Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

 


Ὁ Ἀμερικάνος (α)

Τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε τὸ μαγαζὶ ὡμοίαζε, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, μὲ βάρκαν, κατὰ τὸ φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην ὑπὸ τῶν κυμάτων τὴν μίαν πλευράν, μὲ τὸ ὕδωρ εἰσπηδῶν ἀπὸ τὴν κωπαστὴν καὶ περιρραντίζον τοὺς δυστυχεῖς ἐπιβάτας, ὅπου ὁ κυβερνήτης καὶ ὁ ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες καὶ λαμβάνοντες προστάγματα εἰς ἀκατάληπτον γλῶσσαν, ὁ μὲν ἰθύνων μετὰ βίας τὸ πηδάλιον, ὁ δὲ λύων καὶ δένων τὰ ἱστία, βοηθῶν διὰ τῆς κώπης ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, ἀμφότεροι τρέχοντες ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς τὴν πρῷραν, καταπτοοῦντες τοὺς ἀπειροτέρους τῶν ἐπιβατῶν, περιρραινομένους ἀπὸ τὸ ἀφρίζον κῦμα, ὀσφραινομένους ἐγγύθεν καὶ γευομένους τὴν ἅλμην. Ἐξημέρωναν δὲ Χριστούγεννα, καὶ ἕκαστος τῶν πελατῶν ἐπεθύμει νὰ κάμῃ τὰ ὀψώνιά του. Ὁ κὺρ Δημήτρης ὁ Μπέρδες ἔτρεχεν ἐμπρός, ὀπίσω, ἐκέρνα νοθευμένα τοὺς πελάτας, ἐπώλει ξίκικα εἰς τοὺς ἀγοραστάς, μὲ τὴν τρικυμίαν ἐσκορπισμένην εἰς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γαλήνην ταμιευμένην ἐν τῇ καρδίᾳ, γοητευόμενος ἀπὸ τὰς φωνὰς τῶν θαμώνων, ἐνθουσιῶν ἀπὸ τὸν κρότον τῶν κερμάτων, τῶν πιπτόντων διὰ τῆς ἄνωθεν ὀπῆς, ὡς τὰ στρουθία εἰς τὴν παγίδα, εἰς τὸ καλῶς κλειδωμένον συρτάρι του. Τὸ παιδί, ὁ δεκαπεντούτης Χρῆστος, ἀνεψιός του ἐξ ἀδελφῆς, δὲν ἐπρόφθανε νὰ γεμίζῃ φιάλας ἐκ τοῦ βαρελίου, νὰ κακοζυγίζῃ βούτυρον ἐκ τοῦ πίθου, νὰ κενώνῃ μέλι ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, μὲ τὴν ποδιὰν ὑψηλὰ εἰς τὸ στῆθος περιδεδεμένην, κ᾽ ἐξελαρυγγίζετο νὰ φωνάζῃ ἀμέσως! εἰς ὀκτὼ διαφόρους τόνους καὶ ὕψη· λέξιν τὴν ὁποίαν μὲ τὸν καιρὸν εἶχε κατορθώσει νὰ κολοβώσῃ εἰς ἀμές! εἶτα νὰ συντάμῃ εἰς ᾽μές! καὶ τέλος ν᾽ ἁπλοποιήσῃ εἰς ἔς!

Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ μαγαζείου ὅμιλος ἐκ πέντε ἀνδρῶν ἐκάθηντο κ᾽ ἔπιναν τὴν μαστίχαν των, πρὶν διαλυθῶσι καὶ ἀπέλθωσιν οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἦσαν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ διὰ ν᾽ ἀποπλεύσωσι, κ᾽ ἐδεξιοῦντο ἕνα συνάδελφόν των, ἐκείνην τὴν ἑσπέραν φθάσαντα αἰσίως μὲ τὴν σκούναν του, τὸν καπετὰν Γιάννην τὸν Ἰμβριώτην· ἔκαμαν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰν τὰ μουσαφιρλίκια, εἶτα ὁ καπετὰν Γιάννης ἠθέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς κάμῃ τὰ σαλαμετλίκια*. Εἶτα εἷς ἕκαστος τῶν φίλων ἐπροθυμήθη νὰ κάμῃ κ᾽ ἐκ δευτέρου τὰ μουσαφιρλίκια, καὶ πάλιν ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης ἐξανάκαμε τὰ σαλαμετλίκια. Ἕως ἐδῶ εὑρίσκοντο καὶ ὡμίλουν ζωηρῶς περὶ πραγμάτων τοῦ ἐπαγγέλματός των, περὶ ναύλων, κεσατίων, περὶ σταλίας, περὶ φορτώσεων κ᾽ ἐκφορτώσεων, περὶ ναυαγίων καὶ ἀβαριῶν. Ὁ καπετὰν Γιάννης διηγεῖτο διὰ μακρῶν τὰ τοῦ τελευταίου ταξιδίου του, καὶ εἶπεν ὅτι, ἀκουσίως του, ἕνεκα δυστροπίας τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἠναγκάσθη νὰ διατρίψῃ ἐπὶ ἡμέρας ἐν Βόλῳ, ὅπου εἶχε προσεγγίσει πρὸς μερικὴν ἐκφόρτωσιν.

― Ἄ! δὲν σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπ᾽ τὸ Βόλο, εἶπε.

―Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾽ τὸ Βόλο; ἠρώτησεν εἷς τῶν φίλων του.

― Δὲν ἠθέλησε νὰ ξεμπαρκάρῃ, ἔμεινε μὲς στὴ σκούνα. Τοῦ εἶπα νὰ τὸν πάρω μ᾽σαφίρη στὸ σπίτι, καὶ δὲ θέλησε.

― Καὶ γιὰ ποῦ πάει;

―Ἕως ἐδῶ, κατὰ τὸ παρόν. Τὸν ἠρώτησα, δὲν ἠθέλησε νὰ μοῦ πῇ.

― Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἐδῶ;

― Τί ἄνθρωπος εἶναι;

― Πῶς σοῦ φάνηκε; διεσταυροῦντο αἱ ἐρωτήσεις τῶν πλοιάρχων.

― Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξουραφισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένεια, κ᾽ ἔχει ἀφημένες μόνον τρίχες ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικάνος, μὰ ὄχι πάλι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος· τὰ ὀλίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμέικα, τὰ εἶπε μ᾽ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμέικα καὶ τὰ ξέχασε. Τὲς πλειότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω κ᾽ ἐγώ.

― Σοῦ εἶπε τ᾽ ὄνομά του;

― Στὰ χαρτιὰ τὸν ἐπέρασα ὡς Τζὼν Στόθισον, μὲ ἀμερικάνικο πασαπόρτι.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γιάννης, ὅστις ἐκάθητο ἐρείδων τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἀκουσίως ἀνέκραξεν:

― Ἄ! νά τος!

Ὅλοι ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου