Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

 


Ὁ Ἀμερικάνος (β)

Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὣς σαρανταπέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγων τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσῆν καδέναν ἐπὶ τοῦ στήθους, ἀφ᾽ ἧς ἐκρέμαντο μικρὸν ἐγκόλπιον καί τινες βῶλοι χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἱονεὶ ἐπίχρισμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὡς προσωπίδα τινὰ ἄλλου κλίματος, εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ, ὑφ᾽ ἣν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἡ ἀληθὴς καταγωγή του. Ἐβάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἔτι ἀβεβαιότερον πρὸς τὰ περὶ αὑτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς νὰ προσεπάθει νὰ κατατοπισθῇ ὅπου ἦτο.

Ἐνῷ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἠρνήθη, ὡς διηγεῖτο ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης, ν᾽ ἀποβιβασθῇ εἰς τὴν πολίχνην, ἅμα ἐνύκτωσε παρεκάλεσε τὸν ἐπὶ τοῦ πλοίου μείναντα ναύτην, ὅστις, ἐπειδὴ δὲν ἦτο ἐντόπιος, δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγῃ, κ᾽ ἔμεινε φύλαξ τῆς σκούνας, νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ εἰς τὴν ξηράν. Ὁ ναύτης ὑπήκουσεν. Ὁ ξένος ἄφησε τὴν ἀποσκευήν του, συγκειμένην ἀπὸ τρεῖς ὑπερμεγέθεις κασσέλας, εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρῴρας, κ᾽ ἐξῆλθεν. Ἅμα ἀποβιβασθείς, εὑρέθη εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, κ᾽ ἐκοίταξε δεξιὰ-ἀριστερά, ὡς νὰ μὴ ἐγνώριζε ποῦ εὑρίσκετο. Ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον ἄνθρωποι δὲν ἦσαν, διότι ἦτο ψῦχος δριμύ· τὰ βουνὰ χιονισμένα ὁλόγυρα. Ἦτο τῇ 24 Δεκεμβρίου 187… Ἐκοίταξεν ἐντὸς εἰς δύο ἢ τρία καπηλεῖα καὶ καφενεῖα, εἶτα εἰς δύο ἐμπορικο-παντοπωλεῖα διφυῆ, οἷα τὰ τῶν χωρίων. Ἀλλὰ δὲν ἐφάνη εὐχαριστημένος, ὡς μὴ ἀναγνωρίσας αὐτά, κ᾽ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του. Ἀνέβη εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐκεῖ ἐφάνη ὅτι ἀνεγνώρισε τὸ μέρος. Καὶ δὲν ἔκαμε μὲν τὸν σταυρόν του, ἅμα εἶδε τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ εἰς τὸ σκότος ἔβγαλε τὸ καπέλον του, καὶ πάλιν τὸ ἐφόρεσεν, ὡς νὰ συνήντησε παλαιὸν φίλον καὶ τὸν ἐχαιρέτα. Εἶτα προσέβλεψεν ἀριστερά, εἶδε τὸ μικρὸν οἰνοπαντοπωλεῖον τοῦ Μπέρδε, κ᾽ ἐπλησίασεν. Ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμὰς κ᾽ ἐκοίταξεν ἐντός. Τέλος εἰσῆλθεν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν πλοίαρχον Ἰμβριώτην, ὅστις, καίτοι πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἐσκιάζετο ἐν μέρει ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς συναδέλφους του, μεθ᾽ ὧν συνέπινε, τοὺς στρέφοντας τὰ νῶτα πρὸς τὴν θύραν, κ᾽ ἐπεπροσθεῖτο ἀπὸ ἄλλον τινὰ ὅμιλον ὀρθῶν ἱσταμένων καὶ πινόντων παρὰ τὸ λογιστήριον, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ἵσταντο αἱ φιάλαι μὲ τὰ ποτά. Ἐὰν τὸν εἶχεν ἰδεῖ, ἴσως δὲν θὰ εἰσήρχετο.

― Νά ὁ Ἀμερικάνος, ἐπανέλαβεν ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης δείξας τὸν εἰσελθόντα πρὸς τοὺς συναδέλφους του.

Οἱ τέσσαρες ἐμποροπλοίαρχοι ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἀπλήστως.

― Μπόνο πράτιγο*, σινιόρε, ἔκραξεν ὁ Ἰμβριώτης· ἀπεφάσισες, βλέπω, κ᾽ ἐβγῆκες.

Ὁ ξένος ἔκαμε σημεῖον χαιρετισμοῦ μὲ τὴν χεῖρα.

― Πλήιζ κάπτην (ὁρίστε καπετάνιε), εἶπεν εἷς τῶν ἐμποροπλοιάρχων, ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος, ἰδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, ὅστις εἶχε κάμει δύο ταξίδια εἰς τὸν ὠκεανόν, μέχρι Λονδίνου, καὶ εἶχε μάθει ὀκτὼ ἢ δέκα ἀγγλικὰς φράσεις.

― Θὲγκ-ἰοὺ σέρ (εὐχαριστῶ, κύριε), ἀπήντησεν εὐγενῶς ὁ ξένος.

Καὶ ἔρριψε μίαν δεκάραν εἰς τὸ λογιστήριον, εἰπὼν εἰς τὸν παῖδα μόνον τὴν λέξιν ταύτην: «ρούμ!» Λαβὼν δὲ εἰς τὴν χεῖρα τὸ ποτήριόν του, διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἀπέφευγε συστηματικῶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπλησίασε πρὸς τὸν ὅμιλον, καὶ εἶπεν ἑλληνιστί, μετά τινος παχυστομίας καί δυσκολίας περὶ τὴν προφοράν.

― Εὐχαριστῶ, κύριοι· δὲν εἶμαι νὰ καθίσω νὰ κάμω τώκ, καὶ δύσκολο σ᾽ ἐμένα νὰ κάμω τὼκ ρωμέικα.

― Τί λέει; εἶπε συνοφρυωθεὶς ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος· δὲ θέλει νὰ κάμῃ τόκα μαζί μας;

Ὁ ξένος ἤκουσε, κ᾽ ἔσπευσε νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν παρανόησιν.

― Μὲ συμπάθειο, κύριε· εἶπα, νὰ κάμω τώκ, νὰ κάμω κονβερσατσιόνε, πῶς τὸ λένε;

― Θέλει νὰ πῇ, δυσκολεύεται νὰ κάμῃ κουβέντα στὴ γλῶσσά μας, εἶπεν ἐννοήσας ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης.

― Ἄ! ναί, κουβέντα, εἶπεν ὁ ξένος· ξέχασα τὰ λόγια ρωμέικα.

― Ἂντ χουὲρ γιοὺ κόμ; εἶπεν ὁ Κουρασάνος, σολοικίζων ἀγγλιστὶ τὸ: πόθεν ἔρχεσαι;

― Στὴν ὥρα ἐδῶ ἦρθα, ἀπήντησεν ὁ Ἀμερικάνος· ὕστερα δὲν ξέρω, κι ἄλλα ταξίδια θὰ κάμω.

Ὁ καπετὰν Κουρασάνος τὸν ἐκοίταξε μηδὲν ἐννοῶν.

― Δὲν κάθεσαι, σινιόρε; εἶπεν ὁ Ἰμβριώτης· ποῦ θὰ βρῇς καλύτερα;

― Δὲν κάθομαι, πάω νὰ κάμω γουώκ, νὰ φέρω γῦρο, πῶς τὸ λέτε;

― Νὰ κάμῃς σπάτσιο;

― Ἄ, ναί, σπάτσιο, εἶπεν ὁ ξένος· ναί, βλέπω, σὰν δὲν εἰπῇ ἕνας λόγια ἰταλικά, δὲν καταλαβαίνει ἄλλος ρωμέικα.

Ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ, κ᾽ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Οἱ πέντε πλοίαρχοι ἔμειναν πλέοντες, μετὰ τὴν συνδιάλεξιν ταύτην, εἰς μεγαλύτερον πέλαγος ἀγνοίας, ἢ εἰς ὅσον πρὶν εἶχον ἀναχθῆ ἐκ τῶν ἐξηγήσεων τοῦ συναδέλφου των Ἰμβριώτη.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου