Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014


Ἦτο Νοέμβριος μήν
Κάτω, εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, περὶ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου, τὰ καφενεῖα, τὰ καπηλεῖα καὶ μπακάλικα ἔλαμπον πάμφωτα, καὶ ἀνθρωπίνη κυψέλη, τοῦ ναυτικοῦ καὶ ἐργατικοῦ κόσμου, τὰ περιεβόμβει μὲ τὴν ἀργολογίαν της. Ἕκαστος ὠψώνιζε διὰ τὸ σπίτι, ἢ ἔπαιρνε «τ᾽ ὀρεκτικόν του» καὶ ἀργοποροῦσε μὲ τοὺς φίλους, οὔτε τοῦ ἔκαμνε καρδιὰ νὰ ξεκολλήσῃ. Πολλοὶ «ἐδευτέρωναν» ἢ καὶ «ἐτρίτωναν» τὸ ἐντόπιον ρακὶ ἢ τὴν μαστίχαν. Ἡ ὥρα ἐκείνη ἦτον ἡ ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς ψυχῆς, ἡ ἀναψυχὴ πρὸ τῆς ρᾳστώνης, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἄστρου τῆς ἑσπέρας πρὸ τῆς ἀστροφεγγιᾶς. Ἦτο Νοέμβριος μήν, νότοι ἔπνεον, ζεστὴ καὶ ὑγρὰ ἅλμη ἰωδίου ἐπεκράτει. Μακρὰ γραμμὴ ἀπὸ μικροκάικα, βρατσέρες καὶ κότερα, ἔδιδον ζωὴν εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὀλίγον παραμέσα, πέντε ἢ ἓξ σκοῦνες καὶ δύο ἢ τρία βρίκια ἐστόλιζον τὸν λιμένα. Ἄλλα εἶχον δέσει ἤδη τὰ πρυμνήσια μὲ σκοπὸν νὰ παραχειμάσουν, ἄλλα ἡτοιμάζοντο ἀκόμη διὰ χειμερινὰ ταξίδια.
Ὀλίγα φαναράκια, ὡς λαμπυρίδες, ἔκαιον μετέωρα ἐπάνω τῆς κουβέρτας, καὶ τ᾽ ἄστρα ἀπὸ ψηλὰ ἐπάνω κατωπτρίζοντο φωσφορίζοντα ὀφιοειδῶς εἰς τὰ κύματα. Ποῦ καὶ ποῦ ἠκούετο βραχνὸν τὸ γαύγισμα καραβοσκύλου, ἐρεθιζομένου ἀπὸ πλατάγισμα κωπῶν ἐκ λέμβου παραπλεούσης εἰς τὸ σκότος, καὶ ἡ ἀποθαλασσιά, μὲ ὅλην τὴν γαλήνην, ἐφλοίσβιζε νυσταλέα εἰς τὰς πρύμνας καὶ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων, ἢ ἔπληττε τὰ κράσπεδα τῆς προκυμαίας.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου