Πέμπτη 4 Απριλίου 2019



Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις
Συνέπεσε μίαν ἑσπέραν, ὥρᾳ καθ᾿ ἣν ἤναπτον τοὺς φανούς, νὰ διέλθω πλησίον τοῦ παλαιοῦ Τζαμίου, παρὰ τὰς ποινικὰς φυλακάς. Ἐκεῖ, ἔξω εἰς τὸν πρόδομον, ἄνωθεν τῆς πλατείας μαρμαρίνης κλίμακος, εἶδον μορφὴν γυναικὸς μὲ μακροὺς λευκοὺς πέπλους, νὰ ἵσταται ἀκίνητος ἔξωθεν τῆς θύρας, ἐπὶ τοῦ προδόμου. Εἶπα: «Ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμη φαντάσματα!» Καὶ ᾐσθάνθην κρυφὴν χαράν.
Δὲν ἠρώτησα ἂν εἶχον προορίσει τὸ Τζαμίον ὡς κατάλυμα διὰ γυναικόπαιδα, πρόσφυγας ἀτυχεῖς, ἀποδιωγμένους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ἀνεμοζάλην, θύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ φανατισμοῦ. Ὅταν ἀπεμακρύνθην μόνον ἐπαρουσιάσθη ἡ ἐξήγησις, ἡ εἰκασία αὕτη, εἰς τὸ πνεῦμά μου.
Ὑπῆρχον ἀνέκαθεν, ἐκτὸς τοῦ Τζαμίου τούτου, δύο ἄλλα, ἴσως μικρότερα. Τὸ ἓν εἶχε χρησιμεύσει ὡς φυλακή, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, τὸ ἄλλο ὡς στρατιωτικὸς φοῦρνος. Ἐκεῖνο, περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ ὁ λόγος, ἐχρησίμευεν ὡς στρατὼν τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Τὸν χορὸν τῶν ὀρχουμένων δερβισῶν διεδέχθη χορὸς μουσικῶν Ἑλλήνων.
Ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσῃς κάπου ἐκεῖ σιμά, κατ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους, ἤκουες τὸν εὐάρεστον καὶ παράξενον ἦχον τῶν χορδιζομένων ὀργάνων καὶ τῶν συλλαβιζομένων ἢ παραλλαγιζομένων μελῳδιῶν. Καὶ διετίθεσο τότε εὐθύμως, καὶ ἐνόεις τί θὰ πῇ νὰ εἶναί τις δερβίσης.
Γύρω - γύρω, ὑπῆρχον καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη δωδεκάδες μαγειρεῖα καὶ πατσατζίδικα καὶ εἰκοσάδες ταβέρνες. Ἐκεῖ ἦτο ἡ Παλαιὰ Ἀγορά. Ἐκεῖ ἦσαν ὑπόγεια μὲ δεκαπέντε καὶ εἴκοσι σκαλοπάτια κάτω, ὅπου ἦτο κόπος ν᾿ ἀναβῇ τις πλέον, ἅμα ἅπαξ κατέβαινεν. Ἐκεῖ ἐπωλεῖτο ἡ εὐθυμία. Μὲ εἴκοσι ἢ τριάντα λεπτὰ ἠγόραζέ τις μεγάλην δόσιν, μέγα ποσὸν εὐθυμίας. Μὲ ἑξῆντα λεπτὰ ἠγόραζον ὁλόκληρον τὴν εὐθυμίαν.
Ὅλα αὐτὰ ἦσαν πολὺ γείτονα μὲ τὸ Τζαμίον, ζῶσαν ἀνάμνησιν τῆς παλαιᾶς πόλεως, καὶ στρατῶνα τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Ἀπὸ ὅλους τοὺς καλλιτέχνας, τοὺς μουσικοὺς ἀγαπῶ περισσότερον. Εἶναι πολὺ καλὰ παιδιά, καθὼς λέγουν οἱ Γάλλοι.
Τώρα δὲν ἠξεύρω πλέον εἰς τί χρησιμεύει τὸ Τζαμίον. Ποτὲ δὲν ζητῶ πληροφορίας. Ἄλλως, οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας εἶναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ὥστε διὰ νὰ ἐρωτήσῃς κανένα τίποτε, πρέπει νὰ τοῦ πληρώσῃς τὰ χασομέρια του.
Ὅλα ταῦτα ἴχνη τῆς Τουρκοκρατίας. Ἤκουσα ὅτι οἱ Τοῦρκοι τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν πολὺ καλοὶ καὶ φρόνιμοι ἄνθρωποι. Ὡμίλουν ἑλληνιστί. Ἐπονοῦσαν τὸν τόπον. Ὅσοι ἐπέζησαν μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν, καὶ ἠναγκάσθησαν ἀπὸ τὰς προλήψεις τῆς φυλῆς των νὰ φύγουν, ἔχυσαν πύρινα δάκρυα. Ἐπώλησαν πλεῖστα κτήματα ἀντὶ ἑκατοντάδων τινῶν γροσίων. Ἄλλοι τὰ ἄφησαν ἔρημα, διὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ ἡμέτεροι Ἀθηναῖοι.
Ἐκ τῶν προμάχων τῆς Ἀκροπόλεως ὀλίγοι ἐζήτησαν ἢ ἔλαβον μισθοὺς καὶ βαθμούς. Ἐπροτίμησαν ὡς πρακτικοὶ ἄνθρωποι, προβλέποντες τὴν ὑπερτίμησιν τῶν γαιῶν, ν᾿ ἀποκτήσουν περιουσίας. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἰς τὰς πολιτικὰς δίκας, τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα τῆς διαδικασίας ἦτο ἡ διὰ μαρτύρων ἀπόδειξις. Ὅσοι τῶν Ἀθηναίων ἦσαν νηφάλιοι, καὶ τοιοῦτοι ἦσαν πλεῖστοι, ἔσπευδον νὰ ἐπωφεληθῶσιν. Οἱ λοιποὶ ἐλάμβανον ἓν ἢ περισσότερα σβάντσικα καὶ ἠγόραζον τὴν εὐθυμίαν εἰς τὰ ὑπόγεια τῆς Ἀγορᾶς καὶ τῆς Πλάκας. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ περιουσίαι, καὶ πλεῖστοι ἀπέθανον ἐπὶ τῆς ψάθης.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου