Τὰ δύο πρόσωπα τῆς
χαρᾶς καὶ τῆς λύπης
Γνωρίζεις
πολλοὺς ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς ἀναγνωρίζει ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ λυπημένο τους
πρόσωπο;
Καθὼς ἐπικράτησε
σιγὰ σιγὰ καὶ ὕπουλα ἡ φιλοσοφία τῆς διαφήμισης, μετατοπίζοντας τὸ νόημα ἀπὸ τὸ
σημαντικὸ στὸ ἀσήμαντο, ἀπὸ τὸ βαθὺ στὸ ἐπιφανειακὸ κι ἀπὸ τὴ φιλότιμη
προσπάθεια στὴ φυγόπονη εὐκολία, αἰσθάνθηκα νὰ πνίγομαι στὸ βοῦρκο τῆς ἀσάφειας.
(Σαλβαδὸρ δὲλ Πόθο, 60 Μαθήματα Ζωῆς ἀπὸ τὸν Δὸν Κιχώτη)
Βοῦρκος ἀσάφειας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακριτικὰ τὴν ἀξιοποιοῦν ὡς ὑφολογικὸ
μέσο ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ κεντρίζει περισσότερο τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη
καὶ νὰ τὸν ὠθεῖ εἰς ἔρευνα. Ὅταν ὅμως ἡ ἀσάφεια εἶναι καπνὸς ποὺ θολώνει τὸ
μυαλὸ καὶ βοῦρκος ποὺ πνίγει τὴ ζωή, τότε τὰ πράγματα γίνονται ἐπικίνδυνα.
Ἡ ἀσάφεια, στὴν ὁποία ἀναφέρεται τὸ ἀρχικὸ παράθεμα, εἶναι πλέον μέρος τῆς
προσωπικότητάς μας, καὶ ἔχει γίνει μᾶλλον ἀφασία. Στὸν κοινωνικό μας βίο
συνοδεύεται ἀπὸ τὴ χρήση στερεότυπων καὶ συνθημάτων ποὺ ἀποτελοῦν τὴ γλωσσικὴ
ταυτότητα τοῦ lifestyle. Τὸ lifestyle εἶναι χαρά. Ὅλα εἶναι «τέλεια», ὅλα «ὑπέροχα»,
ὅλοι ἐξαιρετικοὶ κι ἀγαπημένοι, ὅλα στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό. Δὲν ὑπάρχει μέτρο,
σύγκριση, διαβάθμιση, γιατὶ δὲν ὑπάρχει κρίση καὶ κριτήριο, οὔτε ἄλλωστε ἔχουν
σημασία, γιατὶ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς διαφήμισης. Ἡ ὁποία ἁπλὰ θέλει κάτι νὰ ἐπιβάλει.
Ὄχι μὲ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ μὲ τὴ δικτατορία τῶν ἐντυπώσεων. Ἡ εἰκόνα εἶναι αὐτὸ
ποὺ μετρᾶ, ἡ «προσωπικότητα», ὄχι ὁ χαρακτήρας. Ἡ παγκόσμια ἀγορὰ μὲ κάθε ἐπιστημοσύνη
ἐπέβαλε αὐτὸ τὸ μοντέλο ὡς ἄρθρο πίστεως καὶ συνταγὴ ἐπιτυχίας. Διότι ξέρει ὅτι
ἡ χαρά, αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη χαρά, εἶναι ἐξαιρετικὰ καταναλωτική. Καὶ ἐξαιρετικὰ
ἐξαρτημένη.
Ὅλα τέλεια, ὑπέροχα, κι ἐμεῖς χαρούμενοι, ἀρυτίδωτοι καὶ γελαστοὶ
πάντοτε, εὐπροσήγοροι καὶ ἀνοιχτόκαρδοι, συνάδελφοι καὶ ὁμόφρονες, ἀνταγωνιστὲς
ἕως θανάτου, πανέτοιμοι νὰ σκοτώσουμε συμβολικὰ τοὺς ἄλλους καὶ ταυτόχρονα ἀπόλυτα
ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὴ γνώμη τους, ὁλοπρόθυμοι νὰ φιλήσουμε χέρια ποὺ δὲν μποροῦμε
νὰ δαγκώσουμε, χαρούμενοι θλιμμένοι νάρκισσοι. Μὰ σὲ τοῦτο τὸ νευρωσικὸ χτίσιμο
τοῦ προσώπου μπορεῖ ὁ καθένας νὰ δεῖ τὶς ρωγμές. Ἡ θλίψη εἶναι βαθιὰ καὶ πικρή,
εἶναι ἀνελέητη ἐρημιὰ ποὺ ἀλλάζει ρόλους καὶ προσωπεῖα γιὰ νὰ φανεῖ κοινωνική. Ὅσο
πιὸ βαθιὰ εἶναι, τόσο περισσότερο ἐναγωνίως ἐπιδιώκει νὰ πείσει τοὺς ἄλλους ὅτι
δὲν ὑφίσταται, ἀκόμη κι ἂν πρέπει νὰ τοὺς πατήσει στὸ σβέρκο.
Ἂν μιλᾶμε γιὰ Χριστιανούς, ναί, μπορεῖ νὰ ἰσχύουν τὰ ἴδια, μὲ μόνη διαφορὰ
ὅτι ἐδῶ ὅλα γίνονται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἤ (γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἐκτὸς θεολογικῆς
μόδας) νὰ γίνονται εὐχαριστιακά. Ζοῦμε τὴν «πληρότητα τῆς ἀγαπητικῆς ἐλευθερίας»
μέχρι νὰ μᾶς πατήσουν τὸν κάλο ἢ νὰ ἀμφισβητήσουν κάτι ἀπὸ τὸ πρόσωπό μας. Καὶ
οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μετατρεπόμαστε σὲ φανφαρόνους μὲ πατερικὰ ἤ (συνηθέστερα)
μεταπατερικὰ τσιτάτα, φορεμένα χαμόγελα πληρότητας καὶ ἱκανὴ θέληση γιὰ δύναμη.
Ἕνας ἀλλοεθνὴς ἀλεβίτης, ἄνθρωπος καλλιεργημένος, τοῦ κόσμου τούτου, εἶπε
κάποτε στὸν γράφοντα: «Μὲ ἐνδιαφέρει ἡ Ὀρθοδοξία. Ἀλλὰ ἡ Ὀρθοδοξία τῶν ταπεινῶν
ἁγίων, ὄχι ἡ Ὀρθοδοξία-The Coca-Cola Company. Μπορεῖτε νὰ μοῦ τὴ δείξετε;». Δὲν
προσβλήθηκα καθόλου. Ἡ διαφήμιση ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων, φέροντας μαζί
της ἀσάφεια καὶ ἀφασία, τὸ κυνήγι τοῦ εὔκολου καὶ ἄμεσου, τυφλὲς συμπεριφορὲς
καὶ ὁράματα προσωπικῆς ἐπιτυχίας, δύναμης καὶ δόξας (ἀφοῦ εἴμαστε «κοινωνία
προσώπων»). Πίσω ἀπ’ αὐτὰ βρίσκεται πολλὴ θλίψη.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία θλίψη ἀγαθή, ἢ μᾶλλον λύπη, ἡ ὁποία δὲν συνθλίβει, αὐτὴ
ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εὐαίσθητη καρδιά. Αὐτὴ ποὺ στρέφει πρὸς τὰ ἔσω μὲ εἰλικρίνεια,
ποὺ σμιλεύει τὸν χαρακτήρα, ποὺ βοηθᾶ στὴν αὐτογνωσία ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνσυναίσθηση.
Οἱ Πατέρες ἀποδέχονται τὴ θλίψη, ὅπως ἀποδέχονται καὶ τὴ χαρὰ καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο.
Δὲν διστάζουν νὰ ποῦν ὅτι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι ἀκόμη βαθύτερη. Πρέπει λοιπὸν νὰ
σκάψεις καὶ νὰ ἱδρώσεις γιὰ νὰ τὴ βρεῖς, ὅπως βρίσκεις ἕνα μαργαριτάρι θαμμένο
σὲ ρουμανιασμένο χωράφι. Ὅσο καθαρίζεις καὶ ἐμβαθύνεις, ἀρχίζεις καὶ διακρίνεις
ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι ἐξωστρεφὴς
καὶ ἐξαρτημένη, δὲν ἐξορκίζει τὴ λύπη, εἶναι χαρὰ ποὺ βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὸν
σταυρό, ὄχι παραμύθιασμα, ἀλλὰ ἔλεγχος πραγμάτων μὴ βλεπομένων.
Οἱ Πατέρες βλέπουν μὲ ὑποψία καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη ὡς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις.
Γιατὶ ψεῦδος καὶ ὑποκρισία μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη. Γι’ αὐτὸ
καὶ ὁ Χριστὸς λέει, μὴ φαίνεσθε σκυθρωποὶ γιὰ νὰ δείξετε ὅτι νηστεύετε. Καὶ τὸ
προσωπεῖο τῆς λύπης εἶναι ναρκισσιστικό, εἶναι ἐργαλεῖο στὰ χέρια ἐκείνου ποὺ
θέλει νὰ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, νὰ ἀποσπᾶ τὸν οἶκτο καὶ τὴ
συμπάθεια, γιατὶ ἔτσι αἰσθάνεται ὅτι ἀποκτᾶ νόημα καὶ ὑπόσταση, καὶ γιατὶ ἔτσι ἱκανοποιεῖ
τὰ θελήματά του. Σήμερα νομίζω ὁ Κύριος θὰ ἔλεγε τὸ ἀντίθετο: μὴ φαίνεσθε καὶ
πολὺ γελαστοί, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτὲς γιὰ νὰ φανοῦν αὐτάρκεις καὶ εὐτυχισμένοι.
Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς χαρμολύπης. Λυπημένος στὴ λύπη
τοῦ πλησίον, χαρούμενος στὴ χαρὰ ἐκείνου. Λυπημένος γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες,
χαρούμενος γιὰ τὴ μετάνοιά του. Λυπημένος γιὰ τὴν ἀδικία στὸν κόσμο, χαρούμενος
γιὰ τὴν ἀνάσταση. Καὶ κάτι παραπάνω. Ἕτοιμος νὰ ὑπερβεῖ καὶ τὴ λύπη καὶ τὴ χαρὰ
ὡς συναισθήματα, προκειμένου νὰ προχωρήσει σὲ μεγάλες πράξεις, σὲ μεγάλα ναὶ ἢ ὄχι,
ποὺ μπορεῖ μόνο ὁ Θεὸς νὰ γνωρίζει. Ἡ χαρμολύπη του εἶναι ἀληθινή, δὲν
διαφημίζεται. Χωρᾶ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν τὴ χωρᾶ ὁ κόσμος…
π. Χρυσόστομος
Κουτλουμουσιανὸς