Νὰ θυμᾶσαι πιὸ πολύ
τοὺς κεκοιμημένους
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, βρέθηκα στὸ Ἅγιον Ὅρος παρακολουθώντας μία ἀξέχαστη
Θεία Λειτουργία σὲ ἕνα ταπεινὸ κελλάκι, μὲ λειτουργό, εὐλαβῆ Ἱερομόναχο, ἁγιασμένη
ψυχὴ ποὺ πλέον αὐλίζεται εἰς τόπους, ἔνθα τῶν δικαίων τὰ πνεύματα ἀναπαύονται…
Νέος παπὰς ὁ γράφων, ἄγευστος ἀκόμα τῆς μεταμορφωτικῆς ἐμπειρίας τοῦ πολιοῦ
καὶ σεβασμίου λειτουργοῦ, ποὺ κρυμμένος σχεδὸν μέσα στὸ μισοσκόταδο, στέκονταν
εὐθυτενὴς παρὰ τὸ βάρος τοῦ χρόνου ποὺ ἀγόγγυστα στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε καὶ
τὸν ἔβλεπα νὰ μνημονεύει ψυχές, μὲ ἕνα χαμόγελο νὰ διαγράφεται στὰ χείλη του ποὺ
ἔτρεμαν προφέροντας σχεδὸν μυστικὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ μοναδικὸ κερὶ ποὺ εἶχε κοντά του, τοῦ προσέφερε μία ὁριακὴ ματιὰ σὲ αὐτὸ
ποὺ μποροῦσε ὁ καθένας μας νὰ δεῖ, ὅσο τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ποὺ τρεμόπαιζε πολεμοῦσε
νὰ ἀποδιώξει τὸ μεταμεσονύκτιο σκοτάδι.
Ἐκεῖνος, κυπαρίσσι ποὺ ὁ ἀγέρας τῆς ζωῆς δὲν κατάφερε νὰ ρίξει στὴν γῆ, ἔστεκε
κοιτώντας τὸ δισκάριο καὶ μνημόνευε γιὰ ὧρες, διακόπτοντας μόνο ὅπου ἡ ἀκολουθία
ἐπέβαλλε τὴν διακοπὴ γιὰ τὶς ἐκφωνήσεις. Τὸν κοίταζα μὲ προσοχή, νὰ διαβάζει ἀτέλειωτα
ὀνόματα καὶ κάπου κάπου ἔβλεπα δάκρυα νὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ μάτια του. Πλησίασα ἀθόρυβα
κοντά του, ἀπὸ τὴν μία νὰ καταστῶ κοινωνὸς αὐτῆς τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ,
μνημονεύοντας ὀνόματα δικά μου καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ παρακολουθήσω αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος
τὴν στιγμὴ αὐτὴ ζοῦσε. Μὲ κοίταξε σὲ κάποια στιγμὴ καὶ μοῦ εἶπε:
-Παπα-Θωμᾶ, καλύτερα νὰ θυμᾶσαι πιὸ πολύ τοὺς κεκοιμημένους παρὰ τοὺς
ζωντανούς...
Δὲν πολυκατάλαβα τὸ νόημα τοῦ λόγου του, συνέχισα νὰ μνημονεύω, χωρὶς νὰ
μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ τί ζοῦσε ἐκεῖνος! Σὲ κάποια στιγμή, ἡ μνημόνευση ὁλοκληρώθηκε,
ἔτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πῆγα, δειλά δειλὰ κοντά του, μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀρχαρίου
ποὺ ἀποζητᾶ νὰ μάθει καὶ τὸν ρώτησα:
-Γιατί γέροντα περισσότερο τοὺς κεκοιμημένους;
Τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μοῦ ἀπάντησε. Καὶ αὐτὸ ἦταν μία ἐπιβεβαίωση τῆς δικῆς
μου ἀπειρίας, νὰ τὸν ρωτήσω πράγματα ποὺ βλέποντάς τα δὲν μπορεῖς νὰ τὰ
καταλάβεις. Ὡστόσο, τελειώνοντας ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ σεβάσμιος Γέροντας μὲ
πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε:
«Ὅταν πρωτόρθα στ’ Ἁγιονόρος, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, μικρότερος ἀπὸ σένα
στὴν ἡλικία, εἶχα τὴν εὐλογία νὰ ἔρθω κοντὰ στὸν μακαριστὸ Πνευματικὸ παπα-Τύχωνα.
Ἔτυχε, κάποια στιγμή, ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ἑνὸς διπλανοῦ κελλίου νὰ κοιμηθεῖ αἰφνιδίως.
Ὁ παπα-Τύχωνας, θέλησε νὰ τὸν σαρανταλειτουργήσει. Κάθε μέρα τελοῦσε τὴν Θεία
Λειτουργία μνημονεύοντας ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, ἰδιαίτερα ὅσων δὲν εἶχαν
πλέον κανέναν νὰ τοὺς θυμᾶται, ἀλλὰ πρῶτα τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ πέρασε τὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ.
Τελειώνοντας τὸ σαρανταλείτουργο, στὴν τελευταία λειτουργία, τὸ εἶδα αὐτὸ
ποὺ σοῦ λέω, λίγο πρὶν βάλει τὸ «δι’ εὐχῶν» στάθηκε κοιτώντας τὴν προσκομιδή. Ἡ
περιέργεια μὲ ὁδήγησε νὰ κοιτάξω καὶ ἐγὼ μὲ τρόπο, νὰ δῶ τί κοιτοῦσε. Καὶ εἶδα
ξεκάθαρα τὸν κοιμηθέντα νὰ στέκει γονατιστὸς μπροστὰ στὸν παπα-Τύχωνα, νὰ βάζει
μετάνοια, σὰν νὰ τοῦ λέει εὐχαριστῶ καὶ ξάφνου νὰ χάνεται ἀπὸ μπροστά του… Τὸ εἶδα,
παιδί μου, καὶ αὐτὸ δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴν μνήμη μου. Κάθε φορὰ ποὺ στέκω μπρὸς
στὴν προσκομιδή, θυμᾶμαι τὸν Γέροντα καὶ τὴν ψυχὴ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν εὐχαριστήσει…»
Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Καὶ στὴν σειρὰ τῶν παλαιῶν ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν ἀποστολή
τους στὸ Ἅγιο Βῆμα, μπήκαμε οἱ νεότεροι…
Καὶ ὅταν στέκω μπρὸς στὴν προσκομιδή, θυμᾶμαι τὸν εὐλαβῆ λειτουργὸ τοῦ
Θεοῦ, θυμᾶμαι τὴν ἀπέριττη Θεία Λειτουργία στὸ Ἁγιορείτικο Κελλὶ καὶ εὐχαριστῶ
τὸν Θεὸ γιατί, μέσα στὶς πολλὲς δωρεές, ἔδωσε καὶ τούτη τὴ Χάρη. Νὰ στέκεις
μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ νὰ ἑνώνεις δύο κόσμους, τῶν φθαρτῶν καὶ τῶν αἰωνίων…
π. Θωμᾶς Ἀνδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου