Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

 


Τοῦ Θεοῦ εἶναι!

Κάποια φορὰ στὴν ἐξομολόγηση μία μητέρα τοῦ εἶπε:

–Ἀνησυχῶ πολὺ γιὰ τὰ παιδιά μου, μήπως πάθουν τίποτε, μήπως τοὺς συμβεῖ κάτι κακό. Βάζω χίλια δυὸ μὲ τὸ μυαλό μου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Ἐπιφανίου ἦλθε ταχύτατα, σὲ ἔντονο ὕφος καὶ συγχρόνως συγκλονιστική:

– Καὶ ποιός σοῦ εἶπε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι δικά σου; Τοῦ Θεοῦ εἶναι! Προβατάκια Του εἶναι καὶ σὲ ἔχει βάλει νὰ τὰ φυλᾶς.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024


Τό πρῶτο μάθημά μου γιά τήν ἀρχοντιά
Θά 'μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.
Καθισμένος σ' ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποῦ καί ποῦ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, πού μπαινόβγαιναν.
Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μίαν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.
Ὁ πρῶτος βοηθός πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μία στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ' ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης, πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά...«δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.
Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο, τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἐβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.
Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά της Ἀττικῆς.
Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός πού δέν χόρταινε νά θαυμάζει.
Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες, μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση, καθισμένος σταυροπόδι, μέσ' στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.
Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια», τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ' στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.
Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu'est-il ce vieux;». «C'est un grand seigneur» μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».
Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.
Ἀργότερα, μεγάλος σ' ἕνα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μία ἱεροπραξία.
Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μία σύνθεση ὑπερηφάνειας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.
Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.

Κωνσταντῖνος Τσάτσος              

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024


Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε
Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε 
καὶ πῆρε τὸ φεγγάρι,
ἐκάλεσε καὶ στὴ χαρὰ
συμπέθερους τ’ ἀστέρια.
Τὰ σύννεφα τοὺς ἔστρωσε 
στρώματα γιὰ νὰ κάτσουν,
τοὺς ἔβαλαν φαῒ νὰ φᾶν’
τὸ μόσχο καὶ τὰ ἄνθια.
Κρασὶ τοὺς ἔδωκε νὰ πιοῦν, 
θάλασσες καὶ ποτάμια.
Κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, 
ὁ Αὐγερινὸς ἐφάνη:
Φέρνει τὸν ὕπνο ζωντανὸ 
στὰ νιόγαμπρα πεσκέσι,
φέρνει καὶ στοὺς συμπέθερους
λυχνάρι γιὰ νὰ φέξει,
νὰ φύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους,
τὰ νιόγαμπρα νυστάζουν,
θέλουν νὰ πᾶν’ νὰ κοιμηθοῦν,

θέλουν νὰ ἡσυχάσουν.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024


Πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ
Ὁ ἔξυπνος καὶ διακριτικὸς ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ ὄχι μόνον τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Καλὸς Θεός, καὶ τὶς καλοσύνες τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδικίες, τὶς περιφρονήσεις κ.λπ. τῶν συνανθρώπων του, τὶς ὁποῖες καὶ αὐτὲς ἀποδίδει στὴν κακία τοῦ ἀνθρωποκτόνου, τὸν ὁποῖο καὶ αὐτὸν λυπᾶται γιὰ τὸ πολὺ φοβερό του κατάντημα, ὅπως λυπᾶται καὶ γιὰ τὸ κατάντημα τῆς ψυχῆς του, καὶ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ αὐτομεμψία μὲ τὴν αὐτοκριτικὴ πολὺ βοηθάει γιὰ νὰ πέσουν τὰ λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ ἰδοῦμε καθαρά.
Τὴν αὐτομεμψία οἱ εὐαίσθητοι θὰ πρέπη νὰ τὴν προσέξουν πολύ, γιατὶ ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ τὴν κάνη ἀπελπισία (μὲ τὴν ὑπερευαισθησία). Ἡ αὐτομεμψία θὰ πρέπη νὰ συνοδεύεται πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ὅταν βλέπη κανεὶς ἄγχος σ’αὐτὴν τὴν περίπτωση, θὰ πρέπη νὰ καταλάβη ὅτι ἔβαλε τὴν οὐρά του τὸ ταγκαλάκι.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024


Γιὰ τὴ νηστεία
Ὅλα τὰ πατερικὰ βιβλία μιλούν γιὰ τὴ νηστεία. Οἱ Πατέρες τονίζουν να μὴν τρώμε δυσκολοχώνευτα φαγητὰ ἢ λιπαρά καὶ παχιά, γιατὶ κάνουν κακό στὸ σώμα αλλά και στην ψυχή... Γι’ αυτό οἱ Πατέρες μιλούν γιὰ νηστεία καὶ κατακρίνουν τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἡδονὴ ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τὰ φαγητὰ τὰ πλούσια. Νὰ εἶναι πιὸ ἁπλὰ τὰ φαγητά μας. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε τόσο πολὺ μ’ αὐτά.
Δὲν εἶναι τὸ φαγητό, δὲν εἶναι οἱ καλὲς συνθῆκες διαβίωσης, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν καλὴ ὑγεία. Εἶναι ἡ ἁγία ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ξέρω γιὰ ἀσκητὲς ποὺ νηστεύανε πολὺ καὶ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀρρώστια. Δὲν κινδυνεύει νὰ πάθει κανεὶς τίποτε ἀπ’ τὴ νηστεία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀρρωστήσει ἀπ’ τὴ νηστεία...
Για να τα κάνετε όμως αὐτά, πρέπει νὰ ἔχετε πίστη. Ἀλλιῶς σας πιάνει λιγούρα.
Ἡ νηστεία εἶναι καὶ ζήτημα πίστεως. Δὲν παθαίνετε μ’ αὐτὴν κακό, ὅταν τὸ χωνέψετε καλὰ τὸ φαγητό σας. Οἱ ἀσκητὲς μεταποιοῦν τὸν αέρα σὲ λεύκωμα καὶ δὲν τοὺς πειράζει ἡ νηστεία. Ὅταν ἔχετε τὸν ἔρωτα στὸ θεῖον, μπορεῖτε νὰ νηστεύετε μὲ εὐχαρίστηση κι ὅλα εἶναι εὔκολα· ἀλλιῶς σᾶς φαίνονται ὅλα βουνό.
Ὅποιοι ἔδωσαν τὴν καρδιά τους στὸν Χριστὸ καὶ μὲ θερμὴ ἀγάπη ἔλεγαν τὴν εὐχὴ κυριάρχησαν καὶ νίκησαν τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἔλλειψη ἐγκράτειας.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024



Ἡ καπετάνισσα
Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στὶς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!
Κώστας Κρυστάλλης

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024


Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ψάρι ποὺ μοῦ ΄στειλε!
Σ’ ἕνα αἰγαιοπελαγίτικο νησὶ ζοῦσε πρὸ ἐτῶν ἕνας ἱερέας εὐλαβέστατος. Ἡ ψυχούλα του ἦταν γεμάτη στοργὴ γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ εἰδικὰ γιὰ τοὺς πονεμένους. Ἔφτασε ὅμως ἡ μέρα ποὺ δοκιμάστηκε κι ἐκεῖνος καὶ πόνεσε πολύ.
Ἡ κόρη του, μιὰ ἐξαιρετικὴ κοπέλα, εἶχε παντρευτεῖ πρόσφατα μ’ ἕνα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Ἔφτασε λοιπὸν ὁ καιρὸς νὰ φέρει στὸν κόσμο τὸ πρῶτο παιδάκι της. Κατὰ τὸν τοκετὸ ὅμως πέθανε! Πῆγε μάρτυρας νὰ συναντήσει τὸν Πλάστη της, ἀφήνοντας πολὺ πόνο πίσω της.
Ὀ ἱερέας πατέρας της πόνεσε κι αὐτὸς πολὺ στὸν χωρισμό, ἀλλὰ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν Θεὸ πρόσφερε δοξολογία στὸ ἅγιο ὄνομά Του. Τὴν ἀγάπη του δὲ γιὰ τὴν θυγατέρα του ἐξέφραζε μὲ θερμὲς προσευχὲς γιὰ τὴν ψυχή της καὶ μὲ κρυφὲς ἐλεημοσύνες.
Ὁ ἱερέας εἶχε ἕναν ἀδελφὸ καπετάνιο, πού, ἀπόμαχος πιὰ τῆς θάλασσας, εἶχε γίνει στεριανὸς γιὰ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του. Εἶχε δημιουργήσει περιουσία κι ἀπολάμβανε πλέον τοὺς κόπους του. Δυστυχῶς ὅμως ἦταν σχεδὸν ἄπιστος, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε καλὴ καρδιά. Τὰ βραδάκια, ὅταν μαζεύονταν στὸ φιλόξενο σπίτι τοῦ παπᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς φίλους, κάποιους ἀγαθοὺς νησιῶτες ποὺ πρόσφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους στὴν ἐκκλησία, ἔπιναν τὸ ζεστό τους φασκόμηλο καὶ κουβέντιαζαν. Ὁ καπετάνιος ἕνα βράδυ εἰρωνεύτηκε τὸν ἱερέα καὶ τοῦ εἶπε:
- Σιγά, καημένε παπά, μὴν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ καὶ βλέπει ἡ κόρη σου τί λέμε καὶ τί κάνουμε!
Ὀ ἱερέας μὲ πραότητα προσπάθησε νὰ τὸν βοηθήσει ν’ ἀποβάλει τὴν ἀπιστία, γιατὶ ἤξερε πὼς κατὰ βάθος ὑπέφερε ἡ ψυχή του μέσα στὴν θανατερὴ παγωνιά της. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν φάνηκε νὰ ἐπηρεάζεται.
Ἕνα βράδυ, λοιπόν, ὁ ἱερέας βλέπει τὴν θυγατέρα του στὸν ὕπνο του. Ἦταν ὁλόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, καὶ τοῦ λέει: «Πατέρα, σ’ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα. Γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τὶς προσευχές σου καὶ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ψυχή μου. Πές, σὲ παρακαλῶ, καὶ στὸν θεῖο μου (τὸν καπετάνιο) ὅτι τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ψάρι ποὺ μοῦ ΄στειλε!».
Αὐτὰ εἶπε καί, ἐνῶ χαμογελοῦσε ἀγγελικά, τὸ ὄνειρο ἔσβησε…

 Ο ἱερέας, ὅταν σηκώθηκε τὸ πρωί, αἰσθανόταν μεγάλη χαρὰ καὶ συγκίνηση.Τὸ βράδυ διηγήθηκε τὸ ὄνειρο στὴν συντροφιά. Ὅλοι συγκινήθηκαν, μόνο ὁ καπετάνιος κοιτοῦσε δύσπιστα τὸν ἀδελφό του. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἀνηψιά του τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὸ ψάρι ποὺ τῆς ἔστειλε, κι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει αὐτὰ τὰ λόγια της, ὁ καπετάνιος τινάχθηκε ὄρθιος. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα καὶ τὰ χέρια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Ἀπ’ τὸ στόμα του βγῆκε ἡ κρυφὴ πίστη τῆς καρδιᾶς του:
- «Θεέ μου!», ψιθύρισε, καὶ μιὰ κοίταζε τὸν ἕνα καὶ μιὰ τὸν ἄλλον σαστισμένος.
Ὅλοι τὸν ρώτησαν τί συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Ἐκεῖνος, ὅταν συνῆλθε κάπως, ξανακάθησε στὴν καρέκλα του καί, χωρὶς νὰ ἐμποδίζει τὰ δάκρυά του νὰ τρέχουν στὸ ἡλιοψημένο πρόσωπό του, τοὺς εἶπε μὲ ταπεινὴ φωνή:
- «Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ζοῦν οἱ ψυχὲς καὶ μᾶς βλέπουν! Ἀνήμερα στὴν κηδεία της ἑτοιμαζόμουν νὰ κατέβω στὴν ἐκκλησία, ὅπου θὰ τὴν διαβάζατε. Εἶχα πολὺ πόνο μέσα μου. Τὸ ξέρεις, παπά, πόσο ἀγαποῦσα αὐτὴ τὴν θυγατέρα σου. Ἦταν πάντα ἄγγελος…
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφθασε ἕνας φίλος μου ψαρὰς κάτω ἀπ’ τὸν πέρα γιαλό. Τοῦ ΄χα πεῖ πώς, ὅταν ἔπιανε καλὸ ψάρι, νὰ μοῦ τό ΄φερνε κι ἐγὼ θὰ τὸ πλήρωνα ὅσο ὅσο. Ἐκείνη ὅμως τὴν στιγμὴ μὲ νευρίασε ἡ παρουσία του, καθὼς κρατοῦσε τὸν ροφὸ κρεμασμένο στὸ πλάι του. Τοῦ εἶπα λοιπὸν ἀπότομα:
- Δὲν θέλω ψάρια σήμερα, δὲν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω τὴν ἀνηψιά μου!
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τ΄ ἄκουσε, πάγωσε καὶ μὲ κοίταζε ἀμίλητος. Τὸν λυπήθηκα καὶ τοῦ εἶπα:
- Ὅμως, νά, στὸ πληρώνω καὶ σὺ δῶστο σὲ κανένα φτωχὸ γιὰ τὴν ψυχή της!
Ἐκεῖνος πῆρε τὰ χρήματα, μὲ συλλυπήθηκε κι ἔφυγε γρήγορα. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δὲν τό ΄πα σὲ κανέναν καὶ τὸ εἶχα ξεχάσει. Ἀλλὰ ἡ ψυχούλα της δὲν τὸ ξέχασε καὶ μοῦ ΄στειλε τὶς εὐχαριστίες της», εἶπε καὶ σκούπισε μὲ τὴν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ του τὰ δάκρυά του. Μετὰ χαμογέλασε γλυκά, μὰ τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χαριτωμένο χαμόγελο ὁ ἱερέας διέκρινε τὸ γλυκοχάραμα τῆς ἀναγεννημένης πίστεώς του. Ἠ νύχτα τῆς ἀπιστίας ἔφυγε…
- «Δοξασμένο τὸ ὄνομά Σου, Πολυέλεε Κύριε», ψιθύρισε ὁ ἱερέας καὶ τὸν ἀγκάλιασε μὲ τὸ βλέμμα του…

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

 


Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει

Μοῦ τὸ διηγήθηκε μιὰ γυναίκα μὲ πανεπιστημιακὴ μόρφωση:

Στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα στὴν Ἐκκλησία. Ἦταν μία γριούλα. Καὶ ζητοῦσε παπᾶ, νὰ πάει νὰ κοινωνήσει ἕναν ἄρρωστο.

Ὁ παπᾶς ἑτοιμάστηκε καὶ βγῆκε ἀμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σὲ ἕνα φτωχὸ σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ἡ γριούλα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ μπάζει τὸν ἱερέα σὲ ἕνα δωμάτιο.

Καὶ νὰ, ξαφνικὰ, ὁ παπᾶς εὑρίσκεται ἐκεῖ μόνος μὲ μόνο τὸν ἄρρωστο.

Ὁ ἄρρωστος τοῦ δείχνει μὲ χειρονομίες τὴν πόρτα καὶ σκούζει.

- Φύγε ἀπὸ ἐδῶ! Ποιὸς σὲ ἐκάλεσε; Ἐγὼ εἶμαι ἄθεος. Καὶ ἄθεος θὰ πεθάνω.

Ὁ παπᾶς τὰ ἔχασε.

- Μὰ δὲν ἦλθα ἀπὸ μόνος μου! Μὲ ἔκαλεσε ἡ γριά!

- Ποιὰ γριά; Ἐγὼ δὲν ξέρω καμμιὰ γριά! 

Ὀ παπᾶς, καθὼς στέκει ἀπέναντί του, βλέπει ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἄρρωστου, μία φωτογραφία μὲ τὴν γυναίκα ποὺ τὸν ἐκάλεσε.

Τοῦ λέει, ἐνῶ τοῦ δείχνει τὸ πορτραῖτο.

- Νὰ αὐτή!

- Ποιὰ αὐτή, Ξέρεις, τί λές, παπᾶ; Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Καὶ ἔχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Γιὰ μιὰ στιγμὴ πάγωσαν καὶ οἱ δύο. Αἰσθάνθηκαν δέος. Ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νὰ κλαίει. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψε, ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῆ. Καὶ μετά, ἐκοινώνησε.

Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Πρωτ. Δημήτριος Ντοῦτκο

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024


Ὁ μισθός σας
Τό 1899, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀναλάβει καθήκοντα τακτικοῦ μεταφραστῆ στὴν ἐφημερίδα «Ἄστυ» τοῦ Δημητρίου Κακλαμάνου, ἐτέθη μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ θέμα τῆς ἀμοιβῆς του. «Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι ἑκατὸν πενήντα δραχμές», «τοῦ εἶπε ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ἐφημερίδας. Ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐκτελοῦσε χρέη χρονογράφου στὴν ἴδια ἐφημερίδα, διηγεῖται τὰ ἀκόλουθα ἐκπληκτικά:
«Τότε ἄκουσα ἀπ᾿ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴ μοναδικότερη ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ἄνθρωπος σὲ τέτοια στιγμή : «Πολλὲς εἶναι οἱ 150, εἶπε. Μοῦ φτάνουν 100». Καὶ ἔφυγε βιαστικὸς καὶ ντροπαλός, χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη».  Κατὰ τὸν Νιρβάνα πάντοτε, ὁ Παπαδιαμάντης κανόνισε τὴ μισθοδοσία του σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες του, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τῆς ἐργασίας του.
Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκεται ἐμπράκτως στὸν ἀντίποδα τῆς λεγόμενης «προτεσταντικῆς ἠθικῆς». Αὐτὸ συμβαίνει, διότι, ὅπως σημειώνει ὁ Μὰξ Βέμπερ στὴν κλασικὴ πλέον μελέτη του γιὰ τὴ σχέση προτεσταντισμοῦ καὶ καπιταλισμοῦ, ὁ μεταφραστὴς τοῦ «Ἄστεως» λειτουργεῖ μὲ παραδειγματικὴ συνέπεια στὸ πλαίσιο μίας συγκεκριμένης παράδοσης. Στὴν παράδοση αὐτή, κατὰ τὸν Γερμανὸ κοινωνιολόγο, «ὁ ἄνθρωπος «ἀπὸ τὴ φύση του» δὲν θέλει νὰ κερδίζει ὅλο καὶ περισσότερο χρῆμα ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ ζεῖ ἔτσι ὅπως συνηθίζει νὰ ζεῖ, καὶ νὰ κερδίζει τόσα, ὅσα χρειάζονται γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό».
Ὑπενθυμίζω παρεμπιπτόντως ὅτι «ἡ ἐνστικτώδης ἀπόλαυση τῆς ζωῆς σέ ταβέρνες τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου» ὑπῆρξε μεταξὺ ἄλλων «ὁ ἐχθρὸς τοῦ ὀρθολογικοῦ ἀσκητισμοῦ», ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν Βέμπερ, συνιστᾶ «ἀποφασιστικὸ χαρακτηριστικὸ» τοῦ πουριτανισμοῦ. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκεται γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν ἀντίποδα τῆς προτεσταντικῆς ἠθικῆς.
Τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ οἱ λογοτεχνικοὶ χαρακτῆρες του τιμοῦν δεόντως «τὰ καλομαγειρευμένα μὲ ἱκανὸν εὐῶδες ἔλαιον φασόλια καὶ μὲ ἄφθονον κοκκίνην πιπεριάν», δεύτερον, «τὸ ὁλονὲν ῥοδίζον ἀρνὶ εἰς τὴν σούβλαν» καί, τρίτον, «τὸν ξανθὸν ρητινίτην καὶ τὸ ἀλυπιακὸν μοσχᾶτον».
Τὰ «χάδια τῆς κοιλιᾶς» ὁ γενναῖος οἶνος, οἱ παννυχίδες βεβαίως καὶ ἡ συνακόλουθη χαρὰ τῆς πανηγύρεως εἶναι ὁ μηχανισμὸς διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ ἡ παράδοση τὴν ὁποία ἐκπροσωπεῖ, ἄλλοτε κοντράρουν καὶ ἄλλοτε κοντρολάρουν τὶς τραγικὲς συνθῆκες τῆς ὑπάρξεως.
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ φράση πού ἀποδίδεται στὸν Δημόκριτο συνιστᾶ τὸ ἥμισυ τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ Σκιαθίτη συγγραφέα: «Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος».
Στέλιος Παπαθανασίου


Τετράδιο 113 * Μάϊος 2009

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

 


Τὸ «κλέφτης» ἦτον καύχημα

Ἐγεννήθηκα στὰ 1770. Ὅταν ἐγλύτωσα ἀπὸ τὴν Καστάνιτζα ἤμουν χρόνων 10. Διαμονὴ Μάνης χρόνια 2. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα χρόνια 3. Εἰς τὰ Σαμπάσικα χρόνια 12. Ἐποχὴ τῆς νεότητος, 5 χρόνια ἀνύπανδρος, καὶ ἄλλους 7 χρόνους ὑπανδρεμένος. 27 χρόνους εἶχα ὅταν μὲ ἐπρωτοκυνήγησαν.

Ἀρματολὸς καὶ κλέφτης ἀλληλοδιαδόχως χρόνια 5. Φερμάνι Βασιλικὸ διὰ ἐμένα καὶ τὸν Πετιμεζᾶ στὰ 1802 1. Τὸ δεύτερο φερμάνι τὸν Ἰανουάριον 1806, καὶ τὸ Πατριαρχικὸ Συνοδικὸ 3. 36 χρονῶν ἤμουν ὅταν ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, 50 χρόνους εἶχα ὅταν ἐβγῆκα εἰς τὴν ἐπανάσταση.

Οἱ κλέφτες καὶ ἀρματολοὶ εἶχαν Αʹ τάξιν. Ἡ ἀξιότης του. Βʹ τάξιν. Γʹ τάξιν Δʹ. Οἱ ψυχογιοί. Οἱ πρῶτοι, ἀξιωματικοὶ ἐγίνοντο διὰ τὴν ἀνδρείαν των ἢ διὰ τὴν φρόνησίν των. Ὁ μισθός των, ὅταν ἦσαν ἀρματολοί, τὸ μοίρασμα τῶν λαφύρων, ὅταν ἦσαν κλέπται ἐδίδοντο καὶ βραβεῖα εἰς τοὺς ἀριστεύοντας. Ὅταν ἔσφαλλον ἦτον τὸ κόψιμον τῶν μαλλιῶν, τὸ ξαρμάτωμα. Σέβας πρὸς τὰς γυναῖκας. Ἔδιωχναν ὅποιος ἤθελε βιάσει καμμιὰ γυναίκα. Παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ἡρωϊκά, τὲς ἀμάδες. Τὰ τραγούδια τὰ ἔκαμναν οἱ χωριάτες, οἱ στραβοὶ μὲ τὲς λύρες. Τὰ τραγούδια ἦσαν ὕμνοι, ἐφημερίδες στρατιωτικές.

Τ᾿ ἄρματά τους ἦσαν πιστόλες, χαρπὶ (μελουδάρι), σπαθιὰ ζωστά, ζάβες στὰ ποδάρια, τὸν χειμώνα ἔβαζαν θώρακας (τζαπράσια), κουμπιὰ μεγάλα εἰς τὰ γελέκια.

Τὰ Καπετανάτα διεδίδονταν εἰς τοὺς υἱούς, εἰς τὸν ἀξιότερο καὶ ὄχι εἰς τὸν πρωτότοκο.

Ἡ σημαία μου ἦτον ἕνα Χ, καθὼς ἡ Ρωσικὴ σημαία.

Τὰ μοναστήρια τοὺς ἐβοηθοῦσαν. Οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ ποιμένες ἔδιναν εἴδηση εἰς τοὺς κλέπτας, ζωοτροφίας καὶ πολεμοφόδια. Ὅταν εἰς τὸν πόλεμο ἐλαβώνετο κανένας βαρέως καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν, τὸν ἐφιλοῦσαν καὶ ἔπειτα τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι. Τὸ εἶχαν εἰς ἀτιμίαν ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι νὰ πάρουν τὸ κεφάλι του. Ἀπὸ 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 ἐγλύτωσαν, οἱ ἄλλοι ἐχάθηκαν ὅλοι. Δὲν εἶναι διάσιλο, ὁποὺ δὲν εἶναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστὰ τὰ δευτεροξαδέρφια, θεῖοι καὶ λοιποὶ φίλοι χαϊμένοι. Τὸ «κλέφτης» ἦτον καύχημα. Ἔλεγε: «εἶμαι κλέφτης» καὶ ἡ εὐχὴ τῶν πατέρων ἑνὸς παιδιοῦ ἦτον νὰ γίνει κλέφτης. Τὸ «κλέφτης» ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Εἰς τοῦ πατρός μου τὸν καιρό, ἦτον ἱερὸ πράγμα νὰ πειράξουν Ἕλληνα. Καὶ ὅταν οἱ κλέπται ἤρχοντο εἰς συμπλοκὴ μὲ τοὺς Τούρκους, ὅλοι οἱ γεωργοὶ ἄφηναν τὸ ζευγάρι, καὶ ἐπάγαιναν νὰ βοηθήσουν τοὺς κλέπτας. Εἰς τὰς ἡμέρας ἐπειράζοντο καὶ Ἕλληνες ὁμοφρονοῦντες μὲ τοὺς Τούρκους. Ὅταν ἦλθε ὁ Ἀνδροῦτζος, πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, ἐγνωρίστηκα εἰς τὴν Μάνη, καὶ τὸν ἐσυντρόφευσα ἕως εἰς τὴν Κόρινθο. Εἰς τὸν κατατρεγμό μας, διὰ 15 ἡμέρες οὔτε ἐκοιμώμεθα, οὔτε ἐτρώγαμε, ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, καθημέρα πόλεμο.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024



Μόνο Χριστοσωτηρία
Πολλὲς φορὲς τίθεται τὸ «πρόβλημα» τῆς σωτηρίας τῶν μὴ Χριστιανῶν, ὅπως ἀκόμη καὶ τῶν «χριστιανῶν» ἐκείνων, ποὺ τοὺς ἀρκεῖ νὰ εἶναι «καλοὶ» ἄνθρωποι καὶ «ἠθικοί», ἀλλὰ γιὰ διαφόρους λόγους δὲν θέλουν νὰ ἔχουν σχέσεις μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἄμεση ἀπάντηση στὸ «ψευδοπρόβλημα» αὐτὸ μᾶς δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του.
Ὁ Νόμος εἶχε ἀπολυτοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ἡ περιτομὴ καὶ ἡ καταγωγὴ ἐθεωροῦντο ἀρκετὰ ἐχέγγυα γιὰ τὴ σωτηρία. Ἐκεῖ εἶχε ὁδηγήσει ἡ φαρισαϊκὴ τυποκρατία. Ἦταν μία νοοτροπία ποὺ ἤδη καὶ ὁ Κύριος εἶχε ἐπανειλημμένα ἀντικρούσει. Ὁ πνευματικὸς ἔλεγχος τῶν Προφητῶν, ἡ ἀσίγαστη προτροπή τους γιὰ ἐσωτερικότητα καὶ πνευματικότητα, ἀκουγόταν μόνο ἀπὸ τὸ πραγματικὰ ἐκλεκτὸ «λῆμμα» (ὑπόλοιπο) τοῦ Λαοῦ, ποὺ ἐνατένιζε μυστικὰ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ζοῦσε μὲ τὴν ἀναμονή Του. Ὁ Παῦλος, λοιπόν, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ὠφελεῖ μόνη ἡ περιτομή, οὔτε βλάπτει ἡ ἀκροβυστία τῶν Ἐθνικῶν, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Πίστη, ὡς τελεία αὐτοπαράδοση στὸν Θεό, δικαιώνει (λυτρώνει) τὸν ἄνθρωπο… Ἔτσι γκρεμίζει ὁ Παῦλος τὴν ὑπερηφάνεια τῶν Ἑβραίων, ποὺ περιφρονοῦσαν τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης! Στὴν «προχριστιανικὴ» αὐτὴ κατάσταση ἡ «ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ» βαρύνει, καὶ ὄχι ἄλλα κριτήρια. «Ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος τὸν Θεὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστιν» θὰ πεῖ ἀλλοῦ ὁ Ἀπ. Πέτρος.
Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ Παύλου δίνεται ρητὰ παρακάτω, ὅταν λέγει: «…δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς πάντας τοὺς πιστεύοντας». Ἡ σωτηρία εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ νὰ θεωθεῖ. Ὁ κάθε ἄνθρωπος σώζεται καὶ κρίνεται μόνο ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὁ Πατὴρ «οὐδένα κρίνει, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ». Ὅποιος λοιπὸν ἔχει τὸν Υἱόν, «ἔχει τὴν ζωήν. ὁ μὴ ἔχων τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει». Ἡ ζωοποίησή μας γίνεται μὲ τὴν εἴσοδό μας στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν πραγματικὴ δηλαδὴ ἔνταξή μας στὸ Σῶμα του, ποὺ πραγματοποιεῖται, ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνει ἐν ἁγίω Πνεύματι ζωή μας. Ἡ εἴσοδός μας δὲ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πραγματοποιεῖται μὲ τὸ Βάπτισμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, παρ’ ὅλο ποὺ εἶδε τὸν Χριστὸ στὸν δρόμο τῆς Δαμασκοῦ, ἔπρεπε νὰ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος στὸν δίκαιο καὶ «ἠθικὸ» κατὰ πάντα Νικόδημο: «δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν» – πρέπει νὰ ξαναγεννηθῆτε!
Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἡ νέα, θεϊκή, ζωή, ποὺ μᾶς λείπει, καὶ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δίνει διὰ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γεγονός, ὅτι σκανδαλίσθηκε ὁ Νικόδημος μὲ τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τὸ ἐπανέλαβε: «… Ἐὰν μὴ τὶς γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι καταλαβαίνουμε τί σημαίνει τὸ «δεκτὸς» παραπάνω. «Οὐδένα ἀπωθεῖται, πάντας προσίεται (δέχεται) τοὺς πιστεύοντας», ἑρμηνεύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Καὶ ἀναλυτικότερα ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, μεγάλος καὶ αὐτὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶπε: «…σώζεται, ἀλλὰ δεκτὸς ἐστίν… τουτέστιν ἐὰν προσδράμη τῷ θείω βαπτίσματι, ἀποστὰς τῆς προλαβούσης πλάνης…». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φαίνεται στὸ ὅτι δέχεται ὅλους, περιτετμημένους καὶ ἀπερίτμητους. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ ὑπερπηδηθεῖ ὁ φραγμὸς μεταξὺ φυσικοῦ καὶ πνευματικοῦ, μεταξὺ φθαρτοῦ καὶ ἀφθάρτου, παρὰ μόνο «ἐν Χριστῷ», στὸν Ὁποῖο βρίσκεται «ὁ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς».
Καὶ ὅσοι δὲν Τὸν ἄκουσαν;
Εἶναι συνηθισμένο ἐρώτημα, πολλὲς φορὲς μάλιστα σ’ ἐκείνους ποὺ ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων ἀπ’ ὅσο γιὰ τὴν δική τους σωτηρία… Πόσες «ἀγαπολογίες» καὶ συναισθηματισμοὶ δὲν ἐπιστρατεύονται, γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ἱκανοποιητικὴ γιὰ ὅλους ἀπάντηση!
Μολονότι καὶ ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὑπάρχει κριτήριο καὶ γιὰ ὅσους δὲν ἄκουσαν καθόλου γιὰ τὸν Χριστό.
Εἶναι ὁ ἔμφυτος νόμος τῆς συνειδήσεως. Τὸν ἔχει φυτεύσει μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεὸς καὶ μένει σὰν φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Πόσοι ἀλήθεια εἶναι αὐτοί, ποὺ δὲν ἄκουσαν τίποτε γιὰ τὸν Χριστό; Οἱ δικές μας ἀπαντήσεις πάσχουν ἀπὸ λογικοκρατία καὶ συναισθηματισμὸ καὶ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια. Ὁ Χριστός μας, ἡ Αὐτοαλήθεια, ἔχει δώσει τὴν ἀπάντηση: «Ἐὰν μὴ τὶς γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Θὰ τολμήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶπε ἀλήθεια ἡ Αὐτοαλήθεια; Νὰ τί λέγει καὶ ὁ γνήσιος μαθητὴς τῆς Ἀλήθειας, ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Κλαῦσον τοὺς ἀπίστους, κλαῦσον τοὺς οὐδὲν ἐκείνων ἀπέχοντας, τοὺς χωρὶς φωτίσματος (βαπτίσματος) ἀπερχομένους, τοὺς χωρὶς σφραγίδος (χρίσματος). Οὗτοι ὄντως θρήνων ἄξιοι… ἔξω τῶν βασιλείων εἴσι, μετὰ τῶν καταδίκων…».
Μήπως, ἀλήθεια, συμφωνεῖ ποτὲ ἡ λογική μας μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ κατακλυσμοῦ; Καὶ ὅμως ὁ Πέτρος λέγει: «ἀρχαίου κόσμου οὐκ ἐφείσατο… κατακλυσμὸν κόσμω ἀσεβῶν ἐπάξας». Μέσα στὴν πονηρία καὶ ἀκαθαρσία μας δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ξέρουμε ὅμως ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κάθοδό του στὸν Ἅδη «ἐζωοποίησε» καὶ ὅλους τοὺς δικαίους, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη καὶ ποὺ ἔζησαν φυσικὰ πρὶν ἀπὸ τὴν σάρκωσή Του. Τί θὰ γίνει μὲ ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴν σάρκωσή Του δὲν Τὸν γνώρισαν καθόλου, ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου. Τὸ μόνο ποὺ μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ξέρουμε εἶναι πὼς ἐμεῖς δὲν σωζόμαστε, δὲν φτάνουμε στὴ θέωση, χωρὶς τὸν Χριστό, χωρὶς τὴν ἀπόλυτη πίστη σ’ Ἐκεῖνον.
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024



Τὰ δύο πρόσωπα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης
Γνωρίζεις πολλοὺς ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς ἀναγνωρίζει ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ λυπημένο τους πρόσωπο;
Καθὼς ἐπικράτησε σιγὰ σιγὰ καὶ ὕπουλα ἡ φιλοσοφία τῆς διαφήμισης, μετατοπίζοντας τὸ νόημα ἀπὸ τὸ σημαντικὸ στὸ ἀσήμαντο, ἀπὸ τὸ βαθὺ στὸ ἐπιφανειακὸ κι ἀπὸ τὴ φιλότιμη προσπάθεια στὴ φυγόπονη εὐκολία, αἰσθάνθηκα νὰ πνίγομαι στὸ βοῦρκο τῆς ἀσάφειας. (Σαλβαδὸρ δὲλ Πόθο, 60 Μαθήματα Ζωῆς ἀπὸ τὸν Δὸν Κιχώτη)
Βοῦρκος ἀσάφειας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακριτικὰ τὴν ἀξιοποιοῦν ὡς ὑφολογικὸ μέσο ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ κεντρίζει περισσότερο τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη καὶ νὰ τὸν ὠθεῖ εἰς ἔρευνα. Ὅταν ὅμως ἡ ἀσάφεια εἶναι καπνὸς ποὺ θολώνει τὸ μυαλὸ καὶ βοῦρκος ποὺ πνίγει τὴ ζωή, τότε τὰ πράγματα γίνονται ἐπικίνδυνα.
Ἡ ἀσάφεια, στὴν ὁποία ἀναφέρεται τὸ ἀρχικὸ παράθεμα, εἶναι πλέον μέρος τῆς προσωπικότητάς μας, καὶ ἔχει γίνει μᾶλλον ἀφασία. Στὸν κοινωνικό μας βίο συνοδεύεται ἀπὸ τὴ χρήση στερεότυπων καὶ συνθημάτων ποὺ ἀποτελοῦν τὴ γλωσσικὴ ταυτότητα τοῦ lifestyle. Τὸ lifestyle εἶναι χαρά. Ὅλα εἶναι «τέλεια», ὅλα «ὑπέροχα», ὅλοι ἐξαιρετικοὶ κι ἀγαπημένοι, ὅλα στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό. Δὲν ὑπάρχει μέτρο, σύγκριση, διαβάθμιση, γιατὶ δὲν ὑπάρχει κρίση καὶ κριτήριο, οὔτε ἄλλωστε ἔχουν σημασία, γιατὶ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς διαφήμισης. Ἡ ὁποία ἁπλὰ θέλει κάτι νὰ ἐπιβάλει. Ὄχι μὲ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ μὲ τὴ δικτατορία τῶν ἐντυπώσεων. Ἡ εἰκόνα εἶναι αὐτὸ ποὺ μετρᾶ, ἡ «προσωπικότητα», ὄχι ὁ χαρακτήρας. Ἡ παγκόσμια ἀγορὰ μὲ κάθε ἐπιστημοσύνη ἐπέβαλε αὐτὸ τὸ μοντέλο ὡς ἄρθρο πίστεως καὶ συνταγὴ ἐπιτυχίας. Διότι ξέρει ὅτι ἡ χαρά, αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη χαρά, εἶναι ἐξαιρετικὰ καταναλωτική. Καὶ ἐξαιρετικὰ ἐξαρτημένη.
Ὅλα τέλεια, ὑπέροχα, κι ἐμεῖς χαρούμενοι, ἀρυτίδωτοι καὶ γελαστοὶ πάντοτε, εὐπροσήγοροι καὶ ἀνοιχτόκαρδοι, συνάδελφοι καὶ ὁμόφρονες, ἀνταγωνιστὲς ἕως θανάτου, πανέτοιμοι νὰ σκοτώσουμε συμβολικὰ τοὺς ἄλλους καὶ ταυτόχρονα ἀπόλυτα ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὴ γνώμη τους, ὁλοπρόθυμοι νὰ φιλήσουμε χέρια ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ δαγκώσουμε, χαρούμενοι θλιμμένοι νάρκισσοι. Μὰ σὲ τοῦτο τὸ νευρωσικὸ χτίσιμο τοῦ προσώπου μπορεῖ ὁ καθένας νὰ δεῖ τὶς ρωγμές. Ἡ θλίψη εἶναι βαθιὰ καὶ πικρή, εἶναι ἀνελέητη ἐρημιὰ ποὺ ἀλλάζει ρόλους καὶ προσωπεῖα γιὰ νὰ φανεῖ κοινωνική. Ὅσο πιὸ βαθιὰ εἶναι, τόσο περισσότερο ἐναγωνίως ἐπιδιώκει νὰ πείσει τοὺς ἄλλους ὅτι δὲν ὑφίσταται, ἀκόμη κι ἂν πρέπει νὰ τοὺς πατήσει στὸ σβέρκο.
Ἂν μιλᾶμε γιὰ Χριστιανούς, ναί, μπορεῖ νὰ ἰσχύουν τὰ ἴδια, μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι ἐδῶ ὅλα γίνονται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἤ (γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἐκτὸς θεολογικῆς μόδας) νὰ γίνονται εὐχαριστιακά. Ζοῦμε τὴν «πληρότητα τῆς ἀγαπητικῆς ἐλευθερίας» μέχρι νὰ μᾶς πατήσουν τὸν κάλο ἢ νὰ ἀμφισβητήσουν κάτι ἀπὸ τὸ πρόσωπό μας. Καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μετατρεπόμαστε σὲ φανφαρόνους μὲ πατερικὰ ἤ (συνηθέστερα) μεταπατερικὰ τσιτάτα, φορεμένα χαμόγελα πληρότητας καὶ ἱκανὴ θέληση γιὰ δύναμη.
Ἕνας ἀλλοεθνὴς ἀλεβίτης, ἄνθρωπος καλλιεργημένος, τοῦ κόσμου τούτου, εἶπε κάποτε στὸν γράφοντα: «Μὲ ἐνδιαφέρει ἡ Ὀρθοδοξία. Ἀλλὰ ἡ Ὀρθοδοξία τῶν ταπεινῶν ἁγίων, ὄχι ἡ Ὀρθοδοξία-The Coca-Cola Company. Μπορεῖτε νὰ μοῦ τὴ δείξετε;». Δὲν προσβλήθηκα καθόλου. Ἡ διαφήμιση ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων, φέροντας μαζί της ἀσάφεια καὶ ἀφασία, τὸ κυνήγι τοῦ εὔκολου καὶ ἄμεσου, τυφλὲς συμπεριφορὲς καὶ ὁράματα προσωπικῆς ἐπιτυχίας, δύναμης καὶ δόξας (ἀφοῦ εἴμαστε «κοινωνία προσώπων»). Πίσω ἀπ’ αὐτὰ βρίσκεται πολλὴ θλίψη.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία θλίψη ἀγαθή, ἢ μᾶλλον λύπη, ἡ ὁποία δὲν συνθλίβει, αὐτὴ ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εὐαίσθητη καρδιά. Αὐτὴ ποὺ στρέφει πρὸς τὰ ἔσω μὲ εἰλικρίνεια, ποὺ σμιλεύει τὸν χαρακτήρα, ποὺ βοηθᾶ στὴν αὐτογνωσία ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνσυναίσθηση.
Οἱ Πατέρες ἀποδέχονται τὴ θλίψη, ὅπως ἀποδέχονται καὶ τὴ χαρὰ καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο. Δὲν διστάζουν νὰ ποῦν ὅτι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι ἀκόμη βαθύτερη. Πρέπει λοιπὸν νὰ σκάψεις καὶ νὰ ἱδρώσεις γιὰ νὰ τὴ βρεῖς, ὅπως βρίσκεις ἕνα μαργαριτάρι θαμμένο σὲ ρουμανιασμένο χωράφι. Ὅσο καθαρίζεις καὶ ἐμβαθύνεις, ἀρχίζεις καὶ διακρίνεις ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι ἐξωστρεφὴς καὶ ἐξαρτημένη, δὲν ἐξορκίζει τὴ λύπη, εἶναι χαρὰ ποὺ βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὸν σταυρό, ὄχι παραμύθιασμα, ἀλλὰ ἔλεγχος πραγμάτων μὴ βλεπομένων.
Οἱ Πατέρες βλέπουν μὲ ὑποψία καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη ὡς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις. Γιατὶ ψεῦδος καὶ ὑποκρισία μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς λέει, μὴ φαίνεσθε σκυθρωποὶ γιὰ νὰ δείξετε ὅτι νηστεύετε. Καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς λύπης εἶναι ναρκισσιστικό, εἶναι ἐργαλεῖο στὰ χέρια ἐκείνου ποὺ θέλει νὰ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, νὰ ἀποσπᾶ τὸν οἶκτο καὶ τὴ συμπάθεια, γιατὶ ἔτσι αἰσθάνεται ὅτι ἀποκτᾶ νόημα καὶ ὑπόσταση, καὶ γιατὶ ἔτσι ἱκανοποιεῖ τὰ θελήματά του. Σήμερα νομίζω ὁ Κύριος θὰ ἔλεγε τὸ ἀντίθετο: μὴ φαίνεσθε καὶ πολὺ γελαστοί, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτὲς γιὰ νὰ φανοῦν αὐτάρκεις καὶ εὐτυχισμένοι.
Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς χαρμολύπης. Λυπημένος στὴ λύπη τοῦ πλησίον, χαρούμενος στὴ χαρὰ ἐκείνου. Λυπημένος γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες, χαρούμενος γιὰ τὴ μετάνοιά του. Λυπημένος γιὰ τὴν ἀδικία στὸν κόσμο, χαρούμενος γιὰ τὴν ἀνάσταση. Καὶ κάτι παραπάνω. Ἕτοιμος νὰ ὑπερβεῖ καὶ τὴ λύπη καὶ τὴ χαρὰ ὡς συναισθήματα, προκειμένου νὰ προχωρήσει σὲ μεγάλες πράξεις, σὲ μεγάλα ναὶ ἢ ὄχι, ποὺ μπορεῖ μόνο ὁ Θεὸς νὰ γνωρίζει. Ἡ χαρμολύπη του εἶναι ἀληθινή, δὲν διαφημίζεται. Χωρᾶ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν τὴ χωρᾶ ὁ κόσμος…
π. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανὸς

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

 


Τὰ δικά μας λάθη

Φυλαχθεῖτε ἀπὸ κάθε λογισμὸ ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν. Τὸ εἴπαμε ἀρκετὲς φορές. Αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου μικρὸ πρᾶγμα! Ἐπειδή, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ κακὸ γιὰ κάποιον καὶ ὕστερα βγαίνουμε ἀπὸ τὸ κελλί μας καὶ τὸν συναντοῦμε, τὰ ἴχνη τῆς κακῆς αὐτῆς σκέψεως ἐνεργοῦν.

Καὶ τότε ὁ ἄλλος, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, ἀνταποκρίνεται μὲ ἀντίστοιχο τρόπο. Καὶ ποτὲ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε ποιός «ἄρχισε» πρῶτος. Γι’ αὐτὸ καὶ προσευχόμαστε: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα».

Ἡ ἀπουσία τῆς θεωρίας αὐτῆς κάνει τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ σκέφτεται ὅτι ἔχει δίκαιο καὶ νὰ μὴ διακρίνει τὰ δικά του λάθη.

Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

 


Ἂς μὴν τὸν χάσουμε κι’ αὐτόν..

Τὸ πρῶτο εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτάνεις ποτέ. Χάσαμε αὐτὸ τὸ μονοπάτι, δὲν ὑπάρχει πιά…

Τὸ δεύτερο εἶναι νὰ μὴν καταδικάσουμε κανέναν, τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς καταδικάσει. Ἔχουμε χάσει καὶ αὐτὸν τὸν δρόμο…

Ἀπομένει μόνο ἕνα πρᾶγμα· νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες, τότε ὁ Κύριος θὰ εἶναι ἐλεήμων μαζί μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ μᾶς μένει…

Πρέπει νὰ εἴμαστε πρᾶοι, γενναιόδωροι, εὐγενικοί, στοργικοί, ἐλεήμονες. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ἄφησε.

Ἂς μὴν τὸν χάσουμε κι’ αὐτόν..

Γέρων Ἀκάκιος

Ἅγιον Ὄρος, Σκήτη Δανιηλαίων, Κατουνάκια 


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024


Ὁ κάλαμος καὶ τὰ καλάμια
Μιλώντας κάποτε γιά τόν Καρυωτάκη, ὁ κριτικός λογοτεχνίας Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης εἶπε τά ἑξῆς:
«Ἡ βαθύτερη ἀρρώστεια τοῦ Καρυωτάκη εἶναι ἡ ἀρρώστεια τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς λογίους μας. Ἀπό ἐγωκεντρισμό πάσχουν ὅλοι. Τούς φοβίζει φοβερά ὁ θάνατος! Καί δέν θέλουν νά καταλάβουν, πώς ὁ κόσμος θά ἐξακολουθήσει τόν δρόμο του καί χωρίς αὐτούς· ὁ κόσμος θά ὑπάρχει καί ὕστερα ἀπό αὐτούς. Τήν ἀπρόσωπη συμβολή στήν ζωή δέν θέλουν οὔτε νά τήν ἀκούσουν. Καί ὅμως ἡ ζωή χρωστᾶ -νομίζω– τά ἴδια, ἄν μή περισσότερα, στήν ἀπρόσωπη αὐτή συμβολή τῶν ἀγνώστων, στήν ἀνώνυμη ἀνθρωπότητα, ὅσα καί στίς προσωπικότητες...».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀποστολίδης μᾶς λέει ὅτι τό σοβαρότερο πρόβλημα τῶν περισσοτέρων λο­γίων καί «σοφῶν τοῦ αἰῶνος τούτου» εἶναι ὅτι «ἔχουν καβαλήσει τό καλάμι». Ἔχουν τήν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτοί στηρίζουν τόν κόσμο μέ τήν σοφία τους καί μέ τήν ἐξυπνάδα τους! Καί ὅτι, χωρίς αὐτούς, ὁ κόσμος θά κατρακυλήσει σέ κατήφορο καί σέ σκοτάδι! Καί ὅλη τους ἡ ἔγνοια εἶναι, πῶς θά καταφέρουν νά μή ξεχαστῆ τό ὄνομά τους!
Στίς 30 Ἰουνίου εἶναι ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τιμᾶμε καί γιορτάζουμε δώδεκα ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στήν πλειονότητά τους ἦταν ἀμόρφωτοι ψαράδες. Ἦταν ἄνθρωποι, πού ποτέ δέν τούς πέρασε ἀπό τό μυαλό νά ...σώσουν τόν κόσμο! Ποτέ δέν «καβάλησαν τό καλάμι» τοῦ κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ καί τοῦ σωτήρα τῆς οἰκουμένης! Καί ποτέ δέν σκέφθηκαν νά ἀφήσουν «μεγάλο» ὄνομα μέσα στήν ἱστορία!
Καί ὅμως. Μέ τόν δικό τους «κάλαμο» (μέ τήν γραφίδα τους), δηλαδή μέ ὅσα ἔγραψαν στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀναστάτωσαν ὅλους τούς φιλοσόφους καί τούς ρήτορες τοῦ κόσμου! «Ἁλιέων ὁ κάλαμος, φιλοσόφων τό φρύαγμα καί ρητόρων τά ρεύματα διετάραξε...». Διότι ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σταυροῦ, πού γιά τούς ψευτοφιλοσοφοῦντες εἶναι «σκάνδαλο» καί «μωρία»! Γιά τούς δῆθεν «λογικούς» φιλοσόφους, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ φαντάζει σάν ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία...
- Τί τό σπουδαῖο ἔκαναν αὐτοί οἱ φτωχοί καί ἀγράμματοι, γιά νά ἀξιωθοῦν μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς; Πῶς ἔγιναν τόσο μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς ποτέ νά ἐπιδιώξουν ἀνθρώπινες δόξες;
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντάει μέ δυό λέξεις ἕνα ἐπίσης ὡραῖο τροπάριο τῆς γιορτῆς τους: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, λέει, ἔβαλαν στόχο τους νά γίνουν «χωρητικά δοχεῖα τοῦ Φωτός». Αὐτό ἦταν τό κατόρθωμά τους. Αὐτός ἦταν ὁ κόπος τους. Αὐτό ἦταν τό ἄθλημά τους! Εἶδαν τό Φῶς. Τό ἔβαλαν μέσα τους. Καί τό κράτησαν.
Καί αὐτό εἶναι τό πιό ἀξιέπαινο ἄθλημα, διότι, γιά νά γίνει κάποιος «χωρητικό δοχεῖο τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ», χρειάζεται νά ἀδειάσει τό ἐγώ του ἀπό τήν ἰδέα ὅτι τά ξέρει ὅλα·νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό κάθε βρωμιά ἁμαρτίας καί αἰσχρότητας· νά πάψει νά ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους ἀγάπες καί τιμές· νά ξεκαβαλικέψει τό «καλάμι» ὅτι δικαιοῦται νά κρίνει τούς πάντες καί τά πάντα· καί νά ἀναζητεῖ παντοῦ καί πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό μόνο ἅγιο καί σωτήριο.
Σ’ αὐτά τά ἀθλήματα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πῆραν «ἄριστα». Πῆραν «μετάλλιο χρυσό». Μέ τό «σπαθί» τους. Καί μέ τόν ἱδρῶτα τους.
Καί, ὅσο αὐτοί δέν ἐπεδίωξαν ποτέ ἀνθρώπινες τιμές, τόσο ὁ Θεός τούς δόξασε! Καί χωρίς νά τό ἔχουν ποτέ ὀνειρευτῆ, ἔγιναν οἱ δώδεκα στῦλοι πού κρατᾶνε ὁλόκληρο τό τεῖχος τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! Ἔγιναν τά ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο!
Ἀρχιμ. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024


Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λαζαράτα τῆς Λευκάδος τὸ 1914. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Σπυρίδων Λάζαρης. Ὁ πατέρας του ἦταν δάσκαλος καὶ ἡ οἰκογένειά του πολύτεκνη. Ἀπὸ μικρὸς ὁ ἴδιος χαρακτηριζόταν γιὰ τὴν ἠρεμία τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν μπόρεσε νὰ μορφωθεῖ γιατί ὁ πατέρας του ἔλειπε στὸν πόλεμο καὶ ὁ ἴδιος βοηθοῦσε τὴ μητέρα του στὶς ἀγροτικὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ.
Ὅταν ἐκπλήρωσε τὴ στρατιωτική του θητεία, θέλησε νὰ πάει στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὸν τρόπο. Μὲ τὴν καθοδήγηση, ὅμως, ἑνὸς νέου ἔφτασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ὁ συνοδὸς του τοῦ εἶπε: «Ἐδῶ, θὰ μείνεις, Σπύρο. θὰ γίνεις μοναχός, θὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ στὸ γέροντα» κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὁ Σπύρος κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἄγγελο Κυρίου, παρέμεινε στὸ μοναστήρι καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Χαρίτων.
Ἕνα βράδυ ὁ ἡγούμενος λέει στὸ μοναχὸ Χαρίτωνα νὰ διαβάσει τὴν Ἐνάτη. Ἐκεῖνος, καθὼς ἦταν ἀγράμματος, προσπάθησε νὰ διαβάσει, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη δυσκολία. Ὁ ἡγούμενος ἀγανάκτησε καὶ τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του ἐπιτιμητικὰ νὰ πάει στὸ κελλί του. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία καὶ τὸν βοήθησε νὰ μάθει τὸ ψαλτήρι ἀπὸ μνήμης.
Ἕνα καλοκαίρι ἐργαζόταν στὸν κῆπο τῆς Μονῆς. Βλέποντας μία συκιὰ καὶ ἐπειδὴ πεινοῦσε, ἀνέβηκε στὸ δένδρο, γιὰ νὰ φάει σύκα. Στὸ Ἅγιο Ὅρος οἱ μοναχοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τρῶνε τίποτε ἐκτὸς τραπέζης, γιατί θεωρεῖται λαθροφαγία. Ἔφαγε μερικὰ σύκα, ἀλλὰ γλίστρησε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δέντρο. Ἂν καὶ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ πρωί, οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἀφοῦ τὸν ἀναζήτησαν, τὸν βρῆκαν μόνο τὸ ἀπόγευμα στὸ περιβόλι πεσμένο κάτω νὰ πονάει πολύ. Τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ μία πόρτα καὶ τέσσερα ἄτομα μαζὶ – καθὼς ἦταν σωματώδης – τὸν μετέφεραν στὸ κελλί του. Ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Ἐνῶ βρισκόμουν στὸ κρεβάτι καὶ πονοῦσα, ἀπέναντι ἔβλεπα τὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τοὺς παρακαλοῦσα νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἐμφανίζονται τότε δύο γιατροὶ μὲ λευκὲς μπλοῦζες καὶ προσπάθησαν νὰ βάλουν τὸ πόδι μου στὴν θέση του. «-Τράβα Κοσμᾶ», ἔλεγε ὁ ἕνας. «-Κράτα ἀπὸ ἐδῶ Δαμιανέ», ἔλεγε ὁ ἄλλος. Καὶ σὲ πέντε λεπτὰ οἱ πόνοι ἐξαφανίστηκαν καὶ ἔγινα καλά»!
Στὸ μοναστήρι βρίσκονταν τότε πέντε νέοι μοναχοὶ καὶ ἕνας ἡλικιωμένος γέροντας. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς σκέφτηκαν ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἀλλάξουν τὸν γέροντα. Τὸ ἔμαθε ὁ γέροντας καὶ ζήτησε τὴν ἀπομάκρυνσή τους. Μὲ τὴ συνοδεία τῆς ἀστυνομίας ὁ μοναχὸς Χαρίτων ἐκδιώχθηκε στὴ Μονὴ Χιλανδαρίου. Ἐκεῖ εἶχε πάρα πολλὲς δυσκολίες καὶ πέρασε ἀρρώστιες, ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἔρθει στὸν κόσμο. Πῆγε, λοιπόν, στὸν Γέροντα Πορφύριο, ὁ ὁποῖος τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν ἐρειπωμένη Μονὴ Δαδίου στὴ Φθιώτιδα. Ἐκεῖ βρῆκε μόνο ἀρουραίους, φίδια καὶ ἄγρια ζῶα. Ὁ Γέροντας Πορφύριος τοῦ ὑπέδειξε: «Κάθισε ἐδῶ, κάνε ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει».
Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὴν ἀνασύσταση τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἔγινε στὴ συνέχεια γυναικεία. Ὁ τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος ἐξετίμησε τὸν γέροντα καὶ τὸν ἔκανε ἱερομόναχο, δίνοντάς του, μάλιστα, τὸ δικό του ὄνομα.
Κάποτε χτύπησε τὸ πόδι του, πῆγε στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου τοῦ ἔβαλαν πλατίνα στὸ γοφό. Πονοῦσε, ὅμως, πολύ. Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνὸς τὸν πῆρε στὴν Ἑλβετία νὰ τὸν δοῦνε ἐκεῖ οἱ γιατροί. Ἐκεῖ διαπιστώθηκε ὅτι στὴν πρώτη ἐπέμβαση, τοῦ ἔβαλαν 1 ἑκατοστὸ πλατίνα μεγαλύτερη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χρειαστεῖ νέο χειρουργεῖο, γιὰ νὰ μειώσουν τὴν πλατίνα. Ὅταν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ ἐξιτήριο, τοῦ ζητήθηκαν γενικὲς ἐξετάσεις, τὶς ὁποῖες ἔκανε. Τότε, βρέθηκε στὸν ἀριστερό του νεφρὸ πέτρα μεγάλη ὅσο ἕνα πορτοκάλι καὶ ἔτσι παρέμεινε γιὰ νέα ἐγχείριση.
Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ἐνῶ ἤμουν μόνος στὸ δωμάτιο, ἐμφανίστηκε ἕνας μοναχός. Βγήκαμε, λοιπόν, μαζὶ στὸ μπαλκόνι καὶ καθίσαμε γιὰ νὰ μιλήσουμε. Κάπου 15 λεπτὰ μιλούσαμε καὶ τοῦ εἶπα γιὰ τὰ χειρουργεῖα καὶ γιὰ τὸν λίθο στὸ νεφρό. Τότε ὁ μοναχός μοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἦρθα νὰ σὲ δῶ. Ἤμουν καὶ ἐγὼ φιλάσθενος καὶ παρέδωσα τὴν ψυχή μου στὸ «Ἀρεταίειο» νοσοκομεῖο. Ἄντεξα τὶς συκοφαντίες καὶ τὴν ἀσθένεια, κάνοντας ὑπομονή. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε χάρη μεγάλη γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανα». Μετὰ μὲ ἄγγιξε καὶ ἔφυγε. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριός μοῦ ἦρθε διάθεση οὔρησης καὶ οὔρησα σὲ ἕνα μικρὸ λεκανάκι Τότε βγῆκε μαζὶ μὲ τὰ οὖρα καὶ μία πέτρα σὲ μέγεθος μικροῦ πορτοκαλιοῦ. Τότε μὲ μία χαρτοπετσέτα τὴν πῆρα καὶ τὴν ἔβαλα στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου.
Τὴν ἑπόμενη θὰ γινόταν ἡ ἐγχείριση. Ἔρχεται ὁ Ἑλβετὸς γιατρὸς καὶ μοῦ λέει: «Ἑτοιμάσου γιὰ τὸ χειρουργεῖο». Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι δὲν χρειάζομαι χειρουργεῖο. Ἄνοιξα τὸ συρτάρι καὶ τοῦ ἔδειξα τὴν πέτρα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ γιατρός, εἶπε· «Ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχετε ζωντανὴ πίστη, ἐμεῖς τὴν νοθεύσαμε». Τὸ χειρουργεῖο δὲν ἔγινε καὶ ἡ πέτρα παρέμεινε στὸ γραφεῖο τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ, γιὰ χρόνια πολλά».
Τοῦ ἄρεσε ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀφάνεια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπέκτησε μεγάλη συνοδεία ἀπὸ μοναχές. Μάλιστα, οὔτε στὸ χωριό, στὸ Δαδί, τὸν ἤξεραν καλὰ καλά. Καὶ ἐκεῖ δὲν κατέβαινε παρὰ σπάνια. Ἦταν στὸ Μοναστήρι, ἔκανε πρακτικὲς ἐργασίες, ἦταν ὁ ἐφημέριος τῆς Μονῆς καὶ ἀσχολήθηκε πολὺ μὲ τὴν εὐχή. Εἶχε ὅμως μεγάλη χάρη. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ἀγράμματος ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἔρχονται ἐδῶ τόσοι ἄνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητὲς πανεπιστημίου, καὶ ἀνοίγει ὁ νοῦς μου καὶ τοὺς λέω τόσα πράγματα, ποὺ ἀπορῶ πῶς τὰ λέω».
Κοιμήθηκε τὴν ἴδια μέρα, ἀκριβῶς 15 χρόνια μετά, ποὺ κοιμήθηκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, στὶς 2 Δεκεμβρίου 2006, σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024


Σβήσαμε τὴν ἀπὸ μέσα φωτιὰ ποὺ μᾶς ζέσταινε
Ζαλίζεται κανένας κι ἀπελπίζεται, βλέποντας σὲ ποιὸν καιρὸν ζοῦμε. Σ᾿ ἕναν καιρὸ ὁλότελα παλαβὸν καὶ σκοτισμένον ποὺ ἡ τρέλλα κι ἡ ἀνοησία ἔχουνε κυριαρχήσει ἐπάνω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο...
Κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι κι ἀπορῶ πῶς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πηγαίνουνε μπροστά, πὼς προοδεύουνε σὲ ὅλα, ἐνῶ στ᾿ ἀλήθεια πηγαίνουνε ὅλο καὶ πίσω, κατεβαίνουνε ὅλο καὶ παρακάτω;...
Ἀπ᾿ ὅλα λείπει κάποια οὐσία, κάποια νοστιμάδα, ποὺ εἴχανε ἄλλη φορά, λείπει ἡ θέρμη τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης, γιατὶ ἅπλωσε ἡ ψύχρα τοῦ θανάτου, ἡ ἀπιστία στὸν Θεὸ κι ἡ πίστη στὴ μηχανή.
Ἡ μηχανὴ στόμωσε τὰ αἰσθήματά μας καὶ σφάλισε μέσα μας τὴν πηγὴ ποὺ ἀνάβρυζε κάθε ἀληθινὴ πνευματικὴ χαρά. Σκότωσε τὴν ἁπλότητα. Ἡ μηχανὴ εἶναι ψυχρὴ γιατὶ εἶναι γέννημα τοῦ μυαλοῦ, γέννημα τῆς «ψυχρῆς λογικῆς». Πῶς νὰ μὴν παγώση ὁ μέσα μας ἄνθρωπος καθισμένος ἐπάνω στὸν Βόρειο Πόλο τοῦ μυαλοῦ; Θυσιάσαμε τὰ πρωτοτόκια γιὰ νὰ φᾶμε τὴ φακή. Χαλάσαμε τὸν μέσα μας ἄνθρωπο γιὰ νὰ βολέψουμε μόνο τὸν ἀπ᾿ ἔξω ἄνθρωπο. Σβήσαμε τὴν ἀπὸ μέσα φωτιὰ ποὺ μᾶς ζέσταινε, γιὰ νὰ ἀνάψουμε ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μας μιὰ φωτιὰ ψυχρή, ποὺ δὲ ζεσταίνει, καὶ θαρροῦμε πὼς θὰ ζεσταθοῦμε κυττάζοντας τὴν ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πὼς ἔτσι θὰ βροῦμε τὴν ἄκρη τῶν δεινῶν μας καὶ πάσα εὐτυχία, κι ἀντὶς αὐτό, περιπλεχθήκαμε σὲ μεγάλες ἀγωνίες καὶ σὲ βάσανα καινούργια ποὺ δὲν τὰ ξέραμε πρωτύτερα. Ἀλλὰ μία φορὰ ποὺ πήραμε αὐτὸν τὸν δρόμο, τραβᾶμε τὸν κατήφορο ὅλο με περισσότερη φόρα, ἂν καὶ βλέπουμε πὼς ὁ δρόμος ποὺ περπατᾶμε εἶναι ἔρημος καὶ κρύος. Γυρεύουμε νὰ βροῦμε ξεκούραση τρέχοντας ἀπάνω σὲ τριβόλους, ὀνειρευόμαστε περιβόλια στὴ Σαχαλίνα ποὺ δὲν φυτρώνει τίποτα...
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ κρυάδα σκεπάζει σήμερα ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ χέρια του, μὲ τὸ μυαλό του καὶ μὲ τὴν καρδιά του. Κύτταξε τὰ σπίτια του, τ᾿ ἁμάξια του, τ᾿ ἅρματά του, τὰ ροῦχα του, τὰ καράβια του, τὰ μαγαζιά του, τὰ βιβλία του, ὅλα ὅ,τι κάνει. Ἂν ὑπάρχει ἀκόμα πουθενὰ λιγοστὴ πνοή, λιγοστὴ ζεστασιά, αὐτὴ βγαίνει ἀπ᾿ ὅ,τι βαστᾶ ἀπ᾿ τὰ περασμένα, εἴτε στὸ χτίριο, εἴτε στὸ καράβι, εἴτε στὴ ζωγραφική, εἴτε στὸ βιβλίο, ἀπ᾿ ὅ,τι γεννήθηκε τότε ποὺ ἤτανε πιὸ ἁπλὸς καὶ πιὸ ἀληθινός.
Γιατὶ, ὅπως τὸ κάθε πράγμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος ὅσο στέκεται μέσα στὰ φυσικὰ σύνορά του. «Μὰ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ φυσικὰ σύνορά του;» ρωτᾶνε πολλοί. «Μήπως δὲν βρίσκεται μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνει κι ὅ,τι θέλει νὰ κάνει;» Κατὰ τὴ δική μου τὴν ἁπλὴ γνώμη δὲν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ καὶ ὅ,τι θέλει. Εἶναι σὰν τὸ μωρὸ παιδί, ποὺ σὰν τ᾿ ἀφήσεις νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, γρήγορα θὰ γκρεμισθεῖ καὶ θὰ σκοτωθεῖ. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ περηφάνεια θὰ τὸν σπρώξει σ᾿ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν εἶναι γιὰ τὰ πόδια του. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς τοῦ ἔβαλε σύνορο, γιὰ νὰ μὴν πάγει στὴν καταστροφή του. Τοῦ 'δωσε νόμο πού, σύμφωνα μ᾿ αὐτόν, χρωστᾶ νὰ πορεύεται. «Ἂν ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ λέγω, εἶπε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ φᾶτε. Μὰ ἂν δὲν μ᾿ ἀκούσετε, θὰ σᾶς φάγει ἡ μάχαιρα (ὁ θάνατος)». Νά, γύρισε καὶ κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε στολίσει μὲ τόσα ψεύτικα στολίδια «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Γέμισε τὸν κόσμο ἀπὸ μηχανές, δοῦλες τάχα ποὺ ὑπηρετᾶνε τὸν ἀφέντη τους. Μὰ ποτὲ δὲν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο ἀπροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχὸς σὲ ἀληθινὰ πλούτη!

Φώτης Κόντογλου