Ἐκεῖ τηρᾶν τὰ νιάτα μου
Σὰν κίνησεν ὁ νιούτσικος νὰ πάη ν' ἀρραβωνίση,
οὔτε τὸ ροῦχο του ἔβαλεν, οὔτε ζωνάρι ἐζώστη,
Κ' ἡ μάννα του τοῦ φώναζε, κ' ἡ μάννα του τοῦ λέγει.
"Γύρισε, πάρ' τὸ ροῦχο σου, ζώσου καὶ τὸ ζουνάρι,
καὶ σύρε ν' ἀρραβωνιστῆς παπᾶ τὴ θυγατέρα.
Γύρεψε βόϊδια 'ς τὸ ζυγό, γελάδια ΄ς τὴν ἀγέλη,
μούλαις, φοράδαις κι' ἄλογα κι' ἀσέλινο πουλάρι.
-Ἐκεῖ ποὺ πάνω, μάννα μου, ἐγὼ ν' ἀρραβωνίσω,
οὔτε γιὰ ροῦχο μὲ ρωτᾶν, οὔτε καὶ γιὰ ζουνάρι.
ἐκεῖ τηρᾶν τὰ νιάτα μου, τηρᾶν τὴν ὀμορφιά μου.
Κ' ἐγὼ 'ς τὰ πλούσια τὰ προικιὰ τὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἔχω,
τὸν ἔχω γιὰ τῆς λυγερῆς τὰ μάτια καὶ τὰ φρύδια."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου