Κοκκώνα θάλασσα
Ὀλίγας ἡμέρας μετὰ
τὸ Πάσχα, ὁ πλοίαρχος Τζώνης ἐπεβιβάζετο ἐκ νέου διὰ ν᾽ ἀποπλεύσῃ.
Ὁ καιρὸς ἐφαίνετο ἄσχημος.
Συννεφιασμένος ἦτον ὁ οὐρανὸς καὶ ἄστατοι ἄνεμοι ἔπνεον. Τὴν ὥραν ποὺ ἔφθασεν ὁ
πλοίαρχος εἰς τὸ πλοῖον, ἐνῷ τοῦτο ἦτον στὰ πανιὰ κ᾽ ἔκαμνε βόλτες, ὁ
γερο-Νικόλας ὁ ναύκληρος ἵστατο παρὰ τὴν πρύμνην, κ᾽ ἐκοίταζεν ἀνήσυχος κατὰ τὸν
κόλπον, ὅπου θὰ ἔστρεφε πρῷραν μετ᾽ ὀλίγον τὸ σκάφος.
― Μπουρίνια θά ᾽χουμε,
καπετάνιο, εἶπε.
― Μπουρίνια! τόσο
καλύτερα, εἶπεν ὡσὰν ἀφηρημένος ὁ πλοίαρχος.
― Τί λές!
― Θεὸς νὰ μᾶς φυλάῃ
ἀπ᾽ τὶς μπόρες τῆς στεριᾶς, γερο-Νικόλα.
Ὁ ναύκληρος τὸν ἐκοίταξε
περιέργως, ἐπειδὴ κάτι ἤξευρεν ἢ ὑπώπτευεν. Ἐν τούτοις δὲν εἶχον γνωσθῆ πολλὰ
πράγματα εἰς τὸ χωρίον, ὅσον ἀφορᾷ τὰ οἰκιακὰ τοῦ πλοιάρχου. Ὁ ἴδιος ἦτον
κρυφός, ἐπειδὴ ἐντρέπετο τὸν κόσμον, καὶ δὲν ἤθελε νὰ γνωρίζουν οἱ ἄλλοι τίποτε
ὅσον ἀπέβλεπε τὰ τῆς ἀριστερᾶς πλευρᾶς του. Ἀπὸ τὴν πεθεράν του κάτι θὰ ἠδύνατο
νὰ διαδοθῇ, ἀλλ᾽ ὁ καπετὰν Τζώνης δὲν ἐχωράτευε.
Διηγοῦντο ὅτι μίαν ἑσπέραν,
τώρα τὰ Λαμπρόγιορτα, εἰς τὴν οἰκίαν του, ὁ ἴδιος εἶχε πιάσει τὴν πεθεράν του ἀπὸ
τὸν λαιμόν. Πλὴν δὲν τὸ ἔκαμε διὰ νὰ τὴν πνίξῃ, ἄπαγε! ―καθὼς διεμαρτύρετο ὁ ἴδιος
πρὸς ἕνα φίλον του πολὺ πιστὸν καὶ πολὺ κριτικόν― ἀλλὰ μόνον διὰ νὰ πνίξῃ τὰς
φωνάς της. Ἐπειδὴ ἔβγαζεν, ἡ εὐλογημένη, κάτι φωνὰς ὀξείας, ὑστερικάς, ἀνοήτους.
Ὕστερον ἠκούσθησαν κλαυθμοί, κατόπιν ἐπῆλθον πολλὰ σιοὺτ σιοὺτ πολὺ σύντονα καὶ
ἐπιτακτικά, καὶ τέλος σιωπὴ ἄκρα.
Ὅλα ταῦτα τὰ ἔκαμνε
διὰ νὰ μὴν τὸν ἀκούσῃ ἡ γειτονιὰ καὶ μάθῃ τίποτε ὁ κόσμος· ἐπειδὴ ἡ γειτονιὰ οὐδὲν
ἄλλο εἶναι εἰμὴ κατάσκοπος, καὶ ὁ κόσμος, τύραννος, βασανιστὴς ἀνηλεής ―καθὼς
διεβεβαίου τὸν φίλον του― ἐπειδὴ ἐντρέπετο, πολὺ ἐντρέπετο τοὺς φίλους καὶ τὸν ἴδιον
ἑαυτόν του.
Καὶ ὅλα ταῦτα, ὅλαι
αὐταὶ αἱ οἰκιακαὶ σκηναί, δὲν ἦσαν μεγάλα πράγματα· οὐδὲ ὑπῆρχε, τὴν ἀλήθειαν νὰ
εἴπωμεν, μῶμός τις ἢ βαθεῖα κηλὶς εἰς τὴν οἰκίαν. Μόνον μικρολογίαι, παράπονα, ἡ
αἰωνία ἐχθρὰ τῆς ἡσυχίας τῶν ἀνδρογύνων, ἡ γκρίνια, ἡ ἀπαίσιος γκρίνια!
Τέλος, τὰ πράγματα
εἶχον ἡσυχάσει· καὶ ἡ σύζυγος ὑπεσχέθη εἰς τὸ μέλλον νὰ εἶναι φρονιμωτέρα ἀπὸ τὴν
μητέρα της. Καὶ ὁ Τζώνης ἐπεβιβάζετο εἰς τὸ πλοῖόν του, διὰ νὰ ταξιδεύσῃ.
― Τί μὲ κοιτάζεις,
γερο-Νικόλα; εἶπε. Μήπως δὲν ὑπάρχουν τάχα μπόρες καὶ στὴ στεριά;… Πιὸ καλὴ εἶν᾽
ἡ θάλασσα… Κοκκώνα θάλασσα, μιὰ φορά!
Καὶ ὁ πλοίαρχος ἐκάγχασε.
― Γιὰ θυμήσου, εἶπε,
τὰ δυὸ ἐκεῖνα παιδιά, τὰ Σκοπελιτάκια, ποὺ τοὺς δώκαμε τὴ σκαμπαβία τὶς προάλλες
στὸ πέλαγο, γιὰ νὰ πᾶν στὸν τόπο τους… Δὲν τοὺς ἄκουσες ἐσὺ τί νόστιμα τὰ ἔλεγαν:
«Ἄσπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!» Πῶς δὲν εἶπαν καὶ πεθερά!
Ὁ γερο-Νικόλας ἐγέλα.
― Τί γελᾷς; ἄκουσες
κανένα παράξενο; Μάλιστα· κοκκώνα θάλασσα… πεθερά.
Ὁ ναύκληρος ἐκάγχασεν
ἀκρατήτως.
― Μὰ τί γελᾷς; Μὰ
βέβαια… κοκκώνα θάλ…
Ὁ πλοίαρχος ἠθέλησε
καταρχὰς νὰ εἴπῃ: «Κοκκώνα-θάλασσα, φουρτούνα-πεθερά».
Ἀλλ᾽ ἐδάγκασε τὴν
γλῶσσάν του, καὶ διώρθωσε μεγαλοφώνως:
― Μάλιστα·
φουρτούνα-θάλασσα, κοκκώνα-πεθερά!
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου