Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

 


Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιό μου

Μᾶς ἀφηγεῖται σήμερα ἕνας ἱερέας του Βελιγραδίου τὸ ἀσυνήθιστο γεγονὸς μὲ μία ἐκδιδόμενη γυναῖκα στοὺς δρόμους τοῦ Βελιγραδίου. Μιὰ μέρα, λίγο πρὶν βραδιάσει, βάδιζε στοὺς δρόμους γιὰ τὴ «δουλειά» της. Καθὼς περνοῦσε δίπλα σ’ ἕναν κῆπο βλέπει ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἑτοιμάζεται νὰ ἀπαγχονιστεῖ. Ἔδεσε τὸ σχοινὶ στὸ κλαδὶ τοῦ δέντρου καὶ μὲ μιᾶς τὸ ἔβαλε γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του.

Ἡ γυναῖκα σβέλτα πήδησε πάνω ἀπὸ τὴν περίφραξη, τράβηξε τὸ μικρό της μαχαίρι ἀπὸ τὴν τσέπη κι ἔκοψε τὸ σχοινί, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὸ χῶμα λιπόθυμος. Τοῦ ἔκανε μαλάξεις ὥσπου συνῆλθε. Τότε τῆς εἶπε ὁ αὐτόχειρας: «Γιατί τό ’κανες; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω, δὲν ἔχω στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας μου, ἤθελα νὰ τελειώσω μ’ αὐτὴ τὴ μίζερη ζωή». Ἡ γυναῖκα ἔβγαλε ὅσα χρήματα εἶχε μαζί της καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε, ὑποσχόμενη ὅτι θὰ τὸν βοηθᾶ κι ἄλλο ὥσπου νὰ βρεῖ δουλειά. Καὶ συνέχισε ἡ γυναῖκα τὴ δική της ἄπρεπη δουλειὰ καὶ μέρος ἀπὸ τὰ κέρδη της ἀπ’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ πήγαινε σ’ ἐκεῖνον τὸν φτωχὸ καὶ τοῦ ἔδινε γιὰ νὰ συντηρηθεῖ. Ὅμως μετὰ ἀπὸ ἕξι ἑβδομάδες ἡ γυναῖκα ἔπεσε στὸ κρεβάτι βαριὰ ἄρρωστη. Τῆς κάλεσαν τὸν ἱερέα. Στὴν παρουσία τοῦ ἱερέα ἐκείνη, ἤδη ἑτοιμοθάνατη, ἄρχισε νὰ λέει: «Ὤ, ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, γιατί ἤρθατε σ’ ἐμένα; Μὰ δὲν ξέρετε πόσο βρώμικη καὶ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα εἶμαι ἐγώ;»

Λίγο μετὰ πάλι φώναξε: «Ὦ, Κύριε Χριστέ, μὰ κι Ἐσὺ ἦρθες σ’ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή; Γιὰ ποιό λόγο τὸ ἀξιώθηκα αὐτό; Μὰ μόνο μὲ τὸ ὅτι ἔσωσα ἐκεῖνον τὸν φτωχὸ ἀπ’ τὸν θάνατο; Ἀλίμονο σ’ ἐμένα τὴν ἀνάξια! Ὤ, πόσο εἶναι μεγάλο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!» Λέγοντας αὐτὸ ἄφησε τὴν ψυχή της καὶ τὸ πρόσωπό της ἔλαμψε σὰ νὰ φωτιζόταν μὲ κερί. Νὰ τί σημαίνει νὰ σώσεις τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου. Νὰ πῶς μία πράξη ἐλέους πρὸς τὸν πλησίον σκεπάζει πολλὲς ἁμαρτίες!

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου