Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

 


Ἡ Μαριγώ

Ἡ κοπέλλα ἡ Μαριγὼ
μιὰ δουλειὰ σωστὴ δὲν κάνει.
Τὴν κουζίνα μας ξεχνάνει
καὶ θυμᾶται τὸ χωριό.

Τὰ χεράκια της ἐδῶ,
τὸ μυαλά της ἐκεῖ κάτω.
Πέφτει κι ἔσπασε τὸ πιάτο...
Μαριγούλα, Μαριγώ!

Φέρνει τὸ νερὸ στὸν ὦμο,
μὰ θυμήθηκε ξανά:
«Ποιὸς τὸ δράκο μας κουνᾶ;»
Χύνει τὸ μισὸ στὸ δρόμο.

«Ἡ ἄσπρη κότα τὶ νὰ κάνει;
Τὸ γουρούνι εἶναι γερό;
Ὁ παπποὺς νὰ μὴν πεθάνει;...»
Μαριγούλα, Μαριγώ!

«Θἄβγαλε χηνάκια ἡ χήνα,
θἆναι κίτρινα, σταχτιά,
θὰ τρυγᾶμε αὐτὸ τὸ μήνα,
θὰ μὲ πόνεσε ἡ γιαγιά».

«Τί ἔχεις σύννεφο στὰ μάτια,
τὶ ἔχεις ἀναφιλητό;
Κι ἄλλο πιάτο εἶναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;

Πάρε τ᾿ ἄσπρο γιορτινό σου,
τὶς ποδιὲς ποὺ σοῦ φορῶ.
Στὸ χωριό σου, στὸ χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!»

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος

Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ, καλημέρα,
Ἄργησα νὰ σοῦ γράψω. Ἀπουσίαζα. Σοῦ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ ποὺ τὰ φωτοτύπησα ἀπὸ τὸν τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ τριάντα χρόνια της ἐπισκοπικῆς του διακονίας.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σὲ βεβαιώσω εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος. Ζοῦσε ἅγια. Εἴκοσι χρόνια ποὺ τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔβλεπα, τὸ ἔνιωθα. Ἀκτινοβολοῦσε φῶς, γέλιο ἤρεμο. Ἁπλὸς σ’ ὅλα του. Φτωχὸς μέχρι τρέλας. Λιτὸς ἀπερίγραπτα.
Ντρέπομαι ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ πόσες φορὲς λειτούργησα μαζί του κι ἐγὼ φοροῦσα στολὲς πλούσιες κι αὐτὸς ἦταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοῦ πῶ κάτι γιὰ νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ αὐτό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα, κάποτε, γιὰ τὶς στολές μου, ὅταν μετακινούμουνα. Δερμάτινη. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, ὡς τοποτηρητής. Εἶχε μία βαλίτσα ξύλινη –ἐσωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινη, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαοῦλα.
Ντράπηκα. Παπὰς ἐγώ. Δεσπότης αὐτός.
Τοῦ λέω, «Γέροντα, δὲν πάει ἄλλο. Θὰ πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου».
Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι», μοῦ λέει, «ἐσὺ εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἔχεις παιδιὰ» καὶ ἄλλα τέτοια. Τελικὰ τὴν πῆρε. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη». Πάω, τί νὰ δῶ. Ἡ ξύλινη βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια», τοῦ λέω. «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «ἔπιασε τόπο, τὴν ἔδωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμε κάποτε μὲ τοὺς δικούς μου στὴ Σιάτιστα νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε. Καὶ τί νὰ δοῦμε: Σφουγγάριζε τὶς σκάλες τῆς Μητρόπολης. «Αὐτὰ τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ ’δινα σὲ μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι ὕστερα μὴ ξεχνᾶτε πὼς ἂν ἤμουνα στὸ μοναστήρι θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος:
Ἦταν ὁ πρῶτος καιρὸς ποὺ εἶχε ἔλθει στὴ Μητρόπολη. Δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστός. Πῆγε μία Κυριακὴ σὲ χωριὸ στὸ Βόιο. Τελείωσε ἡ Λειτουργία. Βγῆκε ἔξω καὶ περίμενε κανένας νὰ τὸν μαζέψει γιὰ νὰ τὸν πάει στὴ Σιάτιστα. Αὐτοκίνητο δὲν εἶχε μέχρι ποὺ πέθανε. Στάθηκε ἕνας μὲ τὸ αὐτοκίνητό του - αὐτὸς ποὺ μοῦ τὰ διηγεῖται - καὶ τοῦ λέει: «Παπούλη, ποῦ πᾶς;» Λέει αὐτὸς: «Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μου. Πρέπει νὰ στριμωχθοῦμε».
Τοῦ λέει ὁ Δεσπότης: «Στὴν καρότσα μὲ παίρνεις;» Λέει: «Ναί».
Ἀνέβηκε στὴν καρότσα ὁ Δεσπότης. Φτάσαμε στὴ Σιάτιστα. Θέαμα. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι. Στάθηκαν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο. Τὸν βοήθησαν νὰ κατέβει. Χειροφιλήματα.

Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος: «Ποιός εἶναι;»
«Ὁ Δεσπότης», τοῦ λένε.
Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα», μοῦ λέει, «τὸν Δεσπότη στὴν καρότσα κι ἄφησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια περιστατικά, Στέλιο, πολλά. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄφησε περιουσία στὴ Μητρόπολη τὰ μοναστήρια του.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἐξομολόγηση. Ἡ μισὴ Κοζάνη πήγαινε σ’ αὐτόν. Ἀγρυπνίες. Κόσμος ἀπὸ Καστοριά, Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα. Δύο φορὲς ἔκανε τοποτηρητὴς ἀπὸ 2-3 μῆνες καὶ τὰ γύρισε ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς, ἑκατὸν πενήντα (150) τὸν ἀριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στὴν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε ὅτι σήμερα κηδεύουμε ἕναν ἅγιο, ὁ κόσμος ὅλος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρεῖς φορὲς «Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου…
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο, «Ἕνας Φιλομόναχος Ἐπίσκοπος».
Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ στείλω.
Χαιρέτα ὅλους. Εὔχου. Εὔχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης Μπετσάκος
Κοζάνη, 12 Μαρτίου 2006
*****
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης κ. Ἀντώνιος Κόμπος γεννήθηκε τὸ 1920 στὸ Ἄργος Ἀργολίδος. Ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας, συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὰ Πανεπιστήμια Ὀξφόρδης καὶ Παρισίων.
Διετέλεσε καθηγητὴς καὶ Διευθυντὴς Ἱερατικῶν Σχολῶν. Κατὰ τὰ ἔτη 1971-1974 ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Διάκονος ἐχειροτονήθη στὶς 3.12.1967, πρεσβύτερος δὲ στὶς 4.12.1967. Τὴν 23η Μαΐου 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης.
Ἐξέδωσε ἀξιόλογα ἐπιστημονικὰ ἔργα. Δημοσίευσε βιβλιοκρισίες καὶ ἄρθρα ἐποικοδομητικὰ σὲ διάφορα περιοδικά.
Ὁ «πιὸ ταπεινὸς δεσπότης τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν πολλοί, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17.12.2005 στὸ «Μποδοσάκειο» Νοσοκομεῖο Πτολεμαΐδας, σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ τρίμηνη μάχη μὲ τὸν καρκίνο.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025



Ἡ κεντρική λέξη τοῦ χριστιανισμοῦ: «Μετάνοια»
Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε σὲ μιὰ φάση κάμψεως. Δὲν τίθεται θέμα. Δὲν θὰ ἔλεγα παρακμῆς, ἀλλά κάμψεως. Ξέρω ὅτι πολλές φορές ἴσως παρουσιάζεται πολύ πιό ἔντονη αὐτή ἡ φάση τῆς παρακμῆς. Ἀλλά, νομίζω ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει δέν εἶναι ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ θεραπεία. Ὅλοι περνάμε κάποια ἀρρώστια. Τό θέμα εἶναι σωστά νά τήν προσδιορίσουμε, νά γίνει ἡ σωστή διάγνωση καί ὅταν ἔχουμε καρκίνο, νά μήν παίρνουμε φάρμακα γιά τή γρίπη. Ὅταν εἶναι κάτι πολύ σοβαρό, θά πάρουμε τά ἀνάλογα φάρμακα. Καί νομίζω αὐτό τό ὁποῖο, τό βλέπω ὅτι ἔχει λείψει ἐδῶ, εἶναι ἡ σοβαρή αὐτοκριτική. Ἡ ἴδια ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλές φορές ὡς ἐπίθεση ἐναντίον τῶν ἄλλων.
«Κάποιοι ἄλλοι πρέπει νά κάνουν αὐτοκριτική, ἄς ποῦμε οἱ πολιτικοί, οἱ οἰκονομικοί παράγοντες». Προφανῶς πρέπει νά κάνουν αὐτοί. Ἀλλά, ὅλος ὁ λαός πρέπει νά κάνει αὐτοκριτική. Καί αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, νά τόν βοηθήσει νά κάνει αὐτή τήν αὐτοκριτική. Δηλαδή, φταίει πάντα κάποιος ξένος, τόν ὀνομάζουμε ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, μπορεῖ νά εἶναι Γερμανός, μπορεῖ νά εἶναι Ἀμερικανός, μπορεῖ νά εἶναι Τοῦρκος. Μά, ἐπιτέλους, φταῖμε ἐμεῖς. Αὐτή τήν αὐτοκριτική ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι δέν τήν ἔχουμε κάνει. Καί δέν εἶναι εὔκολo νά τήν κάνουμε. Δηλαδή λέμε «διαφθορά». Ἡ διαφθορά πῶς ὀνομάζεται; Εἶναι μιά πλανωμένη, πῶς νά τήν πῶ; Σάν ἕνα φάντασμα, σάν ἕνα σύννεφο. Ἔχει ὀνόματα ἡ διαφθορά. Σημαίνει ψέμα, σημαίνει πλεονεξία, σημαίνει ἐγωκεντρισμός. Αὐτά τά πράγματα εἶναι μόνο στούς πολιτικούς καί στούς οἰκονομικούς παράγοντες; Καί στά μέσα ἐνημερώσεως; Δέν εἶναι στά περισσότερα σπίτια; Δηλαδή τό «σπόρ» πού λέγεται «φοροδιαφυγή» εἶναι γιά ὁρισμένους μόνο; Ὅλη αὐτή ἡ εὐκολία μέ τήν ὁποία δηλώνουμε ὅτι ὁ πατέρας μας πρέπει νά πάρει σύνταξη καί ὁ πατέρας μας ἔχει πεθάνει, δέν εἶναι παρακμή; Θέλω νά πῶ ὅτι πρέπει νά μάθουμε νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα ὅπως εἶναι. Καί ὑπάρχει μία ἄλλη λέξη πού εἶναι ἐπίσης ἐντελῶς ἐκκλησιαστική καί δέν ἠχεῖ πολύ καλά, ἀλλά εἶναι ἡ κεντρική λέξη τοῦ χριστιανισμοῦ: «Μετάνοια». Ἄν δέν ἀποφασίσουμε πραγματικά νά διορθώσουμε αὐτό τό ὁποῖο γίνεται, πῶς θά ὑπάρξει ἡ ἀλλαγή; Πῶς θά πάρουμε τή θέση πού ἔχουμε μέσα στήν Εὐρώπη καί στόν παγκόσμιο χῶρο;
Καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς, ἐπαναλαμβάνω καί πάλι, μή φανταστεῖτε ὅτι ἐγώ μιλῶ γιά τήν αὐτοκριτική τῶν ἄλλων, μιλῶ γιά τήν αὐτοκριτική τή δική μας, τῶν θρησκευτικῶν λεγομένων, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων. Ἐπιμένω τόν τελευταῖο καιρό καί ἔχω καταντήσει λίγο σάν ἐκείνους πού ἀποστηθίζουν τούς στίχους, νά ἐπαναλαμβάνω αὐτόν τόν στίχο πού εἶναι στήν Παλαιά Διαθήκη, στίς Παροιμίες. «Ἀληθεύειν καί ποιεῖν δίκαια», παρότι εἶναι μιά μετάφραση 22 αἰῶνες πρίν, ὅλες αὐτές οἱ λέξεις εἶναι πολύ σαφεῖς καί στή σημερινή πραγματικότητα «ἀληθεύειν καί ποιεῖν δίκαια ἀρεστά τῶ Θεῶ μᾶλλον ἤ θυσιῶν αἷμα»: «Τό νά εἶναι κανείς ἀληθινός καί δίκαιος, αὐτό ἀρέσει στόν Θεό πολύ περισσότερο ἀπό τά αἵματα τῶν θυσιῶν».
Θά ἔλεγα, μεταφράζοντας στή σημερινή πραγματικότητα, ἀπό τίς πολλές μετάνοιες, ἀπό τά πολλά κεριά, ἀπό τίς πολλές ἄλλες ἐξωτερικές ἐκφράσεις θρησκευτικότητας. Ἄν δέν καλλιεργήσουμε αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀλήθειας πού δέν εἶναι εὔκολο, καί τῆς Δικαιοσύνης πού δέν εἶναι εὔκολο, δέν ἔχουμε τή δυνατότητα νά βοηθήσουμε τόν λαό σέ μιά ἀληθινή ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Καί αὐτό νομίζω πρέπει νά τό κάνουμε. Ἐγώ τουλάχιστον στήν Ἀλβανία αὐτό τονίζω στούς ὀρθόδοξους. Τό νά εἶσαι ὀρθόδοξος, δέν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι κάνεις τόν σταυρό σου ἔτσι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τόν κάνουν ἀλλιῶς ἤ ἄλλοι δέν τόν κάνουν καθόλου, ἀλλά εἶναι ὅτι μέ τή ζωή σου προσπαθεῖς νά εἶσαι ἄνθρωπος τῆς ἀλήθειας, ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό φέρνει τήν ἀλλαγή. Καί δόξα τῶ Θεῶ ὑπάρχουν πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐδῶ πού ζοῦν αὐτό τό πράγμα. Δέν εἶναι οἱ ἐπώνυμοι, αὐτοί πού παρουσιάζονται, εἶναι οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἀκτινοβολοῦν αὐτή τήν πραγματικότητα μέ ἀθόρυβο τρόπο ἀλλά πολύ οὐσιαστικό. Λοιπόν, ἐγώ δέν ἀνησυχῶ, δέν ξέρω, ἔχω μιά αἰσιοδοξία γιά τό μέλλον, ἀλλά τήν θέτω ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ὅτι θά γίνουμε πραγματικά ὀρθόδοξοι δηλαδή.
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025



Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται
Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι' ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ' ἐδῶ καὶ σ' ἄλλες χῶρες.
Σὲ κάμποσους ἀπ' αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία, κ' ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι' ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ' αὐτὴν τὴν τέχνη. Κι' ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συμπεράνανε καὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: "Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται".
Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι' ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ περισσότεροι ἀπ' αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι' ὅ,τι ἔχει σχέση μ' αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι' αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι' ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι' αὐτό, εἶναι μεγάλος κ' ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πράγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. Ἕνας τέτοιος μοῦ εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός. Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι' ἀδελφὸ ἀπ' ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ' Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι' ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανάρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: "Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῆ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων".
Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ντροπὴ γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. H ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ γι' αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ' ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε.
Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι "λογοτέχνες", δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νάναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας "λογοτέχνες", αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ "τὶς λογοτεχνίες, κι' ἀπὸ τὶς αἰσθητικὲς" ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἄν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι' ἂν τ' ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατί εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι' ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες.
Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. Ὓστερ' ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὥς που κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους. Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι' ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο. K' οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι' ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο του ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη "βοήθεια!", σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι' αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: "Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;"
Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ' αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ' ἀθάνατο νερό.
"H βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν", εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ "τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον".
Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025



Ἕνα σκάνδαλο, πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἕνας ἅγιος!
Μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ἱστορίες τοῦ Λαυσαϊκοῦ περιγράφει τὸ βίο ἑνὸς μοναχοῦ, ποὺ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι, δούλευε σὰν φορτοεκφορτωτὴς στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας. Καὶ ὅπως ἀπὸ κάθε λιμάνι, οὔτε ἀπ’ αὐτὸ ἔλειπαν οἱ πόρνες. Ὁ «μοναχὸς» δούλευε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ξόδευε ὅλα ὅσα κέρδιζε, «ἀγοράζοντας» τὴν συντροφιὰ μιᾶς πόρνης γιὰ ὅλη τὴ νύχτα.
Ἦταν ἡ ντροπὴ τῶν χριστιανῶν τῆς πόλης, ἦταν τὸ σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ χρόνια περναγαν καὶ παρὰ τὶς ἐκκλήσεις καὶ τὶς συστάσεις, αὐτὸς συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, ὅπως σὲ ὅλους μας, ὁ θάνατος ἦρθε σὰν λύτρωση, σὰν φάρμακο ποὺ θὰ τὸν ἔσωζε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ δὲν σταμάτησε νὰ κάνει ἀκόμη καὶ λίγο πρὶν πεθάνει. Καὶ πῶς νὰ τὸν ἀφήσουν χωρὶς ταφὴ γιὰ χριστιανό; Οἱ παπάδες τῆς πόλης τὸν πῆραν νὰ τὸν κηδέψουν καὶ μαζί του νὰ θάψουν τὸ σκάνδαλο. Τὸ νέο μαθεύτηκε: Ὁ «γεροπόρνος» μοναχὸς πέθανε. Ποιὸς ἄραγε θὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ τὸν ἀποχαιρετήσει;
Ἡ ἐκκλησία στὴν κηδεία του γέμισε ἀπὸ γυναῖκες τῆς Ἀλεξάνδρειας, τίμιες γυναῖκες, χριστιανές, ποὺ ἦρθαν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν, μὰ ὄχι σὰν ἕναν ὁποιοδήποτε νεκρό, σὰν ἅγιο! Κάποιος γνώρισε σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὸ πρόσωπο μιᾶς πόρνης, ποὺ εἶχε καιρὸ νὰ δεῖ στὸ λιμάνι… δὲν ἦταν ὅμως, ὅπως τὴν θυμόταν. Κάποιες ἄλλες, ἁπλά τοὺς θυμίζαν κάτι ἀπόμακρο.
Τότε ἡ πόλη ἔμαθε πὼς ὁ «γεροπόρνος» μοναχὸς ἦταν ἕνας ἅγιος, ποὺ μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ κέρδιζε, ἐξαγόραζε μία νύχτα χωρὶς ἁμαρτία, ἀγόραζε τὸ «δικαίωμα» στὸ σῶμα τους γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ψυχή τους. Τότε ἡ πόλη ἔμαθε, ὅτι αὐτὸς ποὺ νομίζαν ὅτι εἶναι τὸ «σκάνδαλο» ἦταν ἡ ἁγνότητα, ἡ ἄδολη ἀγάπη, ἡ αὐταπάρνηση, ὁ ἄνθρωπος, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θέωση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνεται στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ στὸ τέλος της. Γιατί ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἴδιος ζεῖ «καθὼς πρέπει», πρέπει νὰ μαρτυρήσει, πρέπει νὰ ζήσει τὴν μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριο. Τελικὰ ποιὸς εἶναι τὸ σκάνδαλο, ὁ ἄλλος ἢ ἐμεῖς; Μήπως ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ θέτω στὸν ἄλλο τὸ προσωπεῖο ποὺ μοῦ ταιριάζει νὰ τὸν βλέπω; Μήπως γιατί φοβᾶμαι μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ δικό μου προσωπεῖο;
Καὶ τελικὰ τί κάνουμε μὲ τὸ σκάνδαλο, ποιὸς τὸ κουβαλᾶ, ποιὸς θὰ «σώσει» τὸ σκάνδαλο; Τὸ ἐρώτημα εἶναι οὐσιαστικό, γιατί τὸ σκάνδαλο τοῦ ἄλλου ἔχει μιὰ θεμελιακὴ λειτουργία: Γεμίζει τὰ δικά μας κενά, τὰ κενά τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Εἶναι εὔκολο νὰ κατηγορήσουμε, εἶναι εὔκολο νὰ γκρεμίσουμε, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ δουλέψουμε γιὰ τὸ κοινὸ καλό! Υἱοθετοῦμε ἐπιλογὲς ἀπάνθρωπες καταρχὴν γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν κάθε μορφῆς κρίση, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ὑπόθεση ἰδεολογίας, θεωρίας ἢ δομῶν, εἶναι πρωτίστως τὸ ἀποτέλεσμα τῆς λειτουργίας χωρὶς πραγματικὸ σκοπό, ἡ εἴσοδος σὲ ἕναν μηχανισμὸ κατάρρευσης καὶ φθορᾶς. Σήμερα ζοῦμε μὲ μοναδικὴ ἔνταση τὴν ποιοτικὴ ἀπώλεια τῶν ἐσωτερικῶν κριτήριων μιᾶς κοινωνίας ποὺ δὲν «κοινωνεῖ», ἀλλὰ μόνο «ἐπικοινωνεῖ» τὰ ἀδιάλειπτα κενά της. Ἡ «πραγματικὴ ζωὴ» δὲν εἶναι ἡ δική μας, ἀλλὰ τοῦ ἀλλοῦ. Ἐντούτοις ὀφείλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν δική μας ζωή, γιατί στὴν τελικὴ Κρίση τὸ δικό μας βιβλίο, τῆς ζωῆς μας, θὰ εἶναι ἀδειανό.
Ἰωάννης Παναγιωτόπουλος

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025



Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια
Σήμερα μαῦρος Οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ὅλοι θλίβουνται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται,
σήμερα ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι᾿ οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν Ἀφέντη Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβει δεῖπνον μυστικὸν γιὰ νὰ τὸν λάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τοὺς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιᾶ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλὴ ἐκεῖ τὸν τὸν τυραγνᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτιάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τά ῾φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δυὸ στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δυὸ στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθει ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγεῖ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσει,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποὺ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατί-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μέσ᾿ στοῦ ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅϊγιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστῆ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑγιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχεις χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστεῖ Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο μὲς ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

 


Νὰ ἀφεθοῦμε στὴν θεία πρόνοια

Ὅποιος παρακολουθεῖ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει νὰ ἐξαρτᾶ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια. Νιώθει μετὰ σὰν τὸ μωρὸ στὴν κούνια, πού, ἂν τὸ ἀφήση γιὰ λίγο ἡ μητέρα του, ἀρχίζει νὰ κλαίη, μέχρι νὰ τρέξη πάλι κοντά του. Ἂν ἀφεθῆ κανεὶς στὸν Θεό, εἶναι μεγάλη ὑπόθεση.

Ὅταν πρωτοπῆγα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω. Ὅλο τὸ μοναστήρι ἦταν γεμάτο μπάζα. Βρῆκα μιὰ γωνιὰ κοντὰ στὴν μάνδρα, ἔβαλα κάτι ἀπὸ πάνω, γιὰ νὰ τὴν  σκεπάσω λίγο, καὶ ἐκεῖ περνοῦσα τὰ βράδυα καθιστός, γιατὶ δὲν χωροῦσα νὰ ξαπλώσω.

Μιὰ μέρα ἦρθε ἕνας γνωστός μου ἱερομόναχος καὶ μοῦ λέει: «Καλά, πῶς μένεις ἐδῶ;». «Γιατί, τοῦ λέω, οἱ κοσμικοὶ εἶχαν περισσότερα ἀπὸ μᾶς; Ὅταν εἶπαν στὸν Κανάρη, τότε ποὺ ζήτησε δάνειο, "δὲν ἔχεις Πατρίδα", ἐκεῖνος εἶπε: "Θὰ ἀποκτήσουμε Πατρίδα". Ἂν κοσμικὸς ἄνθρωπος εἶχε τέτοια πίστη, ἐμεῖς νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό; Ἀφοῦ ἡ Παναγία οἰκονόμησε νὰ βρεθῶ ἐδῶ, δὲν θὰ φροντίση γιὰ τὸ μοναστήρι της, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα;». Καὶ πράγματι, πῶς τὰ οἰκονόμησε σιγὰ-σιγὰ ὅλα ἡ Παναγία!

Θυμᾶμαι, ὅταν ἔρριχναν οἱ μάστορες τὸ μπετόν, γιὰ νὰ φτιάξουν τὴν πλάκα στὰ κελλιὰ ποὺ εἶχαν καῆ, δὲν ἔφθασαν τὰ τσιμέντα. Ὑπολειπόταν τὸ ἕνα τρίτο, γιὰ νὰ τελειώση ἡ πλάκα. Ἔρχονται οἱ μάστορες καὶ μοῦ λένε: «Τὰ τσιμέντα τελειώνουν. Νὰ ἀραιώσουμε τὸ μπετόν, γιὰ νὰ φθάση γιὰ ὅλη τὴν πλάκα». «Ὄχι, τοὺς λέω, συνεχίστε κανονικά».

Νὰ φέρουμε ἄλλα δὲν γινόταν, γιατὶ τὰ ζῶα ἦταν στὸν κάμπο. Ἔπρεπε νὰ πᾶνε οἱ μάστορες δυὸ ὧρες ὣς τὴν Κόνιτσα καὶ δυὸ ὧρες ὣς τὸν κάμπο, στὰ χωράφια, γιὰ νὰ βροῦν ζῶα. Πότε νὰ πᾶνε, πότε νὰ γυρίσουν. Ὕστερα, οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὶς δουλειές τους· δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρθουν ἄλλη μέρα.

Βλέπω, εἶχαν ρίξει τὰ δύο τρίτα τῆς πλάκας. Μπῆκα στὸ ἐκκλησάκι καὶ λέω: «Τί θὰ γίνη τώρα, Παναγία μου; Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ μας». Μετὰ βγῆκα ἔξω...

–Καὶ τί ἔγινε, Γέροντα;

–Καὶ ἡ πλάκα τελείωσε καὶ τὰ τσιμέντα περίσσεψαν!

–Οἱ μάστορες τὸ κατάλαβαν;

–Πῶς δὲν τὸ κατάλαβαν. Εἶναι μερικὲς φορὲς πολὺ μεγάλη ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας!

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

 


Ἀνέκδοτα Θεοδ. Κολοκοτρώνη

Τὸ ἄν, ἔλεγεν, ἐσπάρθη πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν ἐφύτρωσε.

Ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἐγράφθη εἰς ξένην στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, δὲν ἐκρέμασε ποτὲ φούντα εἰς τὸ σπαθί του, ἐξηγῶν κατὰ γράμμα τοὺς στίχους τοῦ πολεμιστηρίου ἄσματος τοῦ Ρήγα: «Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθεῖ, - Ἢ νὰ κρεμάσει φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί».

Ὁ Συνταγματάρχης κ. Πορὶ δε Σαὶν Βενσάν, εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς ἐπιστημονικῆς ἐκστρατείας τῆς Πελοποννήσου, λέγει, ὅτι ὁ Κυβερνήτης δείχνοντάς του μίαν φορὰν τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ὁ Ὀδυσσεὺς τῆς Νέας Ἑλλάδος!» καὶ τοῦ ἀνέφερε καὶ στίχους τοῦ Ὁμήρου πρὸς ἀπόδειξιν. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ κατὰ τρία πράγματα ὁμοιάζουν πολὺ οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες: κατὰ τὸ πνεῦμα, τὸν πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἀκοίμητον πάλην μὲ τὰς μυστηριώδεις δυνάμεις τῆς τύχης. Καὶ οἱ δύο ἔζησαν τόσον, ὥστε ἐγήρασαν καὶ ἐχαίροντο εἰς τὸ δείλι τους τὲς ὧρες τῆς αὐγῆς τους.

Ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔδωσε τὴν ὑπογραφή του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω.

Εἰς ἀπεσταλμένον ἀπὸ φίλον του στρατιωτικὸν ἐπίσημον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐμηνοῦσε νὰ σκοτώσει τὸν Α. Δ., νὰ βγάλει ἀπὸ τὴν μέση τὸν Ζαΐμη, εἰτεμὴ τὸ γένος δὲν βλέπει σωτηρίαν, ἔλεγε ἀκούοντας τὴν παραγγελίαν: «Οὔ! νὰ χαθεῖ, θαρρεῖ πῶς εἶναι μῦγες· εἶναι ἄνθρωποι, ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ».

Πηγαινάμενος μίαν φορὰν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὸ Ἀνάπλι, ὅταν ἐρωτήθη τί νεώτερα εἶδε εἰς τὰς Ἀθήνας, εἶπε: «Εἶδα πράγμα ὁποὺ δὲν τὸ εἶδα ἄλλη φορὰ τόσων χρονῶν ὁποὺ εἶμαι, οἱ γυναῖκες ὣς τὰ τώρα ἤξευρα πὼς ἐφούσκωναν ἀπ᾿ ὀμπρός, εἰς τὰς Ἀθήνας εἶδα ὅτι φουσκώνουν ἀπὸ πίσω». Ἀπέβλεπεν ὁ λόγος του τὸ ἀδιάντροπον τῶν τότε γυναικείων φορεμάτων.

Εἰς τὸν Μυστρά, ἂν δὲν σφάλλω, τοῦ ἐκατάδωκαν δύο γυναίκας ἀτίμου διαγωγῆς, αἱ ὁποῖαι ἐξέκλιναν τοὺς στρατιώτας του. Ἔκαμε καὶ τοῦ τὲς ἔφεραν, καὶ βλέποντας ἕνα χωράφι μὲ τσουκνίδες, ἔκαμε καὶ τὲς ἐγύμνωσαν καὶ τὲς ἐκύλησαν εἰς τὲς τσουκνίδες.

Ὅταν σαράντα χωροφύλακες μὲ τὸν μοίραρχον ἐπῆγαν νύκτα, νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ τὸ περιβόλι του, εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπὶ Ἀντιβασιλείας, εἶπε: «Ἔφθανε νὰ μοῦ στείλουν ἕνα σκυλὶ μαλλιαρὸ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ κάνουν θελήματα, μὲ ἕνα γράμμα νὰ πάω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ μὲ ἕνα φανάρι εἰς τὸ στόμα του, νὰ μᾶς φέγγει καὶ τῶν δυονῶν μας».

Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν καταδίκην του τοῦ ἐδόθη εἴδησις, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τοῦ χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ μόνον τὸν ἀφήνει εἴκοσι χρόνους φυλακήν, εἶπε: «Θὰ γελάσω τὸν Βασιλέα, δὲν θὰ ζήσω τόσους».

Εἰς τὴν νῆσον Ζάκυνθον, ὅταν ἀπέθανεν ἡ γυναίκα του, εἰς τὸ μνημόσυνόν της ἐπῆρε εἰς τὸ κεφάλι του τὸν δίσκον μὲ τὰ κόλυβα ἀπὸ τὸ σπίτι του ἕως εἰς τὴν ἐκκλησίαν, σημεῖον τῆς ἀγάπης του.

Γέλωτα ἄσβεστον τοῦ ἐπροξενοῦσεν ἡ ἐνθύμησις τῆς ἐπιστολῆς φίλου τινός, ὅστις τοῦ ἔγραφεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην: «Ἢ νὰ ἐλευθερωθοῦμεν, ἢ νὰ χαθῆτε».

Γεώργιος Τερτσέτης

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025


Σὲ εἴκοσι λεπτὰ θὰ εἶναι ἐδῶ
Τὸ 1990 ἢ 1991 ἕνας καθολικὸς φαρμακοποιὸς ἀπὸ τὸν Βόλο εἶχε κατηχηθεῖ καὶ ἤθελε νὰ βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τὴν Πεντηκοστή.
Ὅλα ἦταν ἕτοιμα καὶ ἀπὸ τὸ Σάββατο εἶχαν ἔλθει ὁ ἀνάδοχος καὶ ὁ ὑποψήφιος πρὸς βάπτιση.Τὴν Κυριακὴ καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, μπαίνει ὁ ἀνάδοχος στὸ Ἱερὸ τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος καὶ τοῦ λέει ὅτι ὁ ὑποψήφιος γιὰ τὴ βάπτιση, ὁ ὁποῖος παρακαλοῦσε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ βαπτισθεῖ, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ βαπτισθεῖ καὶ ἔφυγε, φεύγει γιὰ τὸν Βόλο.
-Μὴ στενοχωρεῖσαι, παιδί μου, τοῦ λέει ὁ Γέροντας, σὲ 20 λεπτὰ θὰ εἶναι ἐδῶ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε φτάσει στὸν Ἁγιόκαμπο καὶ εἶχε βγάλει εἰσιτήριο γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸ καράβι, κάτω ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα καὶ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πράγματι, γύρισε πίσω σὲ 20 λεπτὰ μὲ σφοδρὴ τὴν ἐπιθυμία νὰ βαπτισθεῖ.
Ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Ἁγιόκαμπο στὸ Μοναστήρι εἶναι τουλάχιστον πενήντα λεπτὰ ἀλλὰ αὐτὸς χωρὶς νὰ τρέχει (καὶ μὲ 200 νὰ πηγαίνεις εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσεις σὲ 20 λεπτά) ἔφτασε σὲ 20 λεπτὰ στὸ Μοναστήρι.
Ἔγινε ἡ βάπτιση καὶ ἔλαμπε ὁλόκληρος, καὶ τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπη -γιατί ἐκεῖ ἔγινε ἡ βάπτιση-, εὐωδίαζε ἐπὶ μία ἑβδομάδα.
Γέρων Γαβριὴλ, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Δαβὶδ

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025



Αὐτὰ τὰ κόκκαλα εἶναι τώρα ἅγια πράματα
Σ' ατ τ κοιμητήρι τς Μυτιλήνης εχαμε θάψει στν καιρ το πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τ γιαγιά μου, τ πι γλυκ πρόσωπο το κόσμου. Εχε ρχίσει π τότε πικρ στορία μας, τ πρτο πείραμα ξεριζώματος λαν, διωγμς τν χριστιανν τς νατολς στ 1914 κα καταφυγή τους στ νησι το Αγαίου. Πέθανε γιαγιά μας τότε, μς στν πόλεμο, στν ξένο τόπο. παππούς μου τν ξέθαψε, σν ρθε καιρός. βαλε τ κόκαλά της σ κασελάκι, φερε τ κασελάκι στν κάμαρή του, τ' πόθεσε πλάι στ σπιτικ εκόνισμα, καθόταν ρες μονάχος κα τς κουβέντιαζε. Προπάντων τ βράδια, σν σουρούπωνε κι νέβαινε π' τν προκυμαία, που εναι τ καράβια πο ταξιδεύουν κα μαθαίνεις τί γίνεται στν κόσμο, Γιαννακο-Μπιμπέλας νοιγε τ βμα, δν θελε ν' κούση τίποτα γι φαγί, πήγαινε κατ' εθείαν κε, στ κασελάκι, τ πρόσωπό του εχε πόκοσμη γαλήνη, χαμογελαστή.
«χει καλ νέα ν τς π», λεγε, μάνα μας ατ βλέποντας.
Καθόταν στό μιντέρι του, κοίταζε τν τρίφυλλη Παναγία μ τ Βρέφος, τ Εκόνισμα πο εχαμε φέρει π' τν πατρίδα μας σν φεύγαμε κυνηγημένοι, κοίταζε τ κασελάκι πο τ φώτιζε τ καντήλι, ρχιζε ν λέη στν πεθαμένη καταλεπτς τ νέα πο εχε μάθει. Τ τί γίνεται στ Δαρδανέλλια που πολεμοσαν ο συμμαχικο στόλοι ν μπον στο μπουγάζι κα ν φτάσουνε στν Πόλη, τ τί γίνεται στ Θεσσαλονίκη που Βενιζέλος καμε κίνημα κα πολεμοσε τν Βούλγαρο μ τ παλικάρια τ νησιώτικα κα τς νατολς, μ τ Μεραρχία το ρχιπελάγους, τ τί γινε στ μακριν μέρη το πολέμου.
«Πατέρα, τί εναι ατ πο κάνεις, ν χης τν πεθαμένη μάνα μας, τ κόκαλά της, μς στν κάμαρά σου κα ν τς μιλς; τολμοσε πότε-πότε ν το π κόρη του, καθς ζοσε κα τν τρόμο τν δικό μας. μπρς σ' ατ τ γρια, τ φύσικα πο βλέπαμε, θάνατος ν μν εναι πως τν φανταζόμαστε, ζω ν συνεχίζεται κα μ τ κόκαλα, στν διο τόνο, μ τ νέα το πολέμου, μ τν λπίδα.
«που ν ’ναι τελειώνει πόλεμος κα θ σ πάρω κα θ σ πάω στ Κιμιντένια ν ξεκουραστς», λεγε στ Δέσποινά του γέρο Γιαννακο-Μπιμπέλας.
«Πατέρα, πάρε τ κόκαλα π' τ σπίτι! Τί εναι ατ πο κάθεσαι κα μιλς τς μάνας μας; λεγε κόρη του. Πατέρα, γ φοβμαι...»
«Δ ντρέπεσαι ν φοβσαι τ μάνα σου! τν βαζε μπροστ κενος. Ατ τ κόκαλα εναι τώρα για πράματα. Τί φοβσαι; θ τν χω δ, κι στερα θ τν πάρω κα θ τν πάγω στ Κιμιντένια. Τότε θ συχάσω, κα θ μ βάλετε κα μένα στό πλευρό της».
γινε κριβς τσι. Σν τελείωσε πόλεμος, στ 1919, Γιαννακο-Μπιμπέλας πρε τ κασελάκι μ τ κόκαλα τς γυναίκας του, τ πγε στ Κιμιντένια, τ 'θαψε κάτω π' τ μεγάλο βασιλικ δέντρο, τ δρ, ξω π' τν πορτάρα, στ κτμα πο εχανε ναστήσει ο δυό τους μαζί. Κι ν ταν γεμάτος γεία, ξαφνα, ταν γινε ατ τ χρέος, μαράθηκε πότομα. Σ λίγον καιρ πέθανε κα τν θάψαμε κάτω π' τ δρ, πλάι της.

Ἠλίας Βενέζης

Τετράδιο 158 * Μάϊος 2013