Κυριακή 9 Ιουνίου 2019



Ἀπὸ τὴν κενότητα στὴν Ὀρθοδοξία (Α)
Βρέθηκα περιστοιχισμένος ἀπὸ τὶς πέντε ψηλότερες κορυφὲς τῶν Ἰμαλαΐων, στὰ 14.000 πόδια ὑψόμετρο. Χάζευα τὴν ὁροσειρὰ Ἀναποῦρνα καθὼς ἀνέτειλε πάνω τους ὁ ἥλιος. Το ταξίδι μου στὸ Νεπὰλ εἶχε ἀρχίσει πρὶν λίγες ἑβδομάδες, καὶ τὸ ἀποκορύφωμά του ἦταν αὐτό. Στεκόμουν ἔκθαμβος ἐνώπιον τῆς ἀδιάφθορης ὀμορφιᾶς ποὺ ἁπλωνόταν πάνω ἀπὸ μένα, ὅταν μία σκέψη τρύπωσε στὸ νοῦ καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει: «Ἐ καί, λοιπόν, ποιός ὁ σκοπός;» Ὁ ἐγωισμός μου ἀμέσως ἀνταπάντησε στὸ τυχαῖο αὐτὸ σχόλιο: «Ποιός ὁ σκοπός; Τί ἐννοεῖς, ποιός ὁ σκοπός; Ὁ σκοπὸς εἶναι πὼς ἔκανες τόση πεζοπορία γιὰ νὰ δεῖς αὐτὰ τὰ βουνά. Λοιπόν, ἀπόλαυσέ τα τώρα!» Καὶ ὅμως, ἡ σκέψη ἐκείνη ταλάνιζε τὸν νοῦ μου. Ναί, ἦταν ὄντως ἀπὸ τὰ ὡραιότερα θεάματα ποὺ εἶχα δεῖ ποτέ, καὶ χαιρόμουν τὴν στιγμὴ αὐτή, ἀλλά, ποῦ θὰ βρίσκονται τὰ συναισθήματα αὐτὰ αὔριο, ποὺ δὲν θὰ εἶμαι πιὰ τόσο πολὺ ἐμπνευσμένος; Ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου αὐτοῦ ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ μοῦ δώσει ἱκανοποίηση. Θα ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα ἀντιληφθεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ χρειάστηκε νὰ σκαρφαλώσω στὴν κορυφὴ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ τὸ παραδεχθῶ. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα μου πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Μέχρι ἐκεῖνο τὴ σημεῖο, ὁλόκληρη ἡ ἐνήλικη ζωή μου ὑπῆρξε κοσμική, ἀφιερωμένη στὴν ἀπόλαυση ποικίλων παθῶν. Εἶχα ἀποφοιτήσει ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο στὰ 21 μου χρόνια, μὲ σχέδια νὰ γίνω ἐπιχειρηματίας, ἐνῶ παράλληλα θὰ ἐπιδίωκα καριέρα στὴν ζωγραφική. Ἐντὸς ἑνὸς ἔτους, φάνηκε πὼς πλησίαζα νὰ πετύχω τὸν στόχο μου. Ζοῦσα τότε στὸ Λονδίνο, ἀπασχολούμενος ἀπὸ τὴν ἑταιρεία Ι.Β.Μ. Ἡ ἐργασιακή μου θέση ἦταν ἐξασφαλισμένη καὶ μία προαγωγὴ ἦταν καθ’ ὁδόν. Ἡ προσωπική μου ζωὴ ἔμοιαζε μὲ αὐτὴ τῶν περισσοτέρων τῆς γενιᾶς μου: περιστασιακὲς σχέσεις, κυνήγι τῆς ἄνεσης καὶ συνεχεῖς περισπασμούς, γιὰ νὰ προστατεύω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τυχὸν ἐνδοσκόπηση.
Περίπου τὸν ἴδιο καιρό, ἡ ἀδελφή μου ἔγινε Ὀρθόδοξη μοναχὴ στὴν Ἀλάσκα. Ἂν αὐτὸ ἦταν σύμπτωση ἢ ὄχι, δὲν εἶμαι βέβαιος. Πάντως, ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ μετά, τὸ πάθος μου γιὰ ἐγκόσμιες ἀναζητήσεις ἄρχισε νὰ φθίνει. Ἐξετάζοντας τοὺς συνεργάτες μου, ἔβλεπα πὼς κανείς τους δὲν φαινόταν πραγματικὰ χαρούμενος ἢ ἱκανοποιημένος. Ἐκείνη ἡ διαφεύγουσα ποιότητα τῆς ἱκανοποίησης ποτὲ δὲν βρισκόταν ἐκεῖ, ἀλλὰ πάντοτε, σαγηνευτικά, μᾶς περίμενε μετὰ τὴν στροφή. Ταξίδια, ἀθλήματα, ποτὰ μὲ τὰ «παιδιά»…ὅλα αὐτὰ φάνταζαν περισσότερο καθημερινὰ μέρα μὲ τὴν μέρα. Κάθε Δευτέρα, ἡ ἴδια ἐρώτηση: «Πῶς πῆγε τὸ Σαββατοκύριακό σου;» Κάθε Παρασκευὴ πάλι: «Τίποτε σχέδια γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο αὐτό;» Τὸ Λονδίνο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ γκρίζο, καὶ τὸ σιγανό, ἐπίμονο ψιλόβροχο ποτὲ δὲν κατάφερε νὰ ξεπλύνει ὁλότελα τὴν βρωμιά…
Ἀντὶ νὰ ἐμβαθύνω στὰ αἴτια τῆς πλήξης μου, ἔριχνα τὸ φταίξιμο σταθερὰ ἐπάνω στοὺς ὤμους τῆς ἑταιρικῆς κουλτούρας. Ὑπέθετα πὼς ἡ δυσφορία μου πρὸς τὸν κόσμο ὀφειλόταν στὸ κυνηγητὸ τοῦ χρηματικοῦ κέρδους. Ἔτσι, παραιτήθηκα ἀπὸ τὴν ΙΒΜ, ἑτοίμασα τὶς βαλίτσες μου καὶ ἐπέστρεψα στὴν Ἀμερική. Κρατώντας γερὰ τὴν δυσφορία μου αὐτὴ γιὰ τὴν εὐμάρεια καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποδοχή, ἄρχισα νὰ κατηφορίζω πρὸς τήν… Βοημία. Περιέργως, παρέλειψα νὰ παρατηρήσω ἔγκαιρα πὼς οἱ ἴδιοι κανόνες ποὺ διέπουν τὴν ἀποδοχὴ στὸν ἑταιρικὸ βίο, ἰσχύουν καὶ στὸν ἐναλλακτικὸ βίο. Ἀντὶ γιὰ κοστούμι, δερμάτινο σακάκι. Ἀντὶ τοῦ Rolex στὸ χέρι, ἕνα τατουάζ. Ἀντὶ γιὰ μανικετόκουμπα, τρύπημα στὸ φρύδι γιὰ σκουλαρίκι. Καὶ πάλι, εἶχες μπροστά σου τὸν ἴδιο ἄνθρωπο.
Ἄρχισα νὰ ἐπιδιώκω τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς πτυχίου Μάστερ στὴν σχολὴ καλῶν τεχνῶν, καὶ βρῆκα δουλειὰ στὸ Μουσεῖο Μοντέρνας Τέχνης. Τὰ ἔργα μου ἀποτελοῦσαν κάτι τεράστιοι –ἐπὶ παραγγελία- καμβάδες, σκεπασμένοι μὲ παχιὲς στρώσεις πίσσας. Ἡ πίσσα δὲν εἶχε ξαναχρησιμοποιηθεῖ σὰν μέσο τέχνης μέχρι τότε, ἔτσι ἡ δουλειά μου ἔγινε ταχύτατα δημοφιλής. Ἔβαλα τὰ δυνατά μου, νὰ δείχνω παθιασμένος μὲ τοὺς ἀφανεῖς μοντέρνους φιλοσόφους, τὰ μετά-πὰνκ ἔργα καὶ τὰ καληνυχτίσματα ἀργὰ τὴν νύχτα, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ μὲ κούραζαν. Ὑπέθεσα πὼς κάτι λάθος ὑπῆρχε σὲ μένα. Γιατί νὰ τὸ βρίσκω ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μου, νὰ κάνω σοβαρὴ συζήτηση γιὰ μία ἐπίδειξη σὲ γκαλερί, ποὺ στὰ ἐκθέματά της εἶχε σὰν ἐπίκεντρο ἕνα καλάθι γεμάτο ἀπὸ τσαλακωμένα τενεκεδάκια ἀλουμινίου, καὶ ἐσώρουχα τεντωμένα πάνω σὲ κομμάτια σύρματος; Γιατί δὲν μποροῦσα νὰ ἀντλήσω χαρά, παρακολουθώντας ἕνα ἀνερχόμενο καλλιτέχνη νὰ κρώζει σὰν κότα ἐπὶ δεκαπέντε λεπτά; Εὐτυχῶς, πολὺ γρήγορα ἐξαντλήθηκα ἀπὸ αὐτὸν τὸν «ἐναλλακτικὸ» τρόπο ζωῆς, καὶ ἦταν ἀκριβῶς τότε, πού μου τηλεφώνησε ἕνας φίλος, νὰ μὲ ρωτήσει ἂν ἤθελα νὰ πάω στὴν Ἰαπωνία. Πάντα μὲ ἐνδιέφεραν οἱ Ἀσιατικὲς κουλτοῦρες, καί, μιὰς καὶ θεωροῦσα τὸν ἑαυτόν μου ἕνα κατ’ ἐξοχὴν περιπλανώμενο, βρέθηκα, μέσα σ’ ἕνα μήνα, στὸ Κυότο τῆς Ἰαπωνίας.
Ἐγκλιματίστηκα γρήγορα στὸ νέο περιβάλλον. Μέσα σὲ δύο ἑβδομάδες, εἶχα γραφτεῖ σὲ μαθήματα γλώσσας, καὶ μάλιστα βρῆκα ἐργασία διδάσκοντας Ἀγγλικά. Ἦταν ἀλλόκοτο, νὰ ζεῖς σὲ μία χώρα ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀφήσει τὸ αὐτοκίνητό του μὲ τὴν μηχανὴ ἀναμμένη μέχρι νὰ πάει νὰ ψωνίσει κάτι ἀπὸ ἕνα μαγαζί, χωρὶς νὰ ἀνησυχεῖ πὼς θὰ τοῦ τὸ κλέψουν. Ἡ τιμιότητα ἦταν τὸ μέτρο, καὶ αὐτὸ ἐνεργοποίησε μία ἀλλαγὴ μέσα μου. Ἡ συνείδησή μου ἄρχισε νὰ ἐπανέρχεται στὴ ζωή. Ἔνιωσα τρομερὴ ἀνακούφιση, ὅταν ἄρχισα νὰ κάνω ἁπλὰ πράγματα ὅπως νὰ πληρώνω τὸ σωστὸ ἀντίτιμο στὰ διόδια. Ἦταν ἡ ἁπλὴ τήρηση τῶν νόμων, χωρὶς καμία βαθύτερη κατανόηση, ὅμως ἦταν ὁ καταλύτης γιὰ λεπτὲς ἀλλαγές, καὶ μποροῦσα νὰ ἀνασάνω πιὸ εὔκολα.
Ζώντας μέσα στὴν ἀρχαία πρωτεύουσα τῆς Ἰαπωνίας, βρέθηκα ἐκτεθειμένος καθημερινὰ σὲ μία παράδοση δύο χιλιάδων χρόνων. Είχα ἀνατραφεῖ στὰ προάστια τῆς Νοτίου Καλιφόρνιας (τὸ γηραιότερο κτίριο τῆς γειτονιᾶς μου ἦταν δέκα μόλις ἐτῶν), καὶ τώρα βρέθηκα νὰ κατοικῶ δίπλα σὲ ἕνα ναὸ χιλίων ἐτῶν, ποὺ εἶχε ὑπηρετήσει ἀμέτρητους αὐτοκράτορες. Οἱ ναοί, οἱ κῆποι, καὶ τὰ ἔθιμα, ἄρχισαν νὰ δίνουν τροφὴ σὲ μία ψυχὴ ποὺ εἶχε καταναλώσει ὑπερβολικὲς ποσότητες πίσσας. Καθὼς ἔνιωθα νὰ μὲ προσελκύει μὲ φυσικότητα ἡ ὀμορφιὰ τῶν παραδόσεων, μπῆκα σὲ μία φάση ἐνασχόλησης μὲ τὸν Βουδισμὸ τοῦ Ζέν. Γιὰ ἕνα μυαλὸ εὔκολα ἀποσπώμενο καὶ ἀνυπόμονο, μοῦ φάνηκε ὑπερβολικὰ δύσκολος δρόμος. Σὲ ἕνα ναὸ Ζέν, ὑπάρχει μόνο ἕνας σωστὸς τρόπος νὰ κάνεις κάθε πράξη, καὶ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀκρίβεια. Οἱ ὑποκλίσεις μου ἦταν πολὺ ἀπότομες, καὶ οἱ κάλτσες μου ποτὲ δὲν ἦταν ἀρκετὰ καθαρές. Ὁ ἱερέας ἔνιωθε φρίκη με τὴν ἐμφάνισή μου. Ἡ τελειότητα ἦταν ἀπαίτηση, καὶ ἐγὼ ἤμουν ἐξαιρετικὰ ἀνεπαρκής. Τελικὰ διέκοψα, ὄχι λόγω τῆς ἀνεπάρκειάς μου, ἀλλὰ λόγω τῆς τελείας ἀπουσίας τῆς χαρᾶς ποὺ ἔνιωθα ἐκεῖ πέρα. Παραῆταν ὅλα μηχανικά: πάτα τὰ σωστὰ κουμπιά, καὶ λάβε διαφωτισμό. Ὑπῆρχε μία σχετικὴ γαλήνη ποὺ τὴν ἔνιωθα μετὰ τὸν διαλογισμό, ἀλλὰ αὐτὸ βοηθοῦσε ἄραγε καὶ τοὺς ἄλλους ἐκεῖ; Σκεφτόμουν πὼς μποροῦσα νὰ ἐπιτύχω τὴν ἴδια γαλήνη μὲ λιγότερο κόπο, καταπίνοντας ἕνα ἠρεμιστικὸ χάπι…
Πέρασαν τρία χρόνια, τὰ Ἰαπωνικά μου ἦταν ἐπαρκῆ, καὶ ἔνιωθα πὼς εἶχα ξεκοκαλίσει ὅλα ὅσα ἦταν χρήσιμα ἀπὸ τὴν κουλτούρα αὐτή. Ἡ πρόκληση τῆς ἐπιβίωσης σὲ μία ξένη κουλτούρα εἶχε ἐξατμιστεῖ, ὁ μισθός μου ἦταν ὑψηλός, ἡ δουλειά μου εὔκολη… διέκρινα τὸν ἑαυτό μου νὰ γίνεται χαλαρός. Ἄνετα θὰ μποροῦσα νὰ περάσω τὰ ἑπόμενα σαράντα χρόνια σ’ αὐτὴν τὴν γεμάτη θαλπωρὴ γωνιὰ ποὺ εἶχα σμιλέψει μόνος μου. Ὅμως, παράτησα τὴν δουλειά μου, παρέδωσα τὸ σπίτι μου καὶ ἄρχισα τὸ ἀργὸ ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴν Ἀμερική.
Μοναχὸς Ἀδριανὸς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου