Γιὰ τὴν θεωρία τῆς ἐξέλιξης
Ζητᾶς νὰ σοῦ ἀπαντήσω
στὸ ἐρώτημα, ἂν μπορεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἐξελίξεως τοῦ κόσμου καὶ
τοῦ ἀνθρώπου νὰ συνυπάρξει μὲ τὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη αἴσθηση καὶ γνώση. Ἀκόμη,
ρωτᾶς ποιὰ εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ στάση τῶν Πατέρων καὶ γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχει
γενικῶς ἡ ἀνάγκη γιὰ μία τέτοια συνύπαρξη. Μὲ πολλὴ συντομία λοιπὸν γράφω τὰ ἑξῆς:
Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς
Καινῆς Διαθήκης στήκει καὶ πίπτει ἐπάνω στὴν ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: ὁ ἄνθρωπος, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ! Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς
Διαθήκης: ὁ Θεάνθρωπος, εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι οὐράνιο, θεῖο, αἰώνιο, ἀθάνατο
καὶ ἀμετάβλητο στὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ θεοειδὲς τοῦ
ἀνθρώπου.
Αὐτὸ τὸ θεοειδὲς στὸν
ἄνθρωπο κακοποιήθηκε μὲ τὴν ἐθελούσια ἁμαρτία του, μὲ τὴν σύμπραξη μὲ τὸν διάβολο,
μέσω τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου ὡς ἀπόρροιας τῆς παραβάσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς
ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει τὴν ἐφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἰκόνα Του.
Γι' αὐτὸ ἐνηνθρώπησε καὶ ἔμεινε στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ὡς Θεάνθρωπος, ὡς Ἐκκλησία,
γιὰ νὰ προσφέρει στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ -τὸν ἄνθρωπο- ὅλα τὰ ἀπαραίτητα μέσα ὥστε
αὐτὸς ὁ παραμορφωμένος θεόμορφος ἄνθρωπος νὰ μπορέσει μέσα στὸ Θεανθρώπινο σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν βοήθεια τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἀρετῶν, νὰ ὡριμάσει:
«εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Αὐτὴ εἶναι ἡ
θεανθρώπινη ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὴ καὶ ἡ θεανθρώπινη ἀνθρωπολογία. Ὁ σκοπὸς
τοῦ θεοειδοῦς ὄντος ποὺ λέγεται ἄνθρωπος εἶναι ἕνας: νὰ γίνει σταδιακὰ τέλειος ὅπως
ὁ Θεὸς Πατήρ, νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν, νὰ ἐπιτύχει τὴν θέωση, τὴν θεοποίηση, τὴν
Χριστοποίηση, τὴν Τριαδοποίηση. Κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, «Θεὸς ἐνηνθρώπησε, ἵνα
ὁ ἄνθρωπος Θεὸς γένηται» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Όμως, οἱ ἀποκαλούμενες
«ἐπιστημονικὲς» ἀνθρωπολογίες διόλου δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ θεοειδὲς τῆς ἀνθρώπινης
ὑπάρξεως. Μὲ αὐτό, ἀρνοῦνται προκαταβολικὰ τὴν Θεανθρώπινη ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου
ὄντος.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποτελεῖ
τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεάνθρωπος καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του ἀποτελοῦν κάτι τὸ ἀφύσικο
γιὰ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, κάτι τὸ μηχανικὸ καὶ ἀπραγματοποίητο. Τότε ὁ
Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἕνα ρομπὸτ ποὺ κατασκευάζει ἄλλα ρομπότ. Ὁ Θεάνθρωπος
γίνεται ἕνας δυνάστης, ἀφοῦ θέλει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, διὰ τῆς βίας, νὰ πλάσει ἕνα ὅν
τέλειο ὅπως ὁ Θεός. Στὴν οὐσία μιλᾶμε γιὰ μία δικανικὴ οὐτοπία, μία αὐταπάτη καὶ
ἕνα ἀπραγματοποίητο «ἰδανικό». Στὸ τέλος-τέλος, πρόκειται γιὰ ἕνα μύθο, γιὰ μία
ἀφήγηση.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος
λοιπόν, δὲν εἶναι μία θεοειδὴς ὕπαρξη, τότε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος εἶναι περιττός,
ἀφοῦ οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρίες περὶ ἐξέλιξης δὲν δέχονται οὔτε τὴν ἁμαρτία ἀλλὰ οὔτε
καὶ τὸν Σωτήρα τῆς ἁμαρτίας. Στὸν ἐπίγειο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» τὰ πάντα εἶναι φυσικὰ
καὶ χῶρος γιὰ ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι κωμικὸ νὰ γίνεται λόγος περὶ
Σωτῆρος καὶ σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὰ πάντα εἶναι φυσικά: ἡ
ἁμαρτία, τὸ κακὸ καὶ ὁ θάνατος. Γιατί, ἂν ὅλα στὸν ἄνθρωπο συμβαίνουν καὶ δίδονται
ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέλιξης, τότε δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο χρειάζεται νὰ σωθεῖ σὲ
αὐτόν, ἀφοῦ τίποτε ἀθάνατο καὶ ἀμετάβλητο δὲν ἔχει μέσα του, παρὰ ὅλα του εἶναι
γήινα καὶ χοϊκὰ καὶ σὰν τέτοια εἶναι παροδικά, φθαρτὰ καὶ θνητά.
Μέσα σὲ ἕναν τέτοιο
κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» δὲν ἔχει θέση οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ θεολογία, πάλι, ἡ ὁποία θεμελιώνει τὴν ἀνθρωπολογία της ἐπάνω
στὴν «ἐπιστημονικὴ» θεωρία τῆς ἐξέλιξης δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία αὐτοαναίρεση.
Πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ θεολογία δίχως Θεὸ καὶ ἀνθρωπολογία δίχως ἄνθρωπο. Ἂν ὁ
ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ ἀθάνατη, αἰώνια καὶ θεανθρώπινη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλες
οἱ θεολογίες καὶ ὅλες οἱ ἀνθρωπολογίες δὲν εἶναι παρὰ μία ἀνόητη φάρσα, μία τραγικὴ
κωμωδία.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου