Εἴμαστε στὰ συγκαλά
μας;
Πολλοὶ λένε πὼς εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας ζηλωτὴς ποὺ βρίσκεται «ἐκτὸς τῆς
πραγματικότητος», ἕνας μονομανής, ποὺ θέλει κάποια πράγματα ποὺ δὲν γίνουνται
καὶ ποὺ τὰ παρακάνει καὶ τὰ παραλέγει. Ἔχουνε δίκηο νὰ λένε πὼς εἶμαι φανατικὸς
καὶ ζηλωτής. Μὰ ὅποιος εἶναι ζηλωτὴς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια εἶναι
συγχωρημένος. Φωνάζω καὶ στεναχωριέμαι, γιατὶ ἡ φυλή μας χάνει τὰ ἀληθινὰ
πράγματα καὶ παίρνει τὰ ψεύτικα, κι ἔτσι δὲν χαίρεται τὰ τόσα πνευματικὰ πλούτη
ποὺ κληρονόμησε καὶ δὲν θρέφεται ἀπὸ τὸ ἀντρειωμένο καὶ ζωογόνο ἑλληνικὸ γάλα,
ποὺ ἔθρεψε κι ἀγρίμια ἀκόμα καὶ τὰ ‘κανε ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ γάλα δὲν εἶναι τῆς
δικῆς μου μάνας, μὰ τῆς μάνας ὁλονῶν μας, ποὺ τ’ ἀρνηθήκανε ὅσοι σᾶς δίνουνε νὰ
πιῆτε ἀντὶ γιὰ γάλα τὸ φαρμάκι τῆς ψευτιᾶς, ποὺ τὴ λένε «πρόοδο», «ἐξέλιξη»,
«κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ.
Ἐγὼ στενοχωριέμαι γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ μένα, γιατί ἐγὼ ἔχω αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχετε,
μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μου μοναχά, ἀλλὰ δικό μας. Καὶ γιατί, τάχα, θὰ ὑπόφερνα,
ἂν δὲν ἀγαποῦσα τ’ ἀδέλφια μου, καὶ δὲν φοβόμουνα μὴν χάσουνε τὸν θησαυρό; Οἱ
γενεὲς ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ πίσω μας, σὰν θάλασσες ἀπὸ τὸ πέλαγο, γιατί νὰ ζήσουνε
μὲ τὴν ψευτιὰ καὶ νὰ μὴν ζήσουνε ἀληθινά, γιατί νὰ εἶναι πεθαμένοι-ζωντανοί, ἀφοῦ
ἡ ζωὴ μὲ τὴν ψευτιὰ δὲν συνταιριάζουνται; Λένε, πὼς τὰ παραλέγω. Μακάρι νά τα
παράλεγα κι ἂς ἔβγαινα γελασμένος. Μὰ βλέπω καθαρά, πὼς μέρα μὲ τὴ μέρα τὸ
πνευματικὸ αἷμα φεύγει ἀπὸ τὴν ὄψη τῆς φυλῆς μας, τὸ βλέπω καὶ πικραίνουμαι, ὅπως
βλέπει ἡ μάνα τὸ παιδί της ποὺ μαραζώνει.
Τί παρακάνω καὶ τί παραλέγω; Δὲν βλέπετε πὼς παραπατᾶμε, σὰν ζαλισμένοι,
καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ πᾶμε; Ἡ ξενομανία μᾶς ἔδερνε πάντα, ἀφοῦ κι ὁ Παυσανίας
γράφει: «Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τ’ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα». Μὰ, τώρα, σὰν
νὰ χάσαμε ὁλότελα τὰ φρένα μας, λὲς κ’ ἤπιαμε τὸ Τρελλὸ Νερό, ποὺ λέγει ἕνας μῦθος
ἀνατολίτικος, καὶ λέμε τὸ ψεύτικο ἀληθινό, τὸ νόστιμο ἄνοστο, τὸ μαῦρο ἄσπρο.
Καὶ μὲ ὅλο ποὺ πάθαμε αὐτὴ τὴν ξενομανιακὴ τρέλλα, ὡστόσο, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν
τόπο μας, τὸ αἷμα μας καὶ τὰ δικά μας, θέλουμε νὰ συμβιβάσουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη
μας μὲ τὴν τρέλλα μας (δηλαδὴ μὲ τὴ ματαιοδοξία μας), καὶ πᾶμε σὰν τὸ καράβι ποὺ
δὲν ἔχει τιμόνι, μὰ ποὺ θέλει σώνει καὶ καλὰ νὰ ἰσάρει ὅλα τὰ πανιά του, γιὰ νὰ
τσακισθεῖ πιὸ γλήγορα ἀπάνω στὶς ξέρες!
Εἴμαστε σὰν τοὺς παλιοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἀρνηθήκανε τὸν Θεό τους καὶ
προσκυνοῦσαν τόν Βάαλ, μὰ ποὺ φοβόντανε κιόλας μὴν τοὺς παιδέψει ὁ Ἰεχωβᾶ, κι ὁ
προφήτης Ἠλίας τούς μάλωνε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ’ ἀμφοτέραις
ταῖς ἰγνύαις;», «ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε, πότε ἀπὸ τὸ ‘να τὸ ποδάρι καὶ πότε ἀπὸ
τ’ ἄλλο; Ἂν εἶναι θεὸς ὁ Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, ἂν εἶναι ὁ θεὸς ὁ Ἰεχωβᾶ
πηγαίνετε ξοπίσω ἀπ’ αὐτόν». Ἔτσι κ’ ἐμεῖς, θέλουμε νὰ τὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀταίριαστα
καὶ τὸ χάλι μας εἶναι ἐλεεινό. Ἀγαπᾶμε τὴν Ἑλλάδα, πονᾶμε τὸν τόπο μας, δίνουμε
γι’ αὐτὸν τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ σιχαινόμαστε τὰ δικά μας πράγματα,
τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, εἴτε φυσικὰ εἶναι εἴτε τεχνητά, εἴτε συνήθειες, εἴτε
τραγούδια, εἴτε ψαλμωδίες, εἴτε εἰκονίσματα, καὶ θέλουμε τὰ ξενοφερμένα. Εἴμαστε,
λοιπόν, στὰ συγκαλά μας; Ρωτῶ νὰ μάθω.
Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου