Κρυφὲς ἐλεημοσύνες
Ὁ μεγάλος Ρῶσος
συγγραφέας Μαξὶμ Γκόρκη, ποὺ ξεκίνησε τὴ ζωή του πάμφτωχος καὶ ὀρφανός,
ἀναφέρει συχνὰ στὰ γραπτά του τὴ γιαγιά του. Μιὰ φτωχειὰ θεοφοβούμενη
γυναίκα, ποὺ τὸν μάθαινε ἔμπρακτα τὴ μυστικὴ φιλανθρωπία. Γράφει ὁ
Γκόρκη στὸ ἔργο του «Στὰ ξένα χέρια»:
«Κατὰ τὰ μεσάνυχτα
ἡ γιαγιὰ μὲ ξύπνησε χαϊδευτικά.
- Πᾶμε; Ἅμα μοχθήσεις
γιὰ τὸν κοσμάκη, τὰ χέρια σου θὰ γιάνουνε πιὸ γρήγορα (ὁ Γκόρκη εἶχε
ζεματίσει τὰ χέρια του μὲ βραστὸ νερό).
Μὲ πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι
καὶ μὲ ὁδήγησε μὲς στὸ σκοτάδι σὰν τυφλό. Ἡ νύχτα ἦταν μαύρη, ὑγρή,
φύσαγε ἀσταμάτητα… Ἡ γιαγιὰ κοντοζύγωνε προσεχτικὰ στὰ σκοτεινὰ
παράθυρα, στὰ φτωχόσπιτα, σταυροκοπιόταν τρεῖς φορές, ἄφηνε στὸ
περβάζι πέντε καπίκια (λεπτὰ) καὶ τρία κουλουράκια, ξανασταυροκοπιόταν
κοιτάζοντας τὸν δίχως ἄστρα οὐρανὸ καὶ ψιθύριζε:
- Παναγία, Δέσποινα
τῶν Οὐρανῶν, βοήθησε τὸν κοσμάκη! Ὅλοι μας, …ὂλοι μας εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ
μπροστά σου, μητερούλα!
Ὅσο ξεμακραίναμε
ἀπ’ τὸ σπίτι, τόσο πιὸ ἔρημα καὶ νεκρωμένα γίνονταν ἕνα γύρω… Δώδεκα
φορὲς σίμωσε ἡ γιαγιὰ στὰ παράθυρα, ἀφήνοντας στὰ περβάζια τὴν «κρυφὴ
ἐλεημοσύνη». Ἄρχισε νὰ χαράζει, μὲς ἀπ’ τὸ σκοτάδι φυτρώνανε
γκρίζα σπίτια…
- Κουράστηκε ἡ
γριά, ἔλεγε ἡ γιαγιά, καιρὸς νὰ γυρίσουμε σπίτι. Θὰ ξυπνήσουν αὔριο
οἱ νοικοκυράδες καὶ θὰ δοῦν πὼς ἡ Μεγαλόχαρη κάτι ἔχει φέρει γιὰ τὰ
παιδάκια τους. Ὅταν σοῦ λείπουν ὅλα, καὶ τὸ λίγο πιάνει τόπο! Ὤχ, μικρέ
μου Ἀλιόσα (αὐτὸ ἦταν τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Γκόρκη), μεγάλη φτώχεια
στὸν κοσμάκη καὶ δὲν τὸν γνοιάζεται κανένας.
Ὁ πλούσιος τὸν Κύριο δὲν σκέφτεται, τὴν τρομερή του κρίση δὲν φαντάζεται,
τὸν φτωχὸ δὲν τὸν ἔχει δικὸ μηδὲ ἀδερφὸ, γιομίζει μονάχα σακοῦλες χρυσὸ,
τὸ χρυσίον θὰ γίνει στὴν κόλαση κάρβουνο!
τὸν φτωχὸ δὲν τὸν ἔχει δικὸ μηδὲ ἀδερφὸ, γιομίζει μονάχα σακοῦλες χρυσὸ,
τὸ χρυσίον θὰ γίνει στὴν κόλαση κάρβουνο!
- Ἔτσι εἶναι! Πρέπει
νὰ ζεῖ ὁ φίλος γιὰ τὸν φίλο κι ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους!…
Νοιώθω ἀόριστα
πὼς πῆρα μέρος σὲ κάτι ποὺ δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτέ… Κάτσαμε δίπλα στὴν ἐξώπορτα,
σ’ ἕνα παγκάκι… κι ἡ γιαγιὰ μοῦ ’λεγε:
- Εἶναι ’δῶ μιὰ Ὁβριὰ
κι ἔχει ἐννιὰ ψυχὲς παιδιά, τό ’να μικρότερο ἀπ’ τ’ ἄλλο. Τὴ ρωτάω:
Πῶς τὰ φέρνεις βόλτα, Μοσέβνα; Κι αὐτὴ μοῦ λέει: Μὲ τὸν Θεό μου ζῶ, μὲ
ποιὸν ἄλλο νὰ ζήσω;
Ἔγειρα στὸ ζεστὸ πλευρὸ τῆς γιαγιᾶς καὶ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος…
…Στὸ δάσος ὅλο τὸ καλοκαίρι ὣς ἀργὰ τὸ φθινόπωρο μάζευε χόρτα, βατόμουρα, μανιτάρια καὶ φουντούκια… Ἡ γιαγιὰ τὰ πούλαγε καὶ βγάζαμε τὸ ψωμί μας… Ἀπὸ κάτι γρατζουνιὲς στὴ φλούδα τοῦ δέντρου ποὺ μόλις τὶς ξεχώριζες, μοῦ ’δειχνε τὶς κουφάλες τοῦ σκίουρου καὶ ’γὼ σκαρφάλωνα στὸ δέντρο κι ἄδειαζα τὴ φωλιά του, παίρνοντάς του τὶς προμήθειες γιὰ τὸν χειμώνα σὲ φουντούκια…
Κάθε φορὰ ποὺ μάζευε
λίγα χρήματα ἀπ’ τὰ μανιτάρια καὶ τὰ φουντούκια ποὺ πούλαγε, τ’ ἄφηνε
στὰ περβάζια κάνοντας τὶς «κρυφὲς ἐλεημοσύνες» της. Κι αὐτή, ἀκόμα
καὶ τὶς γιορτάδες, φόραγε κουρέλια καὶ μπαλωμένα.
- Χειρότερη κι ἀπὸ ζητιάνα γυρίζεις, μὲ ντροπιάζεις! γκρίνιαζε ὁ παππούς.
- Δὲν πειράζει, δὲν
εἶμαι κόρη σου κι οὔτε πάω γιὰ νύφη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου