Ἡ οὐσία καὶ ὁ χαρακτήρας
Ἐπειδή ἔτυχε νά εἶμαι
ζωγράφος καί πολυτεχνίτης, δηλαδή νά ἐκφράζομαι μέ ἁπτά καί θετικά μέσα,
μπόρεσα νά ἰδῶ πιό καθαρά ποιά εἶνε ἡ οὐσία, ὁ χαρακτήρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τή
μορφή της, ἀπό τά ἁπτά μέσα τῆς ἐκφράσεως πού μεταχειρίζεται. Οἱ εἰκόνες τοῦ
Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων, εἶδα (ἀφοῦ γνώρισα καλά καί
δούλεψα μέ ἐπιτυχία στήν κοσμική τέχνη) ὅτι δέν εἶνε κάποια αὐθαίρετα
κατασκευάσματα ἀνθρωπίνης ἐφευρέσεως (ἐμπνεύσεως, φαντασίας καί ταλέντου, ὅπως
λένε) πού δείχνουν τήν ὑποκειμενικήν ἀντίληψιν πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά τά
πρόσωπα τῆς θρησκείας, ὅπως εἶνε τά ἔργα τῆς Ἀναγεννήσεως καί τά ἄλλα τῶν δυτικῶν
λαῶν, ρεαλιστικά, ἀναπαραστατικά (κινηματογραφικά), ἀλλά εἶνε ἔργα πνευματικά, ἐκφράζοντα
τήν ἀναλλοίωτον πνευματικήν οὐσίαν τῶν ἱερῶν προσώπων ἀντικειμενικῶς
(λαμβανομένου τοῦ «ἀντικειμενικῶς» στήν περιοχή τόν πνεύματος), ἤτοι ἔργα ἐκφραστικά
τῆς εὐλαβείας τῶν πιστῶν, τά ὁποῖα ἔγιναν μέ θείαν ἐπιφοίτησιν, καί ὄχι κατά
τήν ἀνθρωπίνην φαντασίαν ἡ ὁποία ποικίλλει κατά τό ἄτομον.
Γι' αὐτό, καί ὅσοι ἁγιογράφοι
ἔβαλαν τ' ὄνομά τους εἰς τά ἔργα τους, ἔγραψαν «διά χειρός τοῦ ἁμαρτωλοῦ τάδε»,
φανερώνοντας μ' αὐτό ὅτι δέν εἶνε ἔργον ἰδικόν τους, ἀλλά ὅτι ἔγινε ἀπό θείαν ἐπισκίασιν
καί φώτισιν, ὁ δέ ζωγράφος ἔδωσε μόνον ταπεινῶς καί ὑπευθύνως τό χέρι του, ὡς ὄργανον
ἁπλοῦν διά νά ζωγραφισθοῦνε αὐτά τά ἀκηλίδωτα ἀρχέτυπα. Γι' αὐτό ὑπάρχουνε στήν
Ὀρθοδοξία καί εἰκόνες «ἀχειροποίητοι». Ἄλλως τε καί οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί, χωρίς
νά τό λένε, φαίνεται ὅτι ζωγραφίζουνε τές εἰκόνες τῶν ἐκκλησιῶν των ἁπλῶς πρός τέρψιν
(ἔστω καί τήν λεγομένην πνευματικήν), χωρίς νά ἀποδίδουν θαυματουργὰς ἰδιότητας
σ' αὐτά τά ἔργα πού εἶνε ζωγραφισμένα μέ κοσμικό πνεῦμα, ὅπως οἱ πίνακες τῆς ἱστορικῆς,
λεγομένης ζωγραφικῆς καί μόνον τό θέμα τους ἁπλῶς εἶνε θρησκευτικό.
Καί πώς δέν περιμένουν
θαύματα οἱ Δυτικοί ἀπό αὐτές τίς εἰκόνες, φαίνεται ἀπό τό ὅτι σ' ὅλες τίς
πόλεις τῆς Ἰταλίας λ.χ. οἱ λεγόμενες εἰκόνες «Μiracolosae» εἶνε ὅλες παλιές
βυζαντινές εἰκόνες, ἐνῶ θά γελάσουνε ἄν τούς πεῖς πώς εἶνε θαυματουργός καμμιά
Παναγία τοῦ Ραφαέλλου ἤ τοῦ Ἀντρέα ντέλ Σάντο, ζωγραφισμένη ἀπό κάποια γυναίκα
πού ποζάρισε, γιατί ὁ ζωγράφος ἔτσι φανταζότανε τήν Παναγία μέ τή σαρκική
φαντασία του.
Τό ἴδιο ἔγινε καί
στή μουσική (πρό πάντων σ' αὐτή), στά ἄμφια (μπελερίνες σάν φτερά τοῦ
Μεφιστόφελε, κολλαρίνες σιδερωμένες, κομπολόγια, βελλάδες κλπ.), στή μορφή τῶν
παπάδων (ξούρισμα, δηλαδή κοσμικότατη ἀπασχόληση, ἀφοῦ κι' ὁ φτωχός ἅγιος
Φραγκίσκος πού εἶχε λίγα γένεια ἀχτένιστα ζωγραφίσθηκε ξουρισμένος σάν τόν
Πάπα, αὐτός πού δέν ἔτρωγε κἄν καί ζοῦσε σάν ἀγρίμι, ξουριζότανε καθημερινῶς μέ
ζιλέτ. Σέ τέτοια ἀνοησία φτάνει ὁ ἄνθρωπος καί δή ὅταν ἐπικαλεῖται διαρκῶς τή
λογική, ὅπως οἱ Δυτικοί).
Ἔτσι λοιπόν, ἀντί
νά ἁγιασθεῖ ἡ ζωή τῶν Χριστιανῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς τέχνες, στά ἔθιμα κλπ., ἀντίθετα,
ἡ Ἐκκλησία ἔγινε κοσμική, αἴθουσα παραστάσεων πρός τέρψιν. Στίς εἰκόνες ὁ
Χριστός κι' οἱ ἅγιοι ἔγιναν κατ' εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τῶν ἀνθρώπων, μέ γαλανά
μάτια καί μέ ξανθά μαλλιά καί γένεια ἤ καί ξουρισμένοι, ἀκόμα καί μέ τά
κοστούμια πού φορούσανε αὐτοί κι' οἱ γυναῖκες τους, ἀναλόγως τή φυλή τους. Κ' ἡ
ὑμνωδία ἔγινε κι' αὐτή τραγούδι θεατρικό, ἐρωτικό, ὅπως δυστυχῶς πάει νά γίνει
καί σ' ἐμᾶς, πού κατήντησε γιά μᾶς ἕνα τό «ψέλνω» μέ τό «τραγουδῶ».
Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου