Ὁ Ἀμερικάνος (δ)
Μετὰ ταῦτα ὁ Ἀμερικάνος ἀπεμακρύνθη, κατῆλθε εἰς τὴν παραθαλασσίαν ἀγοράν,
ὅπου δύο ἢ τρία καφενεῖα εἶχαν φῶς, ἐκοίταξεν εἰς ποῖον τούτων ἦσαν ὀλιγώτεροι
θαμῶνες, καὶ εἰσῆλθεν εἰς ἕν, ὅπου ἕνα μόνον ἄνθρωπον εἶδε, τὸν καφετζήν. Ὁ
γέρων, ἀρτίως ξυραφισθείς, μὲ τὸν μύστακα στριμμένον, μὲ τὴν βράκαν κοντήν, μὲ ὑψηλὰ
ὑποδήματα, μὲ τὴν ποδιὰν καθάριον, ἡτοιμάζετο, φαίνεται, νὰ κλείσῃ, ἀλλ᾽ ἅμα εἶδεν
εἰσελθόντα τὸν Ἀμερικάνον, τὸν ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας. Οὗτος παρήγγειλε νὰ
τοῦ δώσῃ ρούμι, ρίψας δεκάραν ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου. Ἰδὼν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὴν
δεκάραν, ἠθέλησε νὰ τοῦ ἐπιστρέψῃ τὴν πεντάραν, ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος εἶπε: «Νόου!
νόου!» καὶ τότε ὁ καφετζὴς τοῦ ἔβαλε κι ἄλλο ρούμι, διὰ νὰ κλείσῃ τὴν πεντάραν,
ὡς ἐνόμιζεν· ἀλλ᾽ ὁ ξένος ἔρριψεν ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἄλλην δεκάραν. «Δὲ θὰ
ξέρῃ ρωμέικα, ὡς φαίνεται», ἐσυλλογίσθη ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, καὶ διὰ νὰ
δοκιμάσῃ τοῦ ἀπέτεινεν τὸν λόγον:
― Τώρα, νεοφερμένος εἶστε;
―Ἐγὼ σήμερα ἔφθασα, μὲ καπετὰν Γιάννη γολέτα.
― Τοῦ καπετὰν Γιάννη τοῦ Ἰμβριώτη;
― Ναί, ἠμπορεῖς ἐλόγου σου νὰ κάμῃς πόντς;
― Μετὰ χαρᾶς, εἶπεν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης.
Καὶ προσπαθήσας ν᾽ ἀνακαλέσῃ εἰς τὴν μνήμην τὰς ἀρχαίας γνώσεις του, ἐδοκίμασε
νὰ κατασκευάσῃ πόντσι, ἀλλὰ τὸ ρούμι δὲν ἤναπτε, καὶ οὕτω τὸ προσέφερεν ὅπως-ὅπως
εἰς τὸν ξένον. Οὗτος δὲν ἔκαμε παρατήρησιν, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνι ἐπὶ τῆς
τραπέζης.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὸ ἔλαβε.
― Πόσα πάει αὐτό;
― Δὲν ξέρω ἐγὼ μονέδα τοῦ τόπου, εἶπεν ὁ ἄγνωστος.
Ὁ γέρων ἤνοιξε τὸ συρτάρι του, κ᾽ ἐζήτει ἂν θὰ εἶχεν ἀρκετὰ κέρματα διὰ νὰ
δώσῃ τὰ ρέστα, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε πλείονα τῶν ὀγδοήκοντα λεπτῶν εἰς δεκάρες,
πεντάρες καὶ δίλεπτα. Ἐν τούτοις δὲν τοῦ ἐσυγχώρει ἡ συνείδησις νὰ δολιευθῇ τὸν
πελάτην, καὶ εἶπε:
― Σφάντζικο δὲν σᾶς βρίσκεται, κύριε;
― Δὲν ἔχω ἐγὼ μονέδα ἄλλη ἀπὸ Ἀγγλία καὶ Ἀμέρικα, εἶπεν ὁ ξένος.
― Δὲν βγαίνουν τὰ ρέστα, κύριε. Πάρτε τὸ ἀσημένιο σας. Αὐτὸ θὰ πάῃ,
πιστεύω, ὣς μιὰ καὶ τριανταπέντε, μιὰ καὶ σαράντα. Αὔριον μοῦ δίνετε εἴκοσι
λεπτά.
― Κράτησε τὸ σίλλιν, δὲ θέλω ρέστα.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἔμεινε χάσκων, θεωρῶν ἀπλήστως τὸν ξένον. Ἀλλὰ τὴν
στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ὅμιλος ἐκ τριῶν ἀνθρώπων, καὶ σταθέντες ἔμπροσθεν τοῦ
λογιστηρίου, διέταξαν νὰ τοὺς δώσῃ ἀπὸ ἕνα ποτόν. Ὁ εἷς τῶν τριῶν τούτων ἀνθρώπων,
οἰνόφλυξ, ἐτραγουδοῦσεν ἀτάκτως:
Ντελμπεντέρισσα
Βασίλω,
στρῶσ᾽ τὸ μπράτσο σου νὰ γείρω…
Ὁ δεύτερος, γυμνὸς τὸ στῆθος καὶ ἀνυπόδητος, μὲ τοιοῦτον ψῦχος, ἤρχισε νὰ
κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ξένον.
― Κάπου τὸν εἶδα ἐγὼ αὐτόν, ἐμορμύρισε μασημένα.
Οὗτοι ἦσαν οἱ ἀχθοφόροι τῆς πόλεως, οἱ ἴδιοι καὶ διαλαληταί, τριμελὴς
φαιδρὰ συντεχνία, περνῶντες τὸν καιρόν των νὰ πίνωσι τὸ βράδυ πᾶν ὅ,τι ἐκέρδιζαν
τὴν ἡμέραν. Ὁ τραγουδιστής, ἀλλάξας αἴφνης ρυθμὸν καὶ ἦχον, ἐπανέλαβεν:
Ἔβγα νὰ ἰδῇς,
ἔβγα νὰ ἰδῇς,
σκύλα, κορμὶ ποὺ τυραγνεῖς.
―Ἐβίβα, παιδιά! καὶ συνέκρουσαν θορυβωδῶς τὰ ποτήρια. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ
γυμνόστερνος καὶ γυμνόπους, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ἄγνωστον. Καὶ ὁ
πρῶτος ἐξηκολούθησε νὰ τραγουδῇ:
Βασίλω μ᾽, τὰ
κουμπούρια σου
μὲ τί τά ᾽χεις γεμᾶτα;
βαριά, π᾽ ἀνάθεμά τα!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη βαρὺ βῆμα ἔνδοθεν τῆς ἀγούσης ἄνω εἰς τὴν οἰκίαν
ξυλίνης κλίμακος, ἥτις φρακτὴ μὲ σανίδωμα ἔκοπτε μίαν τῶν γωνιῶν τοῦ καφενείου.
Καὶ εἰς τὰ ἄνω τοῦ σανιδώματος ὑπὸ τὸ πάτωμα ἠνοίχθη θυρίς, καὶ μία κεφαλὴ μὲ ἄσπρον
σκοῦφον, μὲ λευκὸν μύστακα καὶ μὲ χονδροὺς χαρακτῆρας ἐπρόβαλεν ἐκ τῆς θυρίδος.
― Μὰ πόσες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα, Ἀναγνώστη, ἐξῆλθε διὰ τῆς θυρίδος ἐκ τῆς
κεφαλῆς τῆς ἐπιφανείσης χονδρὴ φωνὴ συμπληροῦσα τοὺς χονδροὺς χαρακτῆρας· δὲ θὰ
βάλῃς γνώσῃ; Χαλνᾷς τὴν ἡσυχίαν τῶν νοικοκυραίων! Τί μέρα ξημερώνει αὔριο, κ᾽ ἔχουμε
τραγούδια καὶ φωνὲς πάλι; Καὶ 〈τί〉 ὥρα εἶναι
τώρα;
Ἦτο δὲ ὀγδόη καὶ ἡμίσεια. Ὁ τραγουδιστὴς τῆς ἀχθοφορικῆς τριανδρίας, λαβὼν
τὸν λόγον, μετὰ κωμικῆς σοβαρότητος, εἶπε:
― Τώρα θὰ φύγουμε, καπετὰν Ἀναστάση· δὲν τὸ καταδεχόμαστε μεῖς νὰ σᾶς
χαλάσουμε τὴν ἡσυχία σας.
― Σιώπα ἐσύ, ζῶ! ἔκραξεν ὁ Ἀναστάσης.
― Τώρα ἀμέσως, καπετὰν Ἀναστάση, θὰ κλείσω. Δὲν μπορῶ, βλέπεις, νὰ διώξω
τοὺς ἀνθρώπους, ἐφώνησεν ὁ καφετζής.
― Τέτοια τίμια μοῦτρα! ἀνεκάγχασεν ἀπὸ τῆς θυρίδος ὁ καπετὰν Ἀναστάσης.
Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
― Ἄ! ἐμεῖς δὲν σᾶς προσβάλαμε, καπετὰν Ἀναστάση· ἡ ἀφεντιά σου, βλέπω, μᾶς
προσβάλλεις, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος.
Καὶ ταπεινῇ τῇ φωνῇ ἐμορμύρισε:
― Τὸ νοίκι τὸ θέλεις σωστό, καὶ ξέρεις νὰ τὸ γυρεύῃς καὶ μπροστά· μὰ σὰ δὲ
βγάλῃ κι αὐτὸς ὁ φτωχὸς μιὰ πεντάρα, πῶς θὰ σ᾽ τὸ πληρώσῃ;
― Σιωπᾶτε, τώρα ἔχει δίκιο, γιατὶ ξημερώνει Χριστούγεννα, εἶπεν ὁ εὐσυνείδητος
καφετζής· ἄλλες φορὲς φαίνεται σκληρός, ὁ βλοημένος.
Ἡ κεφαλὴ μὲ τὸν ἄσπρον σκοῦφον ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει ἄφαντος ἀπὸ τὴν
θυρίδα, ὁ δὲ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἡτοιμάσθη νὰ κλείσῃ. Οἱ τρεῖς ἀχθοφόροι ἐξῆλθον
κρατούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν καὶ ᾄδοντες. Ὁ ξένος ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ διὰ τῆς
κεφαλῆς καὶ εἶχεν ἐξέλθει πρὸ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ὁ καφετζὴς τὸν ἀνεκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
― Καὶ ποῦ θὰ κοιμηθῆτε ἀπόψε; Ἔχετε μέρος νὰ μείνετε; Ποῦ εἶστε, κύριε; ἐγὼ
ἐδῶ θὰ πλαγιάσω. Ἂν θὰ πᾶτε μὲς στὴ σκούνα, καλά, εἰδεμή, ἂν ἀγαπᾶτε, μείνατε ἐδῶ,
ἔχει ζέστη.
― Δὲν ἔχω ὕπνο, εἶπεν ὁ ξένος· ἐγὼ θὰ φέρω γῦρο, καὶ ὕστερα, βλέπουμε.
―Ὅποτε ἀγαπᾶτε, χτυπῆστέ μου τὴν πόρτα, νὰ σηκωθῶ νὰ σᾶς ἀνοίξω. Ἔχω καὶ
ροῦχα νὰ σᾶς δώσω.
Τὴν φορὰν ταύτην ὁ Ἀμερικάνος, διευθυνθεὶς εἰς τὴν συνοικίαν ἐκείνην δι᾽ ἄλλου
μικροτέρου δρομίσκου, ἔβλεπε τὴν οἰκίαν ἐκείνην, ἥτις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς
μερίμνης του, ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς, τῆς νοτιοδυτικῆς. Ἀντικρὺ τοῦ μικροῦ οἰκίσκου,
παρά τινα γωνίαν γειτονικῆς οἰκίας, ὑπῆρχε σωρός τις ξύλων καὶ πετρῶν, ἀποκείμενος
ἐκεῖ τίς οἶδε πρὸ πόσων χρόνων ὡς ἐκ κατεδαφισθείσης οἰκίας ἢ ἐρειπίου
καταρρεύσαντος. Ἐπὶ τῆς πρὸς τὰ ἐκεῖ προσόψεως τοῦ οἰκίσκου ἔφεγγε μικρὸν
παράθυρον, μὲ τὸ ἓν φύλλον κλειστόν, μὲ τὸ ἄλλο ἀνοικτόν, καὶ διὰ τῆς ὑέλου ἠδύνατό
τις νὰ ἴδῃ τὸ ἐσωτερικόν, ἀνερχόμενος ἐπί τινος ὑψώματος. Ἰδὼν ὁ ξένος ὅτι ὁ δρόμος
ἦτο ἔρημος, καὶ οὐδὲ σκιὰ διαβάτου ἐφαίνετο, ἀνέβη εἰς τὸ ὕψος τοῦ σωροῦ ἐκείνου,
καὶ μὲ παλμὸν καρδίας κατεσκόπευσε τὰ ἔσω τοῦ οἰκίσκου. Ἀντικρὺ τῆς ὑέλου τοῦ
μικροῦ παραθύρου, τοῦ ἔχοντος τὸ ἓν παραθυρόφυλλον ἀνοικτόν, ἦτο ἡ ἑστία, μὲ ἀσθενὲς
πῦρ καῖον, μὲ ἕνα δαυλὸν σπινθηρίζοντα, μὲ τὸ κανδήλι ἀνημμένον πρὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων
ἐκεῖ ὑψηλά. Παρὰ τὴν ἑστίαν ἐκάθητο γυνή τις, νέα ἀκόμη, ὡς ἐφαίνετο,
στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τῆς χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Ἐκίνει δὲ τὰ
χείλη, καὶ ἡ φωνή της ἐψιθύριζε κάτι, καὶ ὁ ψίθυρος ἀπετέλει ἐλαφρὸν μινύρισμα ᾄσματος,
μὲ ἀσθενῆ φωνήν, καθαρὰν μὲν καὶ παρθενικήν, ἀλλὰ μαραμμένην· καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ
ξένου ἔφθασαν εὐκρινῶς οἱ δύο οὗτοι στίχοι:
Ἀλλοίμονον
κι ἀλλοὶ-καημός!
τοῦ γεμιτζῆ ξενιτεμός…
Ὁ ξένος ᾐσθάνθη πόνον εἰς τὴν καρδίαν καὶ δάκρυ εἰς τὸ βλέφαρον. Τοῦ ἦρθε
τότε ἀποτόμως νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸν σωρόν, νὰ τρέξῃ καὶ ἀνέλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν· διὰ
νὰ κάμῃ, τί; Κι αὐτὸς καλὰ δὲν ἐγνώριζεν. Ἐν τοσούτῳ ἐκρατήθη. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν
ἠκούσθη ἐλαφρὸς κρότος εἰς τὸ πάτωμα, τριγμός, ὡς ν᾽ ἀνέβαινέ τις ἐσωτερικὴν
κλίμακα, ὡς νὰ ἐκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, μὲ μαύρην μανδήλαν,
γερόντισσα, ἦλθε πλησίον τῆς ἑστίας, καὶ γονατίσασα πρὸ αὐτῆς, ἔρριπτε ξυλάρια
εἰς τὸ πῦρ. Ἦτο αὐτὴ ἐκείνη, ἥτις εἶχε δώσει τὴν πεντάραν εἰς τὰ δύο παιδία καὶ
τὰ ἀπέπεμψεν.
― Δὲ μαζώνεις τὸ νοῦ σ᾽, θὰ πῶ, δυχατέρα; Οὗλο θὰ κλαῖς, πλιό;… Τά! τί
λογᾶτε;… Σὰ σ᾽ ἀκούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε ἀπ᾽ τὸν κόσμο, πλιό… Τί, μοναχή σ᾽
εἶσι;… Ὅντις σ᾽ ἐγυρεύανε, τότες ποὺ ἤτανε σ᾽νέχ᾽, ποὺ πῆε σ᾽ν Ἀμέρικα οὑ
προκομμένους, γιατί δὲ θέλησες κανένανε; Δὲ σ᾽ τά ᾽λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τ᾽
μάννα; Σ᾽ τά ᾽λεγα, ἕνα κιριμέ. Τώρα, σὰ μεγάλωσες, ποιὸς φταίει; Κὶ μοναχή σ᾽
τάχα εἶσι; Εἶν᾽ ἄλλες μεγαλύτερις. Τοὺ Μυγδαλιὼ τς Μάχους, κὶ τοὺ Κρουσταλλιὼ
τς Γιώργινας, τί σ᾽νέριο τς ἔχεις ἐσύ;
Ὁ ξένος ἦτο ὅλος ὦτα, κ᾽ ἐφαίνετο παραδόξως ἐννοῶν τί ἔλεγεν ἡ γραῖα, μᾶλλον
ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως, ἢ ἀπὸ τὰ ὀλίγα ἑλληνικὰ ὅσα ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα καὶ ὁμιλίαι εἰς τὸ ἄκρον τῆς ὁδοῦ.
Δύο ἄνθρωποι ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ὁ ὠτακουστὴς ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἀπὸ τὴν
σκοπιάν του καὶ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ. Ἔφθασεν εἰς τὸ πέρας τοῦ δρομίσκου, καὶ στραφεὶς
δεξιά, εὑρέθη πάλιν εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν πρὸ τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου