Εἶδαν οἱ ξένοι καὶ
οἱ φίλοι τους ὅτι ἀπέτυχαν κι᾿ ἀπὸ αὐτό, ὅτι τοὺς πείραξε πολὺ τὸ σαράντα ἄρθρο
διὰ τὴν θρησκείαν καὶ ἡ βάφτιση τοῦ διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ.
Ἐγὼ ἀπόταν ἔγινε ἡ μεταβολὴ μὲ προσκαλοῦσαν οἱ Πρέσβες νὰ φάμεν καὶ νὰ
μιλήσωμεν – οὔτε ματαπάτησα ὡς τὴν σήμερον, οὔτε θέλω πατήσει μ᾿ ὅλον ὁποῦ τοὺς
εἶχα φίλους καὶ τοὺς ἔκαμα τόσες φορὲς τραπέζια. Ἂν θέλουν αὐτεῖνοι νά ῾χουν τὸ
δικό τους σπίτι, θέλομεν κ᾿ ἐμεῖς νὰ φκειάσωμεν τὸ δικό μας.
Τώρα ὁ
Μαυροκορδάτος, ὁ Κωλέτης, ὁ Λόντος, ὁ Καλλέργης καὶ οἱ συντροφιὲς τους ἑνώθηκαν
μὲ τοὺς Ἄγγλους, μὲ τοὺς Γάλλους καὶ τοὺς ἄλλους κι᾿ ὡς δυσαρεστημένοι ἀπὸ αὐτείνη
τὴν μεταβολὴ ταμπουρώνονται ἀναμεταξύ τους καὶ τάζουν καὶ τοῦ Βασιλέα λαγοὺς μὲ
πετραχήλια – κι᾿ ἀνάθεμα καὶ τοῦ θέλη κανένας τὸ καλόν του. Οὔτε οἱ ξένοι τοῦ
θέλουν τὸ καλό, οὔτε οἱ συντρόφοι τους, ἀλλὰ τοῦ λένε λόγια τῆς ὄρεξής του κι᾿ ἐλπίζει
ὁποῦ τοὺς ἔχει φίλους. Καὶ τὸν ἀσκουντοῦνε ὁλημέρα εἰς τὸν γκρεμνόν. Καὶ
κακοσυσταίνουν τοὺς Σεπτεβριανούς, ὅσοι μείναν καὶ δὲν πῆγαν εἰς τὴν βούλλα
τους· αὐτοὺς ὅλους τοὺς κακοσυσταίνουν εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ αὐλικοὺς καὶ τοὺς
κάνουν ὕποπτους καὶ περισσότερον τὸν Μεταξᾶ – τὸν γύμνωσαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς φίλους
του πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς.
Ὅτι κι᾿ αὐτὸς ἀπὸ τὰ
δυό του ποδάρια τό ῾να τ᾿ ἄφησε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν
Βασιλέα κι᾿ ἀδρασκελάγει – οὔτε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει μὲ τὰ σωστά του,
οὔτε εἰς τὸν Βασιλέα. Ὅταν τραβάγῃ τό ῾να του ποδάρι νὰ πάγῃ εἰς τὸ ἕνα μέρος,
τ᾿ ἄλλο ἀνεμένει εἰς τ᾿ ἄλλο μέρος· κ᾿ ἔτζι πουθενὰ δὲν πηγαίνει νὰ δώσῃ τὸν
λόγον τῆς πίστεως, τί πιστεύει ἀληθινά. Κανένα μέρος ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν ξέρει ὡς τὴν
σήμερον ποῦ τρέχει.
Ὁ Θεὸς γνωρίζει τῶν
ἀνθρώπων τῆς καρδιές· καὶ οἱ ἄνθρωποι – γνωρίζει ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ χείλη κι᾿ ὄχι
τὴν καρδιά. Ὅποιος βρίσκει κάνα ηὕρεμα καὶ δὲν ξέρει τί ἀξίζει – ὅποιος τ᾿ ἀγοράση
αὐτὸ ξέρει τὴν τιμήν του. Δι᾿ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ εἴκοσι πέντε δραχμὲς ξόδιασε
ὁ κύριος Μεταξάς. Εἶχα νὰ στείλω ἕναν ἄνθρωπο νὰ πάγη ὁποῦ ῾ταν ἀνάγκη καὶ τὸ ῾ταξα
τρακόσες δραχμὲς καὶ μὸ ῾λειπαν πενήντα· καὶ μὸ ῾δωσε αὐτὸς τῆς εἴκοσι πέντε. Αὐτείνη
τὴν θυσία ἔκαμεν· καὶ τοῦ δώσαμεν ἕτοιμες καὶ τιμὲς καὶ δόξες καὶ τῆς
μουτζώνει· καὶ τῆς ἀφίνει καὶ παίρνει ἄλλον δρόμον. Καὶ κιντυνεύομεν κ᾿ ἐμεῖς οἱ
ἄλλοι Σεπτεβριανοὶ ἀπὸ τὸν χαραχτήρα αὐτεινοῦ.
Μίαν ἡμέρα πῆγα εἰς
τὸν Κωλέτη νὰ τὸν ἰδῶ, ὅτι ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου καὶ δὲν εἶχα πάγη. Ἐκεῖ ἦταν
πολλοὶ φίλοι του κι᾿ ὁ Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μοῦ εἶπε ὁ κύριος
Κωλέτης νὰ ἑνωθοῦμεν. Τοῦ εἶπα· «Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸ κάμαμεν καὶ δὲν
τελεσφόρησε. Ξέρω τὴν καρδιά σου διατὶ θέλεις τὴν ἕνωσή μας. Τὰ εἴπαμεν πολλὲς
φορές. Ἐγὼ θέλω τοῦ σπιτιοῦ μας τὰ κεραμίδια νὰ σάσουμεν, νὰ μὴν τρέχουν καὶ
πέση τὸ σπίτι μας καὶ μᾶς πλακώση. Τὰ ξένα τὰ σπίτια τά ῾χουν καλὰ σκεπασμένα οἱ
νοικοκυραῖοι τους καὶ δὲν παίρνει ὁ ἀγέρας τὰ κεραμίδια τους ὅσο σφοδρὸς καὶ νὰ
εἶναι. Τοῦ δικοῦ μας τοῦ σπιτιοῦ τὰ κεραμίδια λίγος ἄνεμος νὰ φυσήξη δὲν ἀφίνει
κανένα. Καὶ ἔχει καὶ κάτι μαστόρους – παίρνουν τὰ κεραμίδια καὶ σκεπάζουν τὰ
ξένα σπίτια».
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου