Πρωτομαγιὰ ἡ θεσπεσία
Ὑπερέβησαν ἤδη τὴν στενὴν πάροδον καὶ ἐξῆλθον εἰς τοὺς χλοεροὺς διανθεῖς
κάμπους. Μεθυστικὸν ἄρωμα ἀνήρχετο ἀπὸ τῶν ἀπειραρίθμων ἀνθῶν, οἱ φράκται τῶν ἀμπέλων
ἔθαλλον μὲ ἀγραμπελιά, καὶ μ᾽ αἰγοκλήματα καὶ μὲ ἀκανθώδεις θάμνους, τινὲς τῶν ἀγρῶν
ἐφαίνοντο αἱμάσσοντες εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ χιλίας μυριάδας
παπαρούνας. Ἐναμίλλως ἤνθουν τὸ χαμαίμηλον καὶ ἡ καυκαλήθρα καὶ ἡ μολοχάνθη, τὰ
ἀστεράκια καὶ τὰ κιτρινούλια ἐπρόβαλλον δειλῶς τὰς ἀσθενεῖς κεφαλάς των ἐν μέσῳ
τῆς ὑπερκόμπου ἀφθονίας τῶν κατερύθρων μηκώνων σημειούντων τὴν ὑπεραιμίαν τοῦ ἔαρος.
Ἀνώνυμά τινα ἀνθύλλια, χόρτα σταχυοειδῆ, σπαράγγια ἀκανθωτὰ καὶ βεργιὰ καὶ ἄλλα
ἀνεμειγνύοντο ἐν μέσῳ τοῦ ἀπείρου πλούτου τῆς Χλωρίδος. Ἦτο ἡ Πρωτομαγιὰ ἡ
θεσπεσία, ἦτο ἡ ἄνοιξις ἐν πληθώρᾳ ζωῆς, ἑτοίμη νὰ παραδώσῃ τὸ σκῆπτρον εἰς τὸ
δρεπανοφόρον θέρος.
Τῇδε κἀκεῖσε, πτωχὰ γραΐδια κύπτοντα εἰς τὴν γῆν ἐμάζευαν χαμολούλουδα, ἰαματικὸν
ποτὸν διὰ τὸν χειμῶνα. Ἐπί τινος βράχου εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ λόφου τῆς Δραγασιᾶς,
ἐγειρομένου εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πεδιάδος, εἶχον ἀναβῆ μὲ ὅλας τὰς φωνὰς
τῆς γραίας καὶ τὰς ἀπειλὰς τῆς Ματῆς, ὁ Μανώλης καὶ ὁ Σταθάκης καὶ ὁ Θύμιος, καὶ
κατόπιν αὐτῶν προσεπάθει νὰ φθάσῃ καὶ ὁ μικρὸς Κωστάκης. Εἶχον ἰδεῖ ἐκεῖ ἐπάνω
τὸν Μάην, τὸ φερώνυμον ἄνθος, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὸ δρέψωσιν. Ὁ Σταθάκης εἶχε κόψει
λυσοχόρταρον, μικρὸν σταχυοειδὲς χόρτον, καὶ μὲ αὐτὸ ἤρχισε νὰ κεντᾶ τὴν ρῖνα
του, ἐπᾴδων:
Λῦσε, λῦσε, μύτη μου,
μὲ τὸ λυσοχόρταρο!
Αἱ δύο γυναῖκες ἠναγκάσθησαν νὰ σταματήσωσι, περιμένουσαι νὰ κατέλθωσι τὰ
παιδία. Ἡ Ματή, ἥτις δὲν ἔπαυσε νὰ ρεμβάζῃ, κατέστη αὐστηροτέρα καὶ τέλος, μετὰ
πολλὰς ἀπειλάς, τὰ ἠνάγκασε νὰ καταβῶσιν ἀπὸ τοῦ βράχου. Ἄλλως, ἑκατοντάδας
μόνον βημάτων ἀπεῖχον τώρα ἀπὸ τῆς Δραγασιᾶς, τοῦ γηλόφου ὅπου διηυθύνοντο. Ἐπὶ
τῆς μιᾶς τῶν δύο κορυφῶν τῆς Δραγασιᾶς, τῆς χθαμαλωτέρας, ἐφαίνετο μικρά τις ἰδιόρρυθμος
καλύβη, καὶ κόκκινον σῆμα κυματίζον ἐπ᾽ αὐτῆς. Ἦτο τὸ μπαϊράκι τοῦ
ἀγροφύλακος.
Τὰ παιδία ἔτρεξαν πηδῶντα χαριέντως, ὡς οἰκόσιτα ἐρίφια, καὶ τέλος ἡ
συνοδία ἔφθασεν εἰς τὴν Δραγασιάν. Ἐκεῖ πλησίον τῆς καλύβης τοῦ ἀγροφύλακος, ἦτο
τὸ κτῆμα τῆς οἰκογενείας τῆς Ματῆς, ἐκ πολλῶν δεκάδων στρεμμάτων, ἄμπελος καὶ ἐλαιὼν
μετὰ κήπου. Ἦτο τοιχογυρισμένον ὅλον, εἶχε καὶ καλύβι, οἰκίσκον ἐξοχικόν,
καλῶς διατηρούμενον, ὅστις συνήθως ἐχρησίμευεν εἰς ἀπόθεσιν ἐλαιῶν, σύκων, ἀπίων,
καὶ τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων ἐν καιρῷ τῆς καλλιεργείας. Εἶχε καὶ ξυλίνην ληνὸν
διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ οἴνου.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου