Νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη
Σήμερα ὅλοι
βασανιζόμαστε, τὸ καταλαβαίνω. Κι ὅταν λέμε «βασανιζόμαστε», σημαίνει ὅτι ἔχομε
μία ὑγεία μέσα μας. Βασανίζεται ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλ᾿ ἐλευθερώνεται ζώντας μόνο
μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι μακάριοι κι εὐλογημένοι οἱ βασανισμένοι,
γιατί ὑπάρχει δυνατότης νὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ εἶναι μακάριοι οἱ διψασμένοι, γιατί
μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ
λογικὴ κι ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Ἁγίων μας, θὰ ἤμασταν
καταδικασμένοι σ᾿ ἕνα βάσανο.
Πρὸ καιροῦ ἤμουν στὴν
Ἀμερική, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πόσο τὰ πράγματα εἶναι πλούσια, πόσο οἱ δρόμοι
τεράστιοι, πόσο τὰ σπίτια σὰν ζωγραφιά, μὲ τὸ σπίτι, τὸ γρασίδι, τὰ δέντρα, τὰ
αὐτοκίνητα... Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδα μερικοὺς ἀνθρώπους, ἔνοιωσα πὼς μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν
τάξι καὶ τὴν καθαριότητα, ἐκεῖ ποὺ δὲν λείπει τίποτε, λείπουν ὅλα. Καὶ ὅλα μία
στιγμὴ εἶναι ἄοσμα, ἄγευστα καὶ ἄχρωμα, ἀφοῦ μοῦ εἶπαν κάποιοι ὅτι, ἐνῷ τὰ εἶχαν
ὅλα, δὲν εἶχαν διάθεσι γιὰ ζωὴ καὶ ἤθελαν νὰ «τελειώσουν»...
Βλέπει κανεὶς ὅτι αὐτὴ
ἡ λογική, ποὺ ἔχομε πολλὲς φορὲς καὶ λέμε «νὰ ἀνεβάσωμε τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, νὰ
μποῦμε στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ ἔχωμε ἕνα νόμισμα, νὰ εἴμαστε πλούσιοι, κτλ», δὲν
βγάζει πουθενά. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ παράξενο, ποὺ δὲν χορταίνει μὲ τὰ
πλούτη. Κι ἂν τοῦ λύσης ὅλα τὰ προβλήματα, ἢ νομίζεις ὅτι τοῦ τὰ λύσης, τότε εἶναι
ποὺ μπῆκες στὸ ἄλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οἱ Σουηδοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἴσως τὸ ἀνώτερο
βιοτικὸ ἐπίπεδο στὴν Εὐρώπη, εἶναι αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν περισσότερο. Γιατί, ἐνῷ
νομίζουν ὅτι τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἔχουν τίποτε.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν,
εἶναι ἕνα παράξενο ὄν, ποὺ ὅταν πλησιάση αὐτὸν τὸν παράδεισο τὸν κοσμικό,
νοιώθει ὅτι δὲν τοῦ λέει τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανεὶς ἔχῃ μέσα του τὴ φλόγα τοῦ Θεοῦ, ἂν
τυχὸν θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλον κι ἂν τυχὸν ζεῖ ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός,
κι ἂν ἔχῃ ταπείνωσι, τότε εἶναι μέσα στὸν παράδεισο. Τότε καμμιὰ ἐπίθεσι, καμμιὰ
κόλασι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψῃ. Τότε συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ
Σύρος ὅτι «ἀποκτᾷ κανεὶς δυνατὸ στομάχι καὶ χωνεύει κάθε μιὰ τροφή». Κάθε μιὰ
δυσκολία τοῦ κάνει καλὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ κάνει καλό.
Ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε,
ζητὰ τὴν ἐπιτυχία, ζητᾷ τὴν πρόοδο. Θέλει λ.χ. ἕνα παιδὶ νὰ τελειώσῃ τὸ
δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, τὸ λύκειο, νὰ πάῃ στὸ πανεπιστήμιο καὶ νὰ προχωρήσῃ. Ἐν
συνεχείᾳ ἂν τυχὸν ἀξιωθῇ νὰ πάρῃ καὶ τὸ βραβεῖο Νόμπελ, συνεχίζει νὰ πεινᾷ καὶ
νὰ διψᾷ γιὰ πρόοδο. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: «Ἐπιποθῶ τοῦ
πλείονος καὶ πάντοτε στενάζω». «Ἐπιποθῶ», θέλω, ποθῶ συνεχῶς καὶ περισσότερο,
καὶ διαρκῶς στενάζω. Ὁ ἄνθρωπος -εἴτε πιστεύει, εἴτε δὲν πιστεύει, αὐτὸ εἶναι ἄλλο
θέμα- ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ὅτι «ὑπάρχει
μία μικρὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο». Κι ἂν τυχὸν ὅλα τὰ κερδίσωμε καὶ δὲν
κερδίσωμε ἐκείνη τὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο, τότε εἴμαστε ἐξ ἴσου ἀποτυχημένοι,
εἴτε εἴμαστε πλούσιοι, εἴτε φτωχοί, εἴτε γραμματισμένοι, εἴτε ἀγράμματοι.
Τώρα ποὺ μπαίνομε
στὴν Εὐρώπη, αὐτὸ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμε, γιατί εἶναι ἁμαρτία πρὸς τὴν
παράδοσί μας καὶ ταυτόχρονα ἀδικοῦμε καὶ τοὺς εὐρωπαίους, εἶναι τὸ νὰ μιλᾶμε τὴν
γλῶσσα καὶ νὰ ἔχωμε τὴν λογική της Εὐρώπης. Ἡ Εὐρώπη εἶναι πλούσια καὶ
ταυτόχρονα εἶναι πάρα πολὺ φτωχή. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι πολὺ προχωρημένος
καὶ ταυτόχρονα εἶναι μέγας ἐπαρχιωτισμός. Μέσα ἐδῶ στὴν παράδοσί μας ὑπάρχει
κάτι, ἂν θέλετε κάτι τὸ τρελλό, τὸ μωρὸ -αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὰ
μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός»- κάτι τὸ φτωχό, κάτι τὸ ἀνύπαρκτο, ποὺ τὰ
διαλύει ὅλα καὶ δίνει σημασία καὶ ἀξία στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς
λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι «ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία». Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς
διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ
καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση
κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα
καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.
Γι᾿ αὐτό, νομίζω, ὅτι
τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε
τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε - ἂν θέλετε - τὸν θάνατόν
μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾷ τὸν θάνατο. Καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν
τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, «καλὰ λίαν ἐποίησε» τὰ πάντα. Καὶ σ᾿ αὐτὴ
τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους· καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους
καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους,
γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί».
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης (14.5.1988)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου