Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

 


Ὁ Μικρὸς Πρίγκηπας

-Καλημέρα, εἶπε ὁ μικρὸς πρίγκηπας.

-Καλημέρα, εἶπε ὁ ἔμπορος.

Ὁ ἔμπορος αὐτὸς πουλοῦσε χάπια ποὺ σταματοῦσαν τὴ δίψα.

-Χρειάζεται νὰ πάρεις ἕνα μόνο χάπι τὴν ἑβδομάδα καὶ δὲ θὰ αἰσθάνεσαι πιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ πιεῖς νερό.

-Καὶ γιατί τὸ πουλᾶς; ρώτησε ὁ μικρὸς πρίγκηπας.

-Γιατὶ μὲ αὐτὰ κερδίζεις χρόνο, εἶπε ὁ ἔμπορος. Ἔχουν γίνει ὑπολογισμοὶ ἀπὸ εἰδικούς. Μὲ αὐτὰ τὰ χάπια ἐξοικονομᾶς πενήντα τρία λεπτὰ τὴν ἑβδομάδα.

-Κι ἐγώ, τί θὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ πενήντα τρία λεπτά;

-Θὰ τὰ κάνεις ὅ,τι θέλεις.

-Ἐγώ, εἶπε μέσα του ὁ μικρὸς πρίγκηπας, ἂν εἶχα πενήντα τρία λεπτὰ νὰ ξοδέψω, θὰ πήγαινα μὲ τὴν ἄνεσή μου σὲ μία πηγὴ μὲ δροσερὸ νερό.

Ἀντουὰν ντὲ Σαὶντ Ἐξυπερὶ

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Γιατί νὰ μὴ μπορῆ νὰ πιῆ τέτοιο νερό;
Τί σχέσι ἔχουν οἱ διοργανωτὲς τῆς Παιδείας μας μὲ τοὺς γενάρχες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ;
Θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ καὶ λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του· δὲν τὸν ἀφήνομε νὰ πῇ στὰ παιδιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐπαινοῦμε τὸν Μακρυγιάννη καὶ περιφρονοῦμε τὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς του, βγάζοντάς τον τρελὸ καὶ θρησκόληπτο.
Τί σχέσι ἔχει ὁ ἀνδρισμὸς καὶ ἡ χάρι τῶν Ἁγίων καὶ τῶν παλληκαριῶν τῆς παραδόσεώς μας μὲ τὸ ἦθος αὐτῶν ποὺ κάνουν διακηρύξεις γιὰ νέα ζωὴ στὰ παιδιά;
Καὶ ὅταν ξεσκεπαστῇ στὰ μάτια τῶν παιδιῶν αὐτὴ ἡ καπηλεία καὶ παραχάραξι ποὺ γίνεται, αὐτὰ τί θὰ προτιμήσουν, ἄλλο ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὸ ἦθος τοῦ πατρο-Κοσμᾶ καὶ τοῦ Μακρυγιάννη;
Γιατί νὰ μὴ μπορῇ ἕνα σημερινὸ παιδὶ νὰ πιῇ τέτοιο νερό; Νὰ ἀναπνεύσῃ τέτοιο ἀέρα; Νὰ ὑψωθῇ σὲ τέτοιο ἐπίπεδο; Νὰ προχωρήσῃ σὲ τέτοια εὐρυχωρία;
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀποστολικό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Νὰ χαρῇ μ᾿ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο τὴ ζωή του; Νὰ περάσῃ στὴν αἰωνιότητα ψυχὴ τὲ καὶ σώματι ἀπὸ τώρα σὰν τὸν Μακρυγιάννη; Νὰ δεχθῇ τὸν Χριστὸ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι μέσα στὴν ψυχή του, τὸ εἶναί του; Νὰ μιλήσῃ πρωτότυπα καὶ ἐλεύθερα. Νὰ διοργανώσῃ ὑπεύθυνα. Καὶ νὰ πολιτευθῇ συνετά. Νὰ δώσῃ λύσεις σὲ προβλήματα ἀκατάπαυστα νέα. Νὰ τοῦ εἶναι ὅλα ἁπλά, συνηθισμένα, τετριμμένα καὶ εὔκολα, τὰ πιὸ δύσκολα καὶ πρωτάκουστα καὶ δαιμονικῶς μπλεγμένα. Νὰ κάμῃ συντροφιὰ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ ἀγαπήσῃ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἑνωθῇ ἀδιάρρηκτα μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὶς ἀδελφές του. Νὰ μὴν ἀφήσῃ κανένα θηρίο νὰ τοὺς κατασπαράξῃ. Νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ συμπεριφερθῇ γαλήνια καὶ ἀδυσώπητα καὶ στοὺς θηριώδεις ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς δαμάσῃ. Νὰ τοὺς ἡμερέψῃ. Νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐμέσουν τὸ δηλητήριο. Καὶ νὰ ἀξιοποιήσῃ τὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἡ φύσι τους, τὸ εἶναι τους, ἡ προσπάθεια, ἡ ἰδεολογία τους.
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀκρογωνιαῖο σὰν εὔθραυστο παιδί, σὰν ἀκμῶν τυπτόμενος· προφήτης, ἡγέτης, ποὺ ἀνασυγκροτεῖ, ἀνιστὰ τὴν πεπτωκυΐαν σκηνήν, τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου. Σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιὰ πράγματα κακορρίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχᾳ, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα; Γιατί νὰ μὴν ζωοποιηθοῦν μὲ τοῦτο τὸ ἕνα πνεῦμα ποὺ δίδει νόημα στὸ καθετὶ καὶ ξεπερνᾷ τὸ θάνατο; ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο, στὰ ὑπὲρ φύσιν. Καὶ γεμίζει τὴν τωρινή του ζωή, τὴ μικρὴ καὶ συνηθισμένη, μὲ αἴγλη καὶ χάρι πρωτόβλεπτη καὶ ἀνέκλειπτη;
Γιατί νὰ μὴν ἀνάψουμε τὴ λαμπάδα τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ ἀπ᾿ ἐδῶ; Νὰ δώσωμε σ᾿ ὅλα τα παιδιὰ τὴ δυνατότητα, πλησιάζοντας τοὺς πυρφόρους καὶ θεοφόρους τούτους ἀνθρώπους, τοὺς Ἁγίους μας, νὰ γίνουν κι αὐτὰ ἄνθρωποι ζωντανοί, αὐθόρμητοι, φοβεροὶ τοῖς ὑπεναντίοις, ἀτρόμητοι σὲ κάθε κίνδυνο, σὲ κάθε ἀπειλή· φοβεροὶ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Καὶ νὰ εἶναι ταυτόχρονα λεπτοί, εὐαίσθητοι, παρηγοριὰ γιὰ κάθε κατατρεγμένο καὶ πληγωμένο, γιὰ κάθε πλάσμα, γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία ποὺ συνωδίνει καὶ συστενάζει, περιμένοντας καὶ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ τὰ ἐλευθερωμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ νοιώσουν, νὰ καταλάβουν ὅτι δὲν ὑπάρχει διχασμὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι πνευματικὸ τὸ μὴ ὑλικό, ἀλλὰ τὸ γεμάτο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει τὸν παράδεισο ἀπὸ τώρα σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ μεγάλος δὲν εἶναι ὁ ἱκανός, ποὺ μπορεῖ νὰ συνθλίψῃ, νὰ πληγώσῃ, νὰ χτυπήσῃ τὸν ἄλλο. Μεγάλος εἶναι ὁ ἐλάχιστος, ὁ εὐαίσθητος, ὁ ταπεινός, ὁ ἀγαπῶν, ποὺ δέχθηκε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἀνίκανος νὰ κάμῃ κακὸ στὸν ἄλλο, ἀνίκανος νὰ τὸν πληγώσῃ. Καὶ ἱκανὸς νὰ ὑποφέρῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ πεθαίνῃ αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ ζοῦν, νὰ προκόβουν, νὰ χαίρονται οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν χωρίζονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025



Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ
Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!
Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...
Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,
τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.
Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.
Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

 


Νίκη μὲ κλεμμένη ὑπογραφὴ τοῦ Δεσπότη

Ἔβγαλε διάτα ὁ Ἄντωνας, τῶν Γρεβενῶν ὁ Τσάρος

ἡ 15η Τύρβη* νὰ εἶναι ποδοσφαιρική. Τσαρικὴ διαταγὴ καὶ τὰ σκυλιὰ δεμένα.

Ἀρχίζω, λοιπόν, μὲ τὰ κλέη τῆς ὁμάδας «Βόσπορος», ποὺ εἶχε ἕδρα καὶ γήπεδο τὴ μισὴ ὁδὸ Βώκου στὴ Χαλκίδα. Τσικό. Ἡ πόλη εἶχε τέσσερεις ἐπίσημες ὁμάδες, τὸν Ὀλυμπιακό, τὴν Ἕνωση, τὴν Προποντίδα, τὴν ΑΕΚ. Ζήλῳ Προποντίδας ὀνόμασα Βόσπορο τὴν ὁμάδα ποὺ συγκροτοῦσαν οἱ παῖχτες Νίκος Βούργιας, ὁ ἀδελφός μου Γιάννης, μακαρίτης πιά, κι ἐλόγου μου. Σὲ κρίσιμες συναντήσεις μὲ ἀλλότριες ὁδοὺς ἢ γειτονιὲς προσφεύγαμε στὸν Γιάννη Βενιζέλο, ποὺ αὐτοπυρπολήθηκε ἀργότερα. Ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ἔχει ἀσφαλῶς ἀλείψει μὲ λάδι τὰ ἐγκαύματα.

Ἔχω πάντως τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἡ δράση τοῦ Βοσπόρου δὲν εἶναι ἄξια οὔτε ὑποσημειώσεως στὴν ἱστορία τοῦ ποδοσφαίρου τῆς Χαλκίδας, ὅπου διέλαμψε ὁ Ὀλυμπιακὸς τὰ χρόνια ποὺ εἶχε προπονητὴ τὸν Κῶκο Μακρή. Σπουδαῖος μαθηματικός, ποὺ εἶχε φοιτήσει στὸ Διδασκαλεῖο Μέσης Ἐκπαιδεύσεως καὶ ἀργότερα ἔγινε Γυμνασιάρχης. Ὅταν ἀνέλαβε τὸν Ὀλυμπιακὸ κράτησε δύο ἢ τρεῖς ἀπὸ τοὺς παλιοὺς καὶ στρατολόγησε μαθητὲς ἀπὸ τὴν ἑβδόμη καὶ τὴν ὀγδόη τάξη τῶν Γυμνασίων ἢ ἐξωσχολικοὺς συνομήλικους μὲ ἦθος. Δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ποδοσφαιριστὲς νὰ παίζουν ἀτομικά, νὰ φωνασκοῦν καὶ νὰ μαρκάρουν ἐπικίνδυνα τοὺς ἀντιπάλους. Ἀκουστὸς σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὁ Ὀλυμπιακὸς γιὰ τὸ ἦθος του. Γραμματέας τῆς ὁμάδας ὁ Δημήτρης Δεμερτζής, μετέπειτα διευθυντὴς ἐφημερίδων καὶ ἐκδότης βιβλίων. Αὐτοῦ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ θὰ ἀφηγηθῶ, ἀπὸ δεύτερο χέρι, μιὰν ἀξιοσημείωτη ἱστορία.

Λοιπόν, ἀριστερὸς ἐξτρὲμ τῆς ὁμάδας ἦταν ὁ Ριζαρείτης καὶ κατόπιν ἱερέας Κώστας Παπαγεωργίου. Κάποια Κυριακὴ ὁ Ὀλυμπιακὸς θὰ ἔπαιζε μὲ τὴν Παναχαϊκὴ ἢ τὸν Παγκορινθιακὸ γιὰ τὸ περιφερειακὸ πρωτάθλημα καὶ ἔπρεπε ἡ ὁμάδα νὰ παίξει μὲ ὅλη τὴν πρώτη ἑνδεκάδα. Ὁ ἔξω ἀριστερὰ ὅμως δὲν μποροῦσε δίχως ἄδεια ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ Ριζάρειο.

Ὁ Δεμερτζὴς πῆγε στὴ Μητρόπολη, ἀλλὰ ὁ Δεσπότης Γρηγόριος Πλειαθός, σπουδαία μορφὴ καὶ ἐπιπλέον φίλαθλος, ἔτυχε νὰ περιοδεύει. Ὁ Δεμερτζὴς παρακάλεσε τὸν Πρωτοσύγκελλο νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν διευθυντὴ τῆς Ριζαρείου διήμερη ἄδεια γιὰ τὸν ρασοφόρο μαθητὴ Κώστα γιὰ εἰδικὴ ἀνάγκη τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Πρωτοσύγκελλος δήλωσε ρητὰ ὅτι δὲν ἀποτολμᾶ τέτοιες καλπιές.

Ὁ Γραμματέας ὅμως τοῦ Ὀλυμπιακοῦ καὶ μπάσος στὸ ψαλτήρι τοῦ Ἀνδρέου στὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς πόλης, δὲν ὀρρώδησε καὶ τηλεγράφησε ὡς Μητροπολίτης Χαλκίδος στὴ Ριζάρειο. Ὁ Κώστας, λοιπόν, ἦρθε στὴ Χαλκίδα καὶ ἔπαιξε. Ὁ Ὀλυμπιακὸς νίκησε μὲ 1-0. Ὁ Δεμερτζής, ὅταν ὁ Δεσπότης ἐπέστρεψε, τὸν ἐπισκέφθηκε γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὸν σφετερισμὸ τῆς ὑπογραφῆς του.

Ὁ Γρηγόριος, ποὺ ἀσφαλῶς γνώριζε τί εἶχε συμβεῖ, χαμογέλασε καὶ ἔδωσε ἄφεση, ἀλλὰ παράστησε τὸν ἀχάμπαρο καὶ ρώτησε ἂν ὁ Ὀλυμπιακὸς νίκησε.

— Βεβαίως, καμάρωσε ὁ Δεμερτζής, νικήσαμε 1-0.

— Μπράβο. Μπράβο παιδί μου! Καὶ δὲν μοῦ λές, ἔπαιξε καλὰ ὁ Κωνσταντίνος ἢ ἄδικα τὸν κουβαλήσαμε;

—Σεβασμιώτατε, ἔπαιξε περίφημα καὶ ἦταν αὐτὸς ποὺ μὲ κεφαλιὰ ἔβαλε τὸ γκόλ, ἀποκρίθηκε καμαρώνοντας ὁ Δεμερτζής.

—Χαλάλι του, λοιπόν, καὶ ἂν ξαναβρεθεῖτε στὴν ἀνάγκη νὰ τὸν φέρετε πάλι ὅταν λείπω, ξέρεις πιὰ τὸν δρόμο, παιδί μου Δημήτρη, ὑπογράφεις ὡς Μητροπολίτης Χαλκίδος μὲ τὴν εὐχή μου!

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

*ΤΥΡΒΗ: ΕΝΤΥΠΟΝ ΤΕΡΠΝΟΝ τῆς ΦΑΙΔΡΑΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ Γρεβενὰ - Θέρος 2020 * ΦΥΛΛΟΝ 15ον

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025



Ἡ Φιλοκαλία, ὁ μηδενισμός καί ἡ κρίση
Σέ περιόδους μεγάλων κρίσεων στούς λαούς, ἡ κύρια ἐργασία τοῦ διανοούμενου ὀφείλει νά εἶναι ἡ ἀνάδειξη ἐκείνων τῶν στοιχείων τοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν παραδόσεων πού μποροῦν νά βοηθήσουν στήν ἀνάταξη τῆς συλλογικῆς κατάθλιψης καί τήν ἀναζωπύρωση τῶν ἑστιῶν δημιουργικῆς δράσης.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν αἴφνης ἄνθρωποι σάν τόν Χέγκελ ἤ τόν Γιάσπερς σέ ἀντίστοιχα πολύ δύσκολες στιγμές τοῦ ἔθνους τους. Ἄλλωστε τό νά κατηγορεῖ ἡ Ἰνδία τόν ἰνδουισμό ἤ τό Ἰράκ τόν μουσουλμανισμό γιά τίς κακοτυχίες τους, αὐτό μόνο σέ βαθύτερη παρακμή, λόγω ἀπελπισίας, θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει. Σέ στιγμές κρίσης, λοιπόν, ἀναζητοῦμε καταρχήν τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ἐπιτρέπουν τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα. Ἄραγε αὐτό εἶναι πού κάνει ὁ Στέλιος Ράμφος μέ τό τελευταῖο του βιβλίο, ὅσο καί μέ τό μπαράζ τῶν συνεντεύξεων ποῦ ἀκολούθησε;
Στήν εἰκοσαετία πού διδάσκω στήν τριτοβάθμια θεολογική ἐκπαίδευση, στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ἔχω συναντήσει μόλις δύο ἤ τρεῖς ἀνθρώπους πού ἔχουν διαβάσει ὁλόκληρη τή Φιλοκαλία. Τό βιβλίο αὐτό, πού δημιουργήθηκε ἀπό μοναχούς γιά μοναχούς, ἐκδόθηκε μετά τό '60 στήν Ἑλλάδα καί διαβάστηκε γενικῶς ἐλάχιστα. Τό πρόβλημα ὡστόσο εἶναι πώς τό περιεχόμενό του ἐλάχιστα ταυτίζεται μέ αὐτό πού προτείνει ὁ Ράμφος. 
Καταρχήν ἡ Φιλοκαλία δέν περιέχει μόνο μία ἀνθρωπολογία, ἀλλά σειρά ἀνθρωπολογιῶν, μέ σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ἀνταποκρίνονται στή μακρά ἐξέλιξη δεκατεσσάρων αἰώνων: εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἡ Πλατωνίζουσα καί καθαρά νοησιαρχική ἀνθρωπολογία καί γνωσιολογία τοῦ συγγραφέα τῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀντωνίου ἤ τοῦ Εὐάγριου (Νεῖλος ὁ Ἀσκητής), ἀπό τή μυστηριοκεντρική ἀνθρωπολογία τοῦ Μάρκου τοῦ Ἀσκητῆ, ἤ τόν ἐσωτερισμό τοῦ Μακάριου, ἤ ἀκόμα, φυσικά, ἀπό τόν μοντέρνο ψυχοσωματικό ὁλισμό τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ καί τήν ἱερή σωματοκεντρικότητα τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Εἶναι ἐντελῶς παράδοξη ἄλλωστε ἡ θέση τοῦ Ράμφου πώς ὁ ἀνατολικός χριστιανισμός δέν διαθέτει κἄν ἀνθρωπολογία: ἡ ἀπόλυτη ἰσότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ στή Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς καί ὁ μακρύς ἀντί-μονοφυσιτικός ἀγώνας, πού κατέληξε στή λαμπρή διατύπωση τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας τῆς ἀνθρώπινης βούλησης, γιά πρώτη φορά στήν Ἱστορία, στόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τή Στ' Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐνάντια στήν παθητικότητα τῆς βουδιστικῆς Ἀνατολῆς, θά ἀρκοῦσαν γιά νά τό ἀποδείξουν αὐτό. Ὑπάρχει μιὰ διαδικασία ὡρίμανσης τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας, τῆς ὁποίας τά ἴχνη φαίνονται καί στή Φιλοκαλία καί πρός τήν ὁποία σήμερα στρέφεται τό ἐνδιαφέρον πολλῶν εἰδικῶν στή Δύση.
Πέραν αὐτῶν καμιά πρωτοκαθεδρία τοῦ αἰσθήματος δέν ἐπιτρέπει ἡ Φιλοκαλία. Τόσο τό αἴσθημα ὅσο καί ὁ νοῦς περιορίζονται, στή διαδικασία τῆς προσευχῆς, τόσο ὅσο χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ πιθανή εἰδωλοποιητική τους λειτουργία - κυρίως μάλιστα τοῦ αἰσθήματος! Παραμένει βεβαίως παράδοξη ἡ θέση τοῦ Ράμφου πώς μηδενιστής εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰσθήματος· κατά τόν Χάϊντεγκερ (στό ἔργο του γιά τόν Νίτσε) αἰτία τοῦ μηδενισμοῦ εἶναι μᾶλλον, ἀντιθέτως, ἡ αὐτοτοποθέτηση τοῦ σκεπτόμενου ὑποκειμένου ὡς προϋπόθεση κάθε ἀντικειμενικῆς μεταφυσικῆς του Εἶναι - καί ἡ βούληση γιά δύναμη πού ἀκολουθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰσθήματος δέν εἶναι μηδενιστής, ἀντίθετα πιστεύει σέ ἀξίες. Γίνεται μηδενιστής ὅμως ὅταν γίνει φίλαυτος, ὅταν χάσει δηλαδή τήν κοινότητα. Ἀλλά αὐτός ὁ «θερμός» μηδενισμός θεραπεύεται μᾶλλον πιό εὔκολα ἀπό τόν «ψυχρό» μηδενισμό τοῦ λογικισμοῦ.
Τό μεγαλύτερο ὅμως σφάλμα εἶναι τό νά ταυτίζει κανείς τή Φιλοκαλία μέ τόν ὀρθόδοξο χριστιανισμό ἐν γένει, ἤ ἀκόμα μέ τόν τρόπο βίωσης τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας ἀπό μέρους τῶν πιστῶν ἀνά τούς αἰῶνες. Ὑπάρχει σχέση ἀλλά ὄχι ταύτιση. Πέραν αὐτοῦ, ἄλλωστε, γιά νά μείνουμε στό θέμα μας, ἡ Ἑλλάδα κατά τόν τελευταῖο αἰώνα ὑπέφερε πολύ περισσότερο ἀπό τόν ἠθικισμό, τόν εὐσεβισμό καί τόν νομικισμό πού ἔφεραν κάποιες ὀργανώσεις, παρά ἀπό τή Φιλοκαλία, πού ἀγνοεῖ ὅλα τά παραπάνω!
Ποιά εἶναι τά στοιχεῖα τῆς Φιλοκαλίας ὅμως πού θά μποροῦσαν νά βοηθήσουν μιὰ σύγχρονη ἀνθρωπολογία ἡ ὁποία θά μποροῦσε ἐπίσης νά ὁδηγήσει καί σέ ἱστορική ἀνάπτυξη; Ἀναφέρω μερικά ἐπιγραμματικά: ἡ ἔμφασή της στήν ἀνάγκη ρεαλιστικῆς αὐτογνωσίας (κάτι στό ὁποῖο περιλαμβάνεται καί τό ἀσυνείδητο), ἡ ἔμφαση στήν ἀνάγκη κοινωνικοποίησης τοῦ φίλαυτου θελήματος, ὁ τελικός τονισμός τῆς ψυχοσωματικῆς ὑφῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀνάγκη ψυχοσωματικῆς μετοχῆς/συναλήθευσης τοῦ ἀνθρώπινου ὅλου, ἡ ἀποφασιστική συναίρεση ἀτομισμοῦ-κοινωνικότητας καί συν-εὐθύνης ὅλων γιά ὅλα καί ὅλους. Δέν εἶναι καλύτερα νά ἀρχίσουμε νά συζητοῦμε αὐτά παρά ὁτιδήποτε ἄλλο; 
π. Νικόλαος Λουδοβῖκος

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Καλημερούδια
Μὲ τὶ καμάρι περπατεῖ
τὴν κούκλα της κρατώντας,
καὶ μ᾿ ἕνα σπάγκο τὸ γατὶ
ξοπίσω της τραβώντας.
Κοντὰ στὴν πόρτα σταματᾶ
πρὶν πάει πιὸ παραπέρα,
καὶ τὰ πουλιά της χαιρετᾶ
μὲ μία καλημέρα.
«Καλημερούδια σας, πουλιά,
καλημερούδια χήνα...
τὴν κούκλα λὲν Τριανταφυλλιά,
καὶ τὸ γατὶ ψιψίνα.
Κι ἂν μὲ ρωτᾶτε καὶ γιὰ ποῦ,
νωρὶς τὶ τάχα βγῆκα,
πάω νὰ προφτάσω τὸν παπποὺ
ποὺ μὲ φιλεύει σῦκα.»
Ἀλέξανδρος Πάλλης

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

 


Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;

Λίγες ἑβδομάδες πρὶν ἀναχωρήσει ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἦταν καθισμένος στὴν καρέκλα μὲ τοὺς ὀροὺς στὰ χέρια. Μπαίνει κάποιος ἐπισκέπτης, τοῦ φιλάει τὸ χέρι καὶ τὸν ρωτᾶ:

-Τί γίνεσθε, Γέροντα;

-Γίνομαι, παιδί μου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπισκέπτης δὲν κατάλαβε, συνέχισε:

-Ὡριμάζω!

Καὶ λίγες μέρες πρὶν κοιμηθεῖ, ἀπευθυνόμενος σὲ παρευρισκόμενο πνευματικοπαίδι του, τόνισε:

-Νὰ ξερες, Δ., πόσο λειαίνει τὸν ἀκατέργαστο Ἐπιφάνιο ὅλη αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία!

Οἱ πόνοι του ἦσαν φρικτοὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποτε:

- Ἄν νιώθατε ὅπως ἐγὼ τώρα ἔστω καὶ γιὰ 2 λεπτά, θὰ παρακαλούσατε τὸν Θεὸ νὰ σᾶς πάρει ἀμέσως! Καὶ στρεφόμενος πρὸς τὸν Κύριο: «Πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμὶ ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου».

Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες, λόγω τῶν φρικτῶν πόνων, τὶς πέρασε ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι. Δὲν μποροῦσε σὲ καμία ἄλλη θέση νὰ ἀνακουφισθεῖ.

-Παρακάλεσα, μᾶς εἶπε, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει ἄλλη μία θέση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μοῦ ἔδωσε. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του!

Τοῦ εἶπε κάποτε ἕνα πνευματικοπαίδι του -γιατρὸς- ποὺ προσπαθοῦσε ἐπὶ ὥρα νὰ τοῦ βρεῖ φλέβα:

—Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, Γέροντα, ποὺ σᾶς πονῶ, ἀλλὰ τὸ κάνω γιὰ τὸ καλό σας.

—Τὸ καταλαβαίνω, παιδί μου. Ἐμένα νὰ μὲ συγχωρεῖς ποὺ σὲ παιδεύω. Νὰ ξέρης ὅτι δὲν στενοχωροῦμαι γιὰ τὶς φλεβοκεντήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ στενοχωρεῖσαι ἐσὺ ποὺ δὲν βρίσκεις φλέβες.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ρώτησε ἕνα πνευματικοπαίδι του:

—Παιδί μου, ἔχεις ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀναχωρήσεώς μου;

—Γέροντα, δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἐξοικειωθεῖ. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ξέρω εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη σας θὰ μᾶς συνοδεύει πάντοτε. Ἄλλωστε κι ἂν σᾶς καλέσει ὁ Θεός, σὲ σᾶς θὰ προστρέχουμε διὰ τῆς προσευχῆς.

—Αὐτό, παιδί μου, γίνεται μόνο μὲ τοὺς Ἁγίους.

—Γέροντα, κάποτε σᾶς εἶχα ρωτήσει ἂν μποροῦμε στὴν προσευχή μας νὰ ἐπικαλούμεθα τὶς πρεσβεῖες κάποιου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ συνείδησή μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἔχει βρεῖ παρρησία στὸν Θεὸ καὶ μοῦ εἴχατε ἀπαντήσει πὼς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι στὴν παράκλησή μας θὰ προτάσσουμε τὴ φράση «ἂν ἔχεις παρρησία στὸν Θεό».

—Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.

—Γέροντα, ἄν.

—Σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.

—Μά, Γέροντα, οὔτε μὲ τὸ ἄν;

—Καλά… Ἂν εἶναι μὲ τὸ ἄν…

—Καλά, Γέροντα, δὲν φοβάσθε τὸ θάνατο; τὸν ρώτησε ἀπορημένο κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμήσεως του καθόριζε ὁ ἴδιος τὰ τῆς κηδείας του (ἀγγελτήρια, νεκρώσιμο ἀκολουθία κ.λπ.) τόσο ἀπαθῶς σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν κηδεία κάποιου ἄλλου.

—Ὄχι, δὲν τὸν φοβᾶμαι καθόλου τὸν θάνατο. (Μικρὴ παύση.) Καὶ δὲν τὸν φοβᾶμαι, ὄχι βέβαια ἕνεκα τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

—Γέροντα, μὴ λέτε τέτοια πράγματα τώρα!, τοῦ εἶπε κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν τὸν ἄκουσε νὰ καθορίζει τὰ τῆς κηδείας του.

Καὶ αὐτὸς μὲ ἑτοιμότητα:

—Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;

Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025


Σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα
Ἡ καλωσύνη μαλακώνει καὶ ἀνοίγει τὴν καρδιά, σὰν τὸ λάδι τὴν σκουριασμένη κλειδαριά. Ἡ καλωσύνη εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ πάντα σκορπάει χαρά, διώχνει σύννεφα, ἀνοίγει καρδιές. Σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα ποὺ βγάζει ἄνθη ἀπὸ τὴν γῆ, θερμαίνει ἀκόμα καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὶς παγωμένες τους τρύπες γιὰ νὰ χαροῦν καὶ αὐτὰ τὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ κακότροποι ἄνθρωποι εἶναι πάντα πνιγμένοι ἀπὸ λογισμοὺς καὶ μὲ τὴν παγωμένη τους καρδιὰ παγώνουν καὶ πνίγουν μὲ λογισμοὺς τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους ποὺ καταφεύγουν σ’ αὐτοὺς γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν, ἐνῶ οἱ καλοκάγαθοι μὲ τὴν πνευματική τους (ἀρχοντική) ἀγάπη, τὴν σφιχτὴ μὲ πόνο, πνίγουν δαίμονες, ἐλευθερώνουν ψυχὲς καὶ σκορπᾶνε θεϊκὴ παρηγοριὰ στοὺς συνανθρώπους τους
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025


Ἡ Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ µαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, µ᾿ ὅλο τὸ σεβασµὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐµπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ µνῆµα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς µιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς µαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήµατα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς µαθητάδες του. Εἶδες µὲ πόση µακροθυµία τὰ ὑπόµεινε ὅλα; ...Καὶ µ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαµε σήµερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ µᾶς εἴµαστε χωρισµένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ µ᾿ ἕνα τοῖχο παγωµένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ µᾶς καλεῖ κ᾿ ἐµεῖς τὸν ἀρνιόµαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπηµένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐµεῖς λέµε πὼς δὲν τὰ βλέπουµε. Ἐµεῖς ψάχνουµε νὰ βροῦµε στηρίγµατα στὴν ἀπιστία µας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουµε τὸν ἐγωϊσµό µας, ποὺ τὸν λέµε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήµη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ µέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσµου, δὲ µπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισµούς, ὄχι ὅµως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται µὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογηµένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς µακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύµατι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωµᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ µὲ εἶδες Θωµᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουµε τὸν Κύριο νὰ µᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦµε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦµε κ᾿ ἐµεῖς µαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025


Ὁ γλάρος

Μιὰ βάρκα ἦταν μόνη σὲ μιὰ θάλασσα γαλάζια
κι ἤτανε κι ἕνας γλάρος μὲ ὁλόλευκα φτερά·
κι ὅλο τὴν κοντοζύγωνε γιὰ νὰ τῆς κάνει νάζια
καὶ τὶς φτεροῦγες του ἔβρεχε στὰ γαλανὰ νερά.
Καὶ ζήλεψα τὴ βάρκα τὴ μικρὴ τὴ χιονάτη,
ποὺ τῆς φιλοῦσε ὁ γλάρος τὸ κατάλευκο πανί,
καὶ νοιώθω σὰν βαρκούλα στὰ γαλάζια τὰ πλάτη
ποὺ ὅλο περιμένω κάποιο γλάρο νὰ φανεῖ.
Ἕνα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στὴ γλάστρα
κι ἦρθε μιὰ πεταλούδα ποὺ πετοῦσε σὰν τρελή,
καὶ ποιὸς νὰ ξέρει ἄραγε τί τοῦ ᾿πε ἡ ξελογιάστρα
κι ἐκεῖνο ἐκοκκίνησε ἀκόμα πιὸ πολύ.
Καὶ ὅλο συλλογιέμαι τὰ φτερὰ τ᾿ ἀνοιγμένα
ἀλλὰ τὸ τί νὰ εἶπαν δὲν τὸ βρίσκω ὁμολογῶ,
ποιὸς ἄραγε τὸ ξέρει νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ μένα,
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα κι ἂς κοκκίνιζα κι ἐγώ.
Χτὲς τὸ φεγγάρι ἀσήμωσε τῆς λεύκας μας τὰ φύλλα
ποὺ στέκονταν ἀκίνητη ἐκεῖ στὴν ἐρημιά,
κι ὅταν ὁ μπάτης φύσηξε τῆς ἦρθε ἀνατριχίλα,
κι ἀμέσως τρεμουλιάσανε τὰ φύλλα τ᾿ ἀσημιά.
Καὶ ὅλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πὼς κάτι
πρέπει νὰ εἶπε ὁ μπάτης μυστικὰ μὲς στὰ κλαδιά·
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα τὰ λογάκια τοῦ μπάτη
κι ἂς ἔνοιωθα νὰ τρέμει σὰν τὰ φύλλα ἡ καρδιά.

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Ἀλέκος Σακελλάριος


Τετράδιο 110 * Φεβρουάριος 2009

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

 


Ἀμοργὸς

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Νίκος Γκάτσος

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025



Νὰ βρεῖ μέσα μας κάτι τὸ ἰδιαίτερο
Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μας ὅλ’ αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους.
Γιὰ πολλοὺς ὅμως ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται.
Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴ ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ τοῦ κακοῦ πνεύματος.
Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι μία σατανικὴ ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τὴ θρησκεία σὰν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στὴν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε: «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι» καὶ μόλις βγοῦνε ἔξω ἀρχίζουν νὰ βλασφημᾶνε τὰ θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τοὺς ἐνοχλήσει.
Στὴν πραγματικότητα, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν μπερδεύει, τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη, στὴν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀλήθεια. Τὸ οὐσιαστικότερο εἶναι νὰ φεύγεις ἀπ’ τὸν τύπο καὶ νὰ πηγαίνεις στὴν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νὰ κάνεις θυσίες.
Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἀγαπήσει ἅμα ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ μᾶς ἀγαπήσει. Γιὰ νὰ μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νὰ βρεῖ μέσα μας κάτι τὸ ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δὲν παίρνεις ὅμως τίποτα. Ἑτοιμάζεσαι ν’ ἀποκτήσεις ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἔλθει μέσα σου ἡ θεία χάρις, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος.
Ποιὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἂν δὲν ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Ταπείνωση καὶ ἀνιδιοτέλεια στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸ θεῖον. Ὅλ’ αὐτὰ κρυφά, μυστικά, σὰν τοὺς ἀσκητές. Θυμάστε ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ γιὰ τ’ ἀηδονάκι; Μὲς στὸ δάσος κελαηδεῖ. Στὴ σιγή. Νὰ πεῖς πὼς κάποιος τ’ ἀκούει, πὼς κάποιος τὸ ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μὲς στὴν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα. Πιάνει μία σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καὶ ζεῖ τὸν Θεὸ μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»…
…Ὅλο τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στὸν Χριστό. Τὸ δόσιμο στὸν κόσμο τὸν πνευματικό. Οὔτε μοναξιὰ νιώθει κανείς, οὔτε τίποτα. Ζεῖ μέσα σ’ ἄλλον κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ χαίρεται, ἐκεῖ ποὺ εὐφραίνεται, ποὺ ποτὲ δὲν χορταίνει…
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Ὁ πιὸ στενός μου φίλος
Στὸ τελευταῖο σας γράμμα μοῦ εἴχατε στείλει μιὰ εἰκόνα μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὰ ζῶα στὸν Παράδεισο. Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ σᾶς στείλω κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου ζωγραφισμένο ἕνα πουλί, τὸν πιὸ στενό μου φίλο, γιατί, ἂν σᾶς ἔστελνα ζωγραφισμένο ἕνα φίδι, νομίζω, θὰ σᾶς ἔπιανε φόβος. Τὸν ἔχω ὀνομάσει Ὄλετ, ποὺ σημαίνει στὰ ἀραβικὰ «παιδί». Μένει στὸ ραχώνι, πεντακόσια μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Καλύβι μου.
Κάθε μεσημέρι τοῦ πηγαίνω καλούδια καὶ φιλεύματα. Μόλις τοῦ δίνω κάτι νὰ φάη, παίρνει λίγο καὶ φεύγει. Ἐγὼ τὸ φωνάζω νὰ ἔρθη, ἀλλὰ αὐτὸ φεύγει καὶ σὲ λίγο ἔρχεται κρυφὰ ἀπὸ πίσω καὶ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ζακέτα μου. Ὅταν πάω νὰ φύγω, μὲ ξεπροβοδίζει σὲ ἀπόσταση ἑκατὸ μέτρων περίπου, κι ἐγώ, γιὰ νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω μου καὶ κουρασθῆ, τοῦ ἀφήνω κανένα ψίχουλο, γιὰ νὰ ἀπασχοληθῆ, καὶ φεύγω γρήγορα, γιὰ νὰ μὲ χάση. Τώρα τελευταῖα ἄφησε τὴν ἄσκηση καὶ ζητάει καλοπέραση!... Οὔτε σπασμένο ρύζι τρώει οὔτε βρεγμένο παξιμάδι, ἀλλὰ μόνο σκουληκάκια, ποὺ θέλει νὰ τὰ βάζω στό... πιάτο –στὴν χούφτα μου –καὶ νὰ ἀνεβαίνη ἐκεῖ νὰ τρώη. Πρόοδος! Εἶναι μέρες ποὺ πανηγυρίζω μὲ τὸν Ὄλετ καὶ τὴν συντροφιά του.
Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς: «Γιατί κάνεις ἐξαιρέσεις στὸν Ὄλετ; Γιατί δὲν κάνεις τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἄλλα πουλιά;». Ἀπαντῶ: «Ὅταν φωνάζω τὸν Ὄλετ νὰ ἔρθη, φέρνει μαζί του καὶ ἄλλα πουλιά, φίλους του, τὰ ὁποῖα τρέχουν ἀμέσως στὸ φαΐ, ἐνῶ ὁ Ὄλετ ἔρχεται ἀπὸ ὑπακοὴ καὶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι νηστικός, κάθεται ἀρκετὴ ὥρα μαζί μου καὶ ξεχνάει τὸ φαγητό· ἐγὼ τοῦ τὸ θυμίζω. Καὶ τώρα ποὺ καλωσύνεψε ὁ καιρὸς καὶ βρίσκει ζουζούνια νὰ φάη, ὅταν τὸ φωνάζω, πάλι ἔρχεται, γιὰ τὴν ὑπακοή, ἐνῶ εἶναι χορτάτο καὶ δὲν τὸ ἀναγκάζει ἡ πεῖνα. Ἔ, πῶς νὰ μὴν τὸ χαίρεσαι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ αὐτὸ τὸ φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀγάπη νὰ τὸ σφίξω μέσα στὴν χούφτα μου, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως κάνω σὰν τὴν μαϊμοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη σφίγγει τὰ παιδιά της καὶ τελικὰ τὰ πνίγει. Γι ̓ αὐτὸ σφίγγω τὴν καρδιά μου καὶ τὸ χαίρομαι ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλάψω. Μιὰ μέρα ἄργησα νὰ πάω στὸ ραχώνι καὶ ὁ Ὄλετ, ἐπειδὴ φυσοῦσε πολύ, εἶχε λουφάξει ἀπὸ νωρίς. Ἄφησα τὸ φαγητό του καὶ ἔφυγα, χωρὶς νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησα νὰ πάω πολὺ νωρίς, γιατὶ ἀνησύχησα μήπως τὸ ἔφαγε κανένα γεράκι. Αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ πρωὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ εἶχα ἀφήσει ἀποβραδίς, «τὸ πείραξε ὁ λογισμὸς» καὶ κατέβηκε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ μὲ περίμενε. Ὅταν μὲ εἶδε, ἔκανε σὰν τρελλὸ ἀπὸ τὴν χαρά του. Τοῦ ἔδινα νὰ φάη, ἀλλὰ αὐτὸ περισσότερο ἤθελε συντροφιὰ παρὰ φαγητό. Τὸ θαυμάζω γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει, καθὼς καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη του.
Εὔχεσθε νὰ μιμηθῶ τὶς ἀρετές του. Πιστεύω νὰ μὴν ἔχετε παράπονο· σᾶς τὰ εἶπα ὅλα, χωρὶς νὰ πάρω τὴν συγκατάθεση τοῦ Ὄλετ. Ἐλπίζω νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσω, μιὰ ποὺ δὲν θὰ γίνουν γνωστὰ ἔξω... Ἔχετε τοὺς χαιρετισμοὺς τοὺς δικούς του καὶ τοὺς δικούς μου τοὺς πολλούς. Στὸ Καλύβι μου ὄχι μόνον τὰ πετούμενα πουλάκια ἀλλὰ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ –τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελῶνες, σαῦρες, φίδια –χορταίνουν ἀπὸ τὴν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μου καὶ χορταίνω κι ἐγώ, ὅταν χορταίνουν αὐτά, καὶ ὅλοι μαζί, «τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά», «αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον».

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025



Νά, λοιπὸν, ἡ ὑπομονὴ τί τὴν ἀξίωσε
Κατουνάκια 4-2-1993
Ἐν Χριστῷ ἀγαπητὲ ἀδελφὲ π. Ἱερεμία
Μὲ πολλὴν ἀγάπη σὲ ἀσπάζομαι ἀδελφικὰ, εὐχόμενος ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς ἐξαποστείλη τὸν Ἄγγελον Ἀὐτοῦ καὶ σοῦ χαρίση πνεῦμα ὑπομονῆς, πνεῦμα πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεόν.
Χθὲς ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ σήμερα πρωΐ ἔρχομαι νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Πρὸ τριῶν μηνῶν κατέβηκα στὴν Ἀθήνα καὶ ἔκανα ἐγχείρηση καταρράκτου στὰ μάτια καὶ δὲν ἔχει ἀποκτασταθῆ ἀκόμα ἡ ὅρασίς μου καὶ δὲν βλέπω καλὰ, καὶ βάζω τὸν Ν. νὰ σοῦ γράψη ὅ,τι ὑπαγορεύω ἐγώ. Γενοῦ ἄξιος τῆς κλήσεώς σου τῆς «Θεοκλήτου». Μετὰ ἁγίων ἡ κλῆσις σου, μετὰ μαρτύρων ἡ μερίς σου.
Νὰ σοῦ πῶ καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ σὲ μακαρίζω καὶ σὲ ζηλεύω, ἀποβλέποντας τὸν καρπὸν αὐτῆς σου τῆς δοκιμασίας. Ἡ πολλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐσένα ἐκεῖ σὲ ὁδήγησε, εἰς αὐτὸ τὸν Γολγοθά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει δύο ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τὸν πολύαθλο Ἰώβ. Δὲν τὸν ἐπαινεῖ εἰς τὸ πρότερόν του βίον, πρὸ τῆς δοκιμασίας ποὺ ἦτο θεοσεβὴς-φιλόξενος-ἀπεχόμενος παντὸς κακοῦ, ἀλλὰ τὸν ἐγκωμιάζει εἰς τὴν ὑπομονὴν ὅπου ἔκαμε εἰς αὐτὴ τὴν δοκιμασίαν ὅπου τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός.
Στὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς ἕνας πατέρας πτωχός, παπουτσής, ἔκανε πολλὰ παπούτσια, καὶ τὰ ἔδινε στὴν κόρη του νὰ τὰ πουλήση στὰ γύρω χωριά. Τὸ κοριτσάκι μὲ διαφόρους καιροὺς καὶ ξυπόλυτο πήγαινε στὰ χωριὰ καὶ τὰ πωλοῦσε. Πότε πεινασμένο, πότε ξυπόλυτο, πότε ἡμέρα καὶ πότε νύκτα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοριτσάκι νὰ χτικιάση (νὰ πάρη φυματίωσιν).
Προτοῦ νὰ πεθάνη πρόλαβαν καὶ τὸ ἔκαμαν καλογριούλα καὶ τὸ ὀνόμασαν Ἀνυσία μοναχή.
Ὅταν τῆς ἔκαμαν ἀνακομιδὴ, εὐωδίαζαν τὰ λείψανά της. Νὰ, λοιπόν, τί ἀποτέλεσμα ἔφερε ἡ ὑπομονὴ εἰς τὰς θλίψεις.
Στὸ χωριό μου μία ὅμοια ψυχή, Βασιλικὴ τὴν ὀνόμαζαν, ἐπειδὴ ἦταν γερὸ κοριτσάκι, τὴν ἔπαιρνε ὁ πατέρας της στὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς μαζί του. Ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες κλονίστηκε σοβαρὰ ἡ ὑγεία της καὶ στὸ τέλος ἀπέθανε. Ἕνας γείτονάς της, πολὺ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προσευχόμενος μία φορὰ εἶδε πέντε ἕξι ἀγγέλους καὶ ὑμνολογοῦσαν τὸν Θεόν. Καὶ μέσα στὴ μέση ἦταν καὶ αὐτὴ ἡ ψυχή. Νά, λοιπὸν, ἡ ὑπομονὴ τί τὴν ἀξίωσε.
Καὶ ὁ Γέροντάς μας, ὁ παππούς σας, ὁ γέροντας Ἰωσήφ, μᾶς ἔλεγε συχνὰ ὅτι ὅλος ὁ βίος του ἕνα μαρτύριο ἦταν καὶ νὰ τί τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εὐωδιάσουν τὰ λείψανά του.
Σοῦ εὐχόμεθα δι’ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντός μας καὶ σ΄ ἐσένα «τὰ ἴδια».
Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη
παπα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης
Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται σὲ ἑτοιμοθάνατο καρκινοπαθὴ μοναχό.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025


Ἡ πιό ὡραία ἀκολουθία τῆς ζωῆς μου
Σ’ ἕνα φτωχικό σπιτάκι στά περίχωρα τοῦ Ντιβέγεβο συνάντησα κάτι, πού δέ θά μποροῦσα νά φανταστῶ οὔτε στά πιό φωτεινά μου ὄνειρα. Εἶδα τήν Ἐκκλησία, τήν ἀκατάβλητη καί ἀνίκητη, πού μένει πάντα νέα καί ζεῖ τόν Προνοητή καί Σωτήρα Θεό μέ εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Τότε ἀκριβῶς ἄρχισα νά καταλαβαίνω τή μεγάλη δύναμη τῶν τολμηρῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ!».
Στήν πιό ὡραία καί ἀξέχαστη ἀκολουθία τῆς ζωῆς μου δέν βρισκόμουν σέ κάποιο μεγαλοπρεπῆ καθεδρικό ναό, οὔτε σέ ναό δοξασμένο ἀπό τήν πατίνα τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά στό περιφερειακό κέντρο Ντιβέγεβο, στό σπίτι τῆς ὁδοῦ Λιεσνάγια, ἀριθμός 16. Γιά τήν ἀκρίβεια δέν ἦταν κάν σπίτι. Ἦταν ἀποθήκη κατοικημένη…
Ὅταν πρωτοπῆγα ἐκεῖ μέ τόν π. Βονιφάτιο, εἶδα ἕνα δωματιάκι μέ ὑπερβολικά χαμηλή ὀροφή καί μέσα ἐκεῖ δέκα γερόντισσες, τρομερά… ἀρχαῖες! Ἡ πιό νέα ἦταν τουλάχιστον πάνω ἀπό 80 ἐτῶν. Καί ἡ μεγαλύτερη εἶχε ξεπεράσει τά 100. Ὅλες φοροῦσαν ἁπλά γεροντικά ροῦχα, συνηθισμένα μαντήλια. Οὔτε ράσα, οὔτε μοναχικές καλύπτρες, οὔτε κουκούλια. Μά τί μοναχές ἦταν αὐτές; «Ἔ, ἁπλές γιαγιάδες», θά σκεφτόμουν, ἄν δέν ἤξερα ὅτι αὐτές οἱ γερόντισσες ἦταν μερικές ἀπό τίς πιό γενναῖες γυναῖκες τοῦ καιροῦ μας, ἀληθινές ἀσκήτριες, πού εἶχαν περάσει στίς φυλακές καί τά στρατόπεδα χρόνια καί δεκαετίες. Καί παρ’ ὅλες τίς δοκιμασίες, εἶχαν πολλαπλασιάσει στήν ψυχή τους τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωση στόν Θεό.
Συγκλονίστηκα, ὅταν μπροστά μου ὁ πατήρ Βονιφάτιος, αὐτός ὁ σεβάσμιος ἀρχιμανδρίτης, ὁ οἰκονόμος τῶν ναῶν τῶν πατριαρχικῶν καταλυμάτων τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου, ὁ ἄξιος καί γνωστός στή Μόσχα πνευματικός, γονάτισε μπροστά σ̉ αὐτές τίς γερόντισσες καί τούς ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια! Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, δέν πίστευα στά μάτια μου. Ὁ ἱερέας σηκώθηκε κι ἄρχισε νά εὐλογεῖ τίς γερόντισσες, πού τόν πλησίαζαν μέ τή σειρά κουτσαίνοντας ἀδέξια. Ἡ χαρά τους γιά τόν ἐρχομό του ἦταν ὁλοφάνερη.
Ὅσο ὁ πατήρ Βονιφάτιος καί οἱ γερόντισσες ἀντήλλασσαν χαιρετισμούς, ἐγώ ἔριχνα ματιές τριγύρω. Στούς τοίχους τοῦ δωματίου μπροστά στίς εἰκόνες μέ τίς ἀρχαῖες κορνίζες, ἔκαιγαν θαμπά καντήλια. Μία εἰκόνα ἀμέσως μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Ἦταν μία μεγάλη, ὑπέροχης αἰσθητικῆς, εἰκόνα, τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Τό πρόσωπο τοῦ γέροντος ἔλαμπε μέ τέτοια καλοσύνη καί θέρμη, ὥστε δέν ἤθελα νά πάρω τά μάτια μου ἀπό πάνω του. Ἡ εἰκόνα αὐτή, ὅπως ἔμαθα ἀργότερα, εἶχε  ἁγιογραφηθεῖ γιά  τόν  νέο ναό τοῦ Ντιβέγεβο, πού δέν πρόλαβαν νά ἐγκαινιάσουν πρίν τήν ἐπανάσταση, καί εἶχε ἀπό θαῦμα σωθεῖ ἀπό τή βεβήλωση.
Ἐκείνη τήν ὥρα ἄρχισαν νά προετοιμάζονται γιά τήν ἀγρυπνία. Ἡ ἀναπνοή μου σταμάτησε, ὅταν οἱ μοναχές ἄρχισαν νά βγάζουν ἀπό τίς μυστικές τους κρυψῶνες τά αὐθεντικά ἀντικείμενα τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, καί νά τά τοποθετοῦν μέ προσοχή πάνω στό κακοφτιαγμένο τραπέζι. Ἐδῶ βρίσκονταν τό ἐπιτραχήλιο τοῦ ὁσίου, ὁ βαρύς σιδερένιος σταυρός του μέ τίς ἁλυσίδες, ἕνα δερμάτινο γάντι, τό παμπάλαιο τσίγκινο δοχεῖο, ὅπου ὁ γέροντας τοῦ Σάρωφ ἑτοίμαζε τό φαγητό του. Μετά τήν ἐρήμωση τοῦ μοναστηριοῦ τά κειμήλια αὐτά περνοῦσαν ἐπί δεκαετίες ἀπό χέρι σέ χέρι, ἀπό τή μία ἀδελφή τοῦ Ντιβέγεβο στήν ἄλλη.
Ὁ πατήρ Βονιφάτιος φόρεσε τά ἄμφιά του κι ἔκανε τήν ἐναρκτήρια ἐκφώνηση. Οἱ μοναχές ἀμέσως ζωήρεψαν κι ἄρχισαν νά ψάλλουν.
Τί θαυμάσιος, τί ἐξαίσιος χορός ἦταν ἐκεῖνος!
«Ἦχος πλάγιος τοῦ δευτέρου! Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου!», ἐκφώνησε μέ τραχειά, βραχνή γεροντική φωνή ἡ μοναχή πού κανοναρχοῦσε. Ἦταν 102 ἐτῶν. Εἶχε περάσει σχεδόν 20 χρόνια σέ φυλακές καί ἐξορίες.
Κι ὅλες οἱ μεγάλες γερόντισσες ἄρχισαν νά ψάλλουν μαζί της:
«Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου! Εἰσάκουσόν μου, Κύριε!».
Δέν ὑπάρχουν λόγια γιά νά περιγράψουν ἐκείνη τήν ἀκολουθία. Τά κεριά ἔκαιγαν. Ὁ ὅσιος Σεραφείμ κοίταζε ἀπό τήν εἰκόνα μέ τήν ἀπέραντα ἀγαθή καί σοφή ματιά του. Οἱ ἐκπληκτικές μοναχές ἔψαλαν σχεδόν ὅλη τήν ἀκολουθία ἀπ̉  ἔξω. Κάπου-κάπου μονάχα ἔριχνε κάποια ἀπ̉  αὐτές μία ματιά στά χοντρά βιβλία, μέσα ἀπό ἕναν τεράστιο μεγεθυντικό φακό μέ ξύλινη λαβή. Ἔτσι ἔκαναν τίς ἀκολουθίες στά στρατόπεδα, στίς ἐξορίες, κι ἔπειτα ἐδῶ, στό Ντιβέγεβο, μετά τήν ἐπιστροφή τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκαν πιά στίς φτωχικές καλύβες ἀπόμερα τῆς πόλης.
Ὅλα ἦταν συνηθισμένα γι̉ αὐτές, μά ἐγώ πραγματικά δέν μποροῦσα νά καταλάβω ἄν βρισκόμουν στόν οὐρανό ἤ στή γῆ.
Αὐτές οἱ γερόντισσες εἶχαν τέτοια πνευματική δύναμη, τέτοια προσευχή, τέτοια ἀνδρεία, τέτοια πραότητα, καλοσύνη καί ἀγάπη, τέτοια πίστη, πού ἀκριβῶς τότε, σ̉ ἐκείνη τήν ἀκολουθία, κατάλαβα ὅτι αὐτές θά νικήσουν τά πάντα. Καί τήν ἄθεη ἐξουσία μέ ὅλη τή δύναμή της καί τήν ἀπιστία τοῦ κόσμου καί τόν ἴδιο τόν θάνατο, πού τόν κοίταζαν ἄφοβα.

π. Τύχων Σεβκούνωφ


Τετράδιο 154 * 'Ιανουάριος 2013

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

 


Ὑπάρχω κι ἀγαπῶ

Πατέρες καὶ δάσκαλοι, σκέφτομαι: «Τί εἶναι Κόλαση;»

Καὶ λέω πὼς εἶναι «τὸ μαρτύριο τοῦ νὰ μὴν ἀγαπάει κανείς».

Μία φορά, μέσα στὸ ἄπειρο, τὸ ἄμετρο σὲ χρόνο καὶ σὲ διάστημα, δόθηκε σὲ μία πνευματικὴ ὕπαρξη μὲ τὴν ἐμφάνισή της στὴ γῆ ἡ δυνατότητα νὰ πεῖ στὸν ἑαυτό της: «Ὑπάρχω κι ἀγαπῶ».

Μία φορά, μονάχα μία φορά, τῆς δόθηκε μία στιγμὴ ἀγάπης ἐνεργητικῆς, ζώσης, καὶ γι’ αὐτὸ τῆς δόθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν ὁ καιρὸς καὶ οἱ διορίες. Καὶ τί ἔγινε λοιπόν; Αὐτὴ ἡ εὐτυχισμένη ὕπαρξη ἀρνήθηκε τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο, δὲν τὸ ἐκτίμησε, δὲν τὸ ἀγάπησε, τὸ κοίταξε κοροϊδευτικὰ κι ἔμεινε ἀναίσθητη.

Ὅταν μία τέτοια ὕπαρξη φύγει ἀπ’ τὴ γῆ, βλέπει τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, κουβεντιάζει μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὅπως μᾶς λέει ἡ παραβολὴ περὶ Λαζάρου καὶ πλουσίου, ἀτενίζει καὶ τὸν Παράδεισο, μπορεῖ νὰ πλησιάσει καὶ τὸν Κύριο, μὰ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ μαρτύριό της, ὅτι ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ ‘χει ἀγαπήσει, γιατὶ ἀγγίζει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀγαπήσει καὶ ποὺ αὐτὴ εἶχε περιφρονήσει τὴν ἀγάπη τους. Γιατὶ τώρα βλέπει καθαρὰ καὶ θὰ πεῖ μόνος του στὸν ἑαυτό του:

«Τώρα πιὰ κατέχω τὴ γνώση καί, ἂν καὶ διψάω ν’ ἀγαπήσω. δὲ θὰ ὑπάρχει πιὰ κανένας ἄθλος στὴν ἀγάπη μου, δὲ θὰ ὑπάρχει οὔτε θυσία γιατὶ τελείωσε ἡ ἐπίγεια ζωή μου καὶ δὲ θὰ ‘ρθεῖ ὁ Ἀβραὰμ νὰ μοῦ δώσει ἔστω καὶ μία σταγόνα ζῶντος ὕδατος (δηλαδὴ νὰ μοῦ ξαναδώσει τὸ δῶρο τῆς ἐπίγειας ζωῆς ποὺ εἶχα πρῶτα) γιὰ νὰ δροσίσει τὴ φλόγα τῆς δίψας μου γιὰ πνευματικὴ ἀγάπη, ποὺ μὲ φλογίζει τώρα καὶ ποὺ τὴν περιφρόνησα ὅσο ἤμουν στὴ γῆ. Δὲν ἔχω πιὰ ζωὴ καὶ δὲ θὰ ὑπάρξει πιὰ καιρός! Κι ἂν ἀκόμα θὰ ‘μουν πρόθυμος νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου γιὰ τοὺς ἄλλους, εἶναι ἀργὰ πιά, γιατὶ πέρασε ἐκείνη ἡ ζωὴ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τὴν κάνω θυσία στὴν ἀγάπη καὶ τώρα μία ἄβυσσος χωρίζει ἐκείνη τὴ ζωὴ ἀπ’ τὴν τωρινή μου ὕπαρξη».

Μιλᾶνε γιὰ φλόγες ὑλικὲς ποὺ ἔχει ἡ Κόλαση: δὲν ἐξετάζω αὐτὸ τὸ μυστήριο γιατὶ τρομάζω, μὰ σκέφτομαι πὼς κι ἂν ἀκόμα ὑπῆρχαν ὑλικὲς φλόγες, τότε, μὰ τὴν ἀλήθεια, οἱ κολασμένοι θὰ τὶς δέχονταν μὲ χαρὰ γιατὶ μὲ τὰ σωματικὰ μαρτύρια θὰ ξεχνοῦσαν, ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμή, τὸ ψυχικὸ μαρτύριο ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ τρομερό.

Μὰ οὔτε καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει κανεὶς ἀπ’ αὐτὸ τὸ ψυχικὸ μαρτύριο, γιατὶ δὲν εἶναι ἐξωτερικὸ μὰ τὸ ‘χουν μέσα τους. Μὰ κι ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ τοὺς ἀπαλλάξουν, τότε, ἔτσι νομίζω, θὰ γίνονταν ἀκόμα πιὸ πικρὰ δυστυχισμένοι.

Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα τοὺς συγχωροῦσαν οἱ δίκαιοι ἀπ’ τὸν Παράδεισο, βλέποντας τὰ μαρτύριά τους καὶ τοὺς καλοῦσαν κοντά τους ἀγαπώντας τους ἀπεριόριστα, καὶ πάλι τὰ μαρτύριά τους θὰ μεγάλωναν, γιατὶ ἴσα ἴσα μ’ αὐτὴ τὴ συγγνώμη θὰ μεγάλωνε καὶ ἡ δίψα τους γιὰ ἀνταπόδοση ἀγάπης, γιὰ ἀγάπη ἐνεργητικὴ καὶ γεμάτη εὐγνωμοσύνη, ποὺ τοὺς εἶναι ἀδύνατο πιὰ νὰ δείξουν. Ὡστόσο σκέφτομαι ταπεινὰ πὼς ὅταν θὰ παραδεχτοῦν πὼς τοὺς εἶναι ἀδύνατο, θὰ ξαλαφρώσουν κάπως γιατί, παίρνοντας τὴν ἀγάπη τῶν δικαίων καὶ μὴ ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ τὴν ἀνταποδώσουν, θὰ ὑποταχτοῦν καὶ θὰ ταπεινωθοῦν καὶ θὰ κερδίσουν ἔτσι κάτι σὰν ὁμοίωμα τῆς ἐνεργητικῆς ἀγάπης, ποὺ περιφρόνησαν στὴ γῆ, καὶ μιᾶς πράξης ποὺ κάπως μοιάζει μὲ ἐκείνην…

Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι

Ἀδελφοὶ Καραμαζὼφ