀλησμόνητο, μιά φοβερή σκηνή. Ὁ ἀξιωματικός σκύβει καί ἀγκαλιάζει καί φιλᾶ τόν
καστανά, καί στή συνέχεια στέκεται εὐθυτενής μπροστά στόν ἥρωα καί φέρνει τό
δεξί του χέρι στήν ἄκρη τοῦ γείσου τοῦ πηλικίου του καί τόν χαιρετᾶ
στρατιωτικά.
Τοῦ ἀπονέμει
«τάς κεκανονισμένας τιμάς» πού δέν μπόρεσε ἐκεῖνος τυπικά νά ἀποδώσει στή
σημαία μας, γιατί τῆς χάρισε καί τά δύο πόδια στά βορειοηπειρωτικά βουνά μας
γιά νά μπορεῖ νά κυματίζει σήμερα ψηλά ἡ κυανόλευκη σημαία σέ λεύτερη πατρίδα.
Καί οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, νά μποροῦν νά πηγαίνουν μέ γρήγορο βῆμα στίς εἰρηνικές ἀπασχολήσεις τους, χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστά ἀπό ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τόν Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καί νά ̉χει. Ἄλλοι δέν μιλοῦν, ἄλλοι ὅμως εἰρωνεύονται.
Γι̉ αὐτό οἱ νέες γενιές πρέπει νά μάθουν, νά διδαχθοῦν ἀπό τήν οἰκογένεια καί τό Σχολεῖο γιά τό Ἔπος τοῦ 1940.
Γιά τό καλό
τῆς Πατρίδας μας.
Δημήτρης Ντούλιας
Πλωτάρχης Π.Ν.
Τετράδιο 154 * 'Ιανουάριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου