Ἐργαζόμουνα γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ
θρησκεία μου
Ὁ βίος τοῦ
Μακρυγιάννη εἶναι ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὰ ἑξήντα πρῶτα
χρόνια του περασμένου αἰῶνα. Γεννήθηκε στὰ 1797 καὶ πέθανε στὶς 27 Ἀπριλίου
1864. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σᾶς τὸν διηγηθῶ. Τὸ μόνο ποὺ θὰ προσπαθήσω εἶναι νὰ σᾶς
δώσω λίγα ἀκόμη παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ Ἀπομνημονεύματα, τοῦ πὼς βλέπει καὶ ἀντιδρᾷ
ὁ Μακρυγιάννης στὰ γεγονότα. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι περισσότερο ἀπὸ
μία ἱστορία γεγονότων. Εἶναι μία ἱστορία τῶν συναισθημάτων τοῦ λαοῦ του στὴ
μεγάλη αὐτὴ περίοδο ποὺ γέννησε τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα.
Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι
ἀκόμη βρέφος ὅταν ἡ οἰκογένειά του, κυνηγημένη ἀπὸ τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ
τοὺς Ἀρβανῖτες «ποὺ θέλαν νὰ σκλαβώσουν τὸ χωριό τους», ἀναγκάζεται νὰ
καταφύγει στὴ Λιβαδειά. Ἑφτὰ χρονῶ ξενοδουλεύει γιὰ ν᾿ ἀλαφρύνει τοὺς γονεῖς
του. «Ἤθελαν νὰ κάνω δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ» μας λέει «κι αὐτὸ ἦταν ὁ
θάνατός μου». Γίνεται ἀνυπόφορος θεληματικᾶ· τὸν διώχνουν. Δεκατεσσάρω χρονῶ τὸν
βρίσκουμε στὴ Ντεσφίνα κοντὰ σ᾿ ἕνα πατριώτη του. Μᾶς διηγεῖται τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο:
«Ἔγινα ὡς
δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα σ᾿ ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα [...]. Ἦταν
γιορτὴ καὶ παγγύρι τ᾿ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμε στὸ παγγύρι. Μόδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ
τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω. Ἐτσακίσθη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμον ὀμπρὸς
καὶ μὲ πέθανε στὸ ξύλο. Δὲ μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο· περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ
κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν κι ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονο δὲν ἧβρα ἄλλον
κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώσει. Ἔκρινα εὔλογο νὰ προστρέξω στὸν Ἁϊγιάννη, ὅτι
στὸ σπίτι του μὄγινε αὐτήνη ἡ ζημιὰ καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴ νύχτα μέσα στὴν ἐκκλησιά
του καὶ κλειῶ τὴν πόρτα κι ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες: καὶ
τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσει ἄρματα καλὰ κι ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ
χρήματα, κι ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντῆλι ἀσημένιο. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς
κάμαμε τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιο».
«Κάναμε τὶς
συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιο». Ὡστόσο ὁ χριστιανὸς ἅγιος κρατᾷ τὶς συμφωνίες πιὸ πιστὰ
ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα. Γιατί ὁ Μακρυγιάννης πηγαίνει στὴν Ἄρτα σ᾿ ἑνὸς Θανάση
Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του καὶ ἐμπορεύεται μόνος του τόσο καλὰ ποὺ στὶς
παραμονὲς τῆς ἐπανάστασης «εἶχε καζαντίσει τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέη». «Τότε ἔφκιασα»
σημειώνει «ντουφέκι ἀσημένιο, πιστόλες κι ἄρματα, κι ἕνα καντῆλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος
καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα στὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι ἀληθινὸ
φίλο, τὸν Ἁϊγιάννη, ποὺ σῴζεται ὡς τὸ σήμερο [...]. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ
δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ποὺ
δοκίμασα».
Στὰ 1820 πάνω κάτω
«μπαίνει στὸ μυστικὸ» τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. «Μπῆκα στὸ μυστικό» λέει πάλι «καὶ
πῆγα στὸ σπίτι μου κι ἐργαζόμουνα γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου νὰ τὴ
δουλέψω ῾λικρινῶς, καθὼς τὴ δούλεψα, νὰ μὴ μὲ εἰπεῖ κλέφτη καὶ ἅρπαγο, ἀλλὰ νὰ
μὲ εἰπεῖ τέκνο της κι ἐγὼ μητέρα μου».
Γιῶργος Σεφέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου