Τρίτη 11 Ιουνίου 2019



Ἀπὸ τὴν κενότητα στὴν Ὀρθοδοξία (Γ)
Πέρασα τοὺς ἑπόμενους λίγους μῆνες μελετώντας Βουδιστικὴ φιλοσοφία τοῦ Θιβὲτ καὶ τεχνικὲς διαλογισμοῦ. Πάλι ὅμως, ὑπῆρχαν ὁρισμένα στοιχεῖα ποὺ δυσκολευόμουν νὰ δεχθῶ. Τὸ δόγμα περὶ Κάρμα φαινόταν νὰ μὴν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἐλεύθερη βούληση στὸν ἄνθρωπο. Οἱ ἀποφάσεις γιὰ τὴν διάπραξη καλοῦ ἢ κακοῦ πάντοτε κυβερνῶνται ἀπὸ προηγούμενες ἐνέργειες. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ κανείς, ἂν ἡ κάθε ἀπόφασή μας εἶναι προκαθορισμένη; Ἂν κάποιος εἶχε ἁμαρτήσει πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων, καθὼς πιστεύουν, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ καθαρθεῖ, μέσα σὲ ἕνα τόσο μικρὸ διάστημα ζωῆς; Κατὰ κάποιον τρόπο, αὐτὸ ποὺ ἦταν πιὸ δύσκολο ἦταν ὅτι φάνταζε τόσο λογικό. Λὲς καὶ εἶχε ἐπινοηθεῖ ἀπὸ ἀνθρώπινο νοῦ. Πάντως, ἡ φιλοσοφία τῆς αὐτοθυσίας εἶχε ριζώσει μέσα μου, ἄσχετα ἂν εἶχα ἀμελήσει νὰ πράξω ἀνάλογα. Ἤξερα πὼς δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ κάνω τὴν ζωὴ ποὺ ἔκανα.
Ὅσο ἔμεινα στὸ Βουδιστικὸ μοναστήρι στὸ Θιβέτ, ἄρχισα νὰ διαβάζω τὸ βιβλίο «Οἱ Περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητῆ». Στὸν προσκυνητὴ εἶδα τὴν πραγμάτωση τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ συμπόνοιας ποὺ εἶχα βρεῖ στὸν Θιβετιανὸ Βουδισμό, μόνο ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ παράδοση μὲ τὴν ὁποία εἶχα ἀνατραφεῖ. Γιατί ἄραγε δὲν εἶχα ἀκούσει γιὰ αὐτά, μεγαλώνοντας μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία; Ἀκόμα πιὸ παράδοξο ἦταν τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀδελφή μου ἦταν Ρωσσο-Ὀρθόδοξη μοναχή, καὶ ὅμως, ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέα γιὰ τὶς μυστηριακὲς ἰδιότητες αὐτῆς τῆς θρησκείας. Ἀποφάσισα πὼς ἴσως δὲν εἶμαι ἕτοιμος νὰ γίνω Βουδιστὴς καὶ πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνήσω τὴν δική μου κληρονομιὰ περισσότερο.
Ἀφοῦ δέχθηκα ἀρκετὲς ξυλιὲς στὸ κεφάλι, κατέληξα στὸ συμπέρασμα πὼς ὅλα τὰ ταξίδια μου ἦταν μᾶλλον μάταια καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ γυρίσω στὸ σπίτι καὶ νὰ ρίξω ἄγκυρα. Εἶχα κάνει σχέδια νὰ συναντηθῶ μὲ φίλους στὴν Αἴγυπτο τὰ Χριστούγεννα, ὅμως βρῆκα μιὰ πιὸ φθηνὴ πτήση γιὰ Κωνσταντινούπολη, καὶ θεώρησα πὼς θὰ ἦταν ἕνα πιὸ καλὸ σημεῖο ἀναχώρησης γιὰ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ μετὰ Ἀμερική. Ὁ ἀερομεταφορέας ἦταν ἡ Aeroflot. Λίγες μέρες ἀργότερα, μοῦ ἦρθε ἡ ἔμπνευση πὼς ἡ ἀεροπορικὴ ἑταιρία Aeroflot ἦταν Ρωσική, καὶ πὼς ἡ ἀδελφή μου ἔμενε στὴν Μόσχα. Σκέφθηκα, μήπως ὑπάρχει ἐνδιάμεση στάση στὴν Μόσχα. Κατὰ τύχη ὑπῆρχε. Σὲ λίγες μέρες, βρέθηκα μὲ ἄδεια παραμονῆς τριῶν ἑβδομάδων καὶ βίζα γιὰ τὴν Ρωσία. Ἡ πτήση μου ἔφτασε στὴν Μόσχα τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας.
Μὲ περίμενε στὸ ἀεροδρόμιο ἡ ἀδελφή μου, καὶ ἐκεῖ ξεκίνησε ἡ 20ήμερη σειρὰ μαθημάτων-ἐξπρὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἄρχισε νὰ ἀνοίγεται ἕνας νέος κόσμος γιὰ μένα. Βρέθηκα σὲ ἕναν τόπο ὅπου οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ἡ διαμεσολάβηση ἁγίων ἦταν ἕνα σύνηθες γεγονός. Ἐτοῦτο δὲν ἦταν μία κενὴ Χριστιανοσύνη, ποὺ τὴν ἔβλεπε κανεὶς σὰν κοινωνικὴ ὑποχρέωση. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶχαν ὑπομείνει ἀπίστευτα βάσανα καὶ ταλαιπωρίες γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω ὁλόκληρους τόμους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπισκεπτόμουν ἐκκλησίες. Συζητοῦσα πολιτισμένα μὲ τὴν ἀδελφή μου τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ὅσων ὑποστηρίζουν ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Βουδισμός. Ἐκείνη ἐπανερχόταν στὸ ἴδιο σημεῖο: Ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει τὴν ἀλήθεια σὲ μορφὴ ἑνὸς Προσώπου: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν σημασία. Εἴτε ἦταν δύναμις, εἴτε ἦταν Πρόσωπο, δὲν ἔβλεπα καμία διαφορά.
Τότε γνώρισα τὸν πατέρα Ἀρτέμιο, γνωστὸ Μοσχοβίτη ἱερέα μὲ τεράστιο ποίμνιο. Εἶναι ἄνθρωπος τῆς αὐτοθυσίας, ποὺ ἔχει ἀφιερώσει ὁλόκληρη τὴν ζωή του στὸν Χριστὸ καὶ στὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. Φτάσαμε στὴν ἐκκλησία του κατὰ τὴν ἀγρυπνία τοῦ Σαββάτου. Τὸν βρήκαμε νὰ ἐξομολογεῖ, μὲ ἕνα πλῆθος πενήντα ἕως ἑκατὸ ἀνθρώπων νὰ περιμένουν γιὰ ἐξομολόγηση. Στάθηκα στὴν ἄκρη τοῦ κύκλου, καί, πρὶν περάσει πολλὴ ὥρα, τραβήχτηκα στὸ κέντρο του ἀπὸ τὸν πατέρα Ἀρτέμιο. Μὲ μάτια κλειστά, καὶ τὰ χέρια του πάνω στοὺς ὤμους μου, ἄρχισε νὰ μοῦ μιλάει. Ὅταν ἤθελε νὰ τονίσει κάποιο σημεῖο, «ἐμβόλιζε» τὸ μέτωπό μου μὲ τὸ δικό του. Καθώς μοῦ μιλοῦσε μὲ ἀρκετὰ διανθισμένα Ἀγγλικά, μοῦ δόθηκε ἡ ἐντύπωση πὼς αὐτὸς ὁ ἱερέας – ποὺ δὲν εἶχα γνωρίσει ποτέ – γνώριζε πολλὰ περισσότερα γιὰ τὸ ἄτομό μου ἀπ’ ὅσα θὰ ἔπρεπε. Αὐτὸ ὅμως ποὺ μὲ συγκλόνισε, ἦταν ἡ ἐντύπωση πὼς εἶχε ἕνα πιεστικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ψυχή μου, λὲς καὶ εἶχε προσωπικὸ μερίδιο σ’ αὐτήν.
Μοῦ μιλοῦσε συνεχῶς ἐπὶ δέκα λεπτά, ἐνῶ οἱ ἀδημονοῦσες μπάμπουσκες (γιαγιάδες) ἕσφιγγαν τὸν κλοιό τους γύρω μας. Συνέχιζε νὰ μοῦ μιλᾶ, ἐξηγώντας πὼς ἡ ἐμπειρία μου στὸ Νεπάλ μοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὲ βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸν ὑλισμό. Μετὰ μοῦ ἐξήγησε γιατί ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἡ ἀληθινὴ πίστη: μόνο αὐτός, εἶχε ἕναν προσωπικὸ Θεό. Καὶ πάλι δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὅμως, ἔφυγα ξαλαφρωμένος καὶ ἂς μὴν εἶχα μιλήσει σχεδὸν καθόλου.
Μέσα στὸν γυμνὸ τάφο τῆς Μόσχας, μοῦ ἀνοιγόταν ἕνας καινούργιος κόσμος. Ἡ καταπίεση τῆς πόλης μὲ βάραινε ἐλάχιστα, καθὼς ἀντιλαμβανόμουν πὼς ἡ οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του ἦταν στὴν πραγματικότητα πιὸ κοντὰ ἀπὸ τοὺς γκρίζους ὄγκους τῶν κτιρίων ποὺ πλάκωναν τὴν πόλη. Ἐπισκέφθηκα τὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἀξιώθηκα νὰ προσκυνήσω τὰ λείψανα ἑνὸς ἁγίου. Ἐκεῖνα τὰ «νεκρὰ ὀστᾶ» περιεῖχαν περισσότερη ζωὴ μέσα τους, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Νότιο Καλιφόρνια. Ἡ παραμονή μου ἀποκορυφώθηκε μὲ τὰ Χριστούγεννα στὸ Μετόχι τοῦ Βαλαάμ. Ἔνιωθα πὼς ἤμουν περιστοιχισμένος ἀπὸ ἁπλοὺς –φαινομενικά- ἀνθρώπους, ὅμως τὸ ἕνα πόδι τους πατοῦσε στὸν οὐρανό. Ὁ Χριστιανισμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι θρησκεία μίας μὴ ἁπτῆς πίστεως, ἐγὼ ὅμως ἐλάμβανα ἁπτὲς ἐπαληθεύσεις, ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν.
Λίγες μέρες ἀργότερα, ἀναχώρησα ἀπὸ τὴν Μόσχα. Πρὶν φύγω, ἡ ἀδελφή μου μὲ ἐπέπληξε, λέγοντας: «Ἀγαπημένε μου, ἂν μπορεῖς νὰ περάσεις τρεῖς μῆνες καθισμένος μὲ Βουδιστές, τουλάχιστον πέρασε ἕνα μήνα στέκοντας ὄρθιος μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους.» Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα. Ἐπισπεύδοντας τὴν ἐπιστροφή μου, ἔφτασα στὴν Καλιφόρνια μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες. Τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πῆρα τὸν χωματόδρομο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας. Τὸ πρῶτο ποὺ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, ἄρτι ἀφιχθεὶς ἀπὸ τὸ Σὰν Ντιέγκο, ἦταν τὸ ἀναχρονιστικὸ τῶν μοναχῶν μέσα στὸν εἰκοστὸ αἰώνα. Ποῦ ἀκούστηκε, νὰ ἐγκαταλείπει κανεὶς τὴν ἄνεση καὶ τὴν ἰδιοκτησία στὴν ἐποχή μας; Ἦταν τὸ μέσον τῆς Σαρακοστῆς, καὶ ἦταν ὁλοφάνερο πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνδρες εὑρίσκονταν ἐν μέσω πνευματικοῦ πολέμου. Ἡ σοβαρότητα διαπότιζε τὸ μοναστήρι. Φάνηκαν ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, καὶ τέτοιο φαινόμενο δὲν τὸ εἶχα συναντήσει, οὔτε στὴν ΙΒΜ οὔτε στὴν Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν ἢ στὴν Ἰαπωνία. Ἔβλεπα τὸν πόνο στὰ μέρη αὐτά, ἀλλὰ ἦταν ὄντως πρόθυμοι νὰ τὰ δώσουν ὅλα γιὰ τὸ ἕνα τὸ χρειαζούμενο; Παρὰ τὰ τόσα ποὺ εἶχα δεῖ, ἀκόμα δὲν εἶχα στερεώσει τὴν πίστη μου στὸν Θεό, ὅμως ἤξερα πὼς οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἔβλεπαν κάτι, καὶ τὸ ἤθελα καὶ ἐγώ.
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ἔφτασε. Τὴν ἡμέρα αὐτή, μνημονεύεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὸν Χριστό, τέσσερις μέρες μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό του. Μὲ ξύπνησαν πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ γιὰ νὰ πᾶμε στὴν Θεία Λειτουργία σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι, καὶ ἐν συνεχεία στὸ γεῦμα ἐκεῖ. Ξύπνησα, ἀλλὰ ξανακοιμήθηκα ἀμέσως. Ὅταν τελικὰ σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι, βρῆκα ὅλο τὸ μοναστήρι ἄδειο. Ψυχὴ δὲν εἶχε μείνει μέσα. Καθὼς τριγυρνοῦσα μέσα στοὺς χώρους τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὕμνος «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ἐκεῖνος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα…» ἀντηχοῦσε μέσα στὸ κεφάλι μου. Κατάλαβα, πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβεῖ, σωματικὰ καὶ πνευματικά. Ὁ Κύριος μὲ κάλεσε καὶ μοῦ πρόσφερε ἕνα γεῦμα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶχα μείνει συγκρατημένος… Μοῦ εἶχε κλείσει τελικὰ ὁ Θεὸς τὴν πόρτα; Πῆρα τὸν χωματόδρομο τῆς ἐπιστροφῆς, κατηφορίζοντας στὴν βουνοπλαγιά, ἐλπίζοντας σὲ ὠτο-στὸπ πρὸς τὸ μοναστήρι. Στὸ δρόμο μελετοῦσα τὰ γεγονότα τῆς ἡμέρας καὶ ἦταν προφανὲς ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε ἐπιτρέψει νὰ μείνω πίσω, γιὰ νὰ μὲ βγάλει ἀπὸ τὴν ἀναποφασιστικότητά μου.
Καὶ ἀμέσως τότε, μοῦ ἦρθε σὰν κεραυνός, τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσαν μὲ τὰ λόγια «προσωπικὸς Θεός»! Γιατί νὰ μοῦ ἔστελνε μία «ἀπρόσωπη δύναμη» ἕνα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα σωτηρίας γιὰ τὴν ψυχή μου; Σὰν ἀπρόσωπη, θὰ εἶχε τὴν ἔγνοια τί θὰ ἀπογινόμουν ἐγώ; Ἄρα, ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, εἰμὴ μόνο ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Μία «δύναμη» δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει (καὶ σᾶς προκαλῶ νὰ ἀγαπήσετε ἐσεῖς μία ἀπρόσωπη δύναμη). Ἔτσι, ἔφτασα στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ Θεὸς ἔπρεπε νὰ εἶναι Πρόσωπο. Μόλις κατέληξα στὸ συμπέρασμα αὐτό, ἄκουσα τὸν ἦχο ἑνὸς αὐτοκινήτου νὰ πλησιάζει ἀπὸ πίσω. Ἦταν ὁ γείτονάς μας στὸ βουνό. Τοῦ ἔκανα σινιάλο νὰ σταματήσει καί, κατὰ περίεργη «σύμπτωση», συνέβαινε νὰ πηγαίνει στὴν ἑβδομαδιαία ἐπίσκεψή του στὸ κατάστημα ποὺ γειτόνευε στὸ μοναστήρι. Ἔφτασα ἐγκαίρως γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία.
Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τότε, καὶ σήμερα εἶμαι ρασοφόρος μοναχός, ἕνας ἀναχρονισμός, ἂν θέλετε. Οἱ ἀγῶνες μου δὲν ἔπαψαν, ὅμως οἱ ἡμέρες περιπλάνησης ἔχουν τελειώσει πιά. Μερικὲς φορὲς θρηνῶ γιὰ τὸ σπαταλημένο παρελθόν μου, ἀλλὰ ὅταν κοιτάξω πιὸ προσεκτικά, βλέπω τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ μὲ καθοδηγεῖ μέσα ἀπὸ τὶς πιὸ ἔρημες περιόδους τῆς ζωῆς μου. Μὲ ἔφερε ἐδῶ γιὰ κάποιο σκοπό, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἐν καιρῷ.
Μοναχὸς Ἀδριανὸς
Περιοδικὸ Orthodox Word, τεῦχος 190

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου