Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025



Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;
῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό εἶναι μιά σχέση εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος πηγαίνει ὄντως στόν Θεό καί πηγαίνει γιατί Τόν ἐμπιστεύεται, Τόν ἀγαπᾶ. Τί σημαίνει Τόν ἐμπιστεύεται; Λέει ἡ ᾿Οπισθάμβωνος Εὐχή: «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον». Αὐτό ἔχει καί μιά δεύτερη ἀνάγνωση. ῞Ο,τι κατέρχεται ἄνωθεν εἶναι «δόσις ἀγαθή» καί «δώρημα τέλειον». Δηλαδή; Δηλαδή καί μία ἀρρώστεια καί μία δοκιμασία καί ἕνας θάνατος.᾿Εμεῖς ὅμως, πού δέν κατανοήσαμε τή σχέση μας αὐτή, οὐσιαστικά δέν ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό. Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός τότε τά λέει καλά, ὅταν συμφωνεῖ μαζί μας, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε μιά λαθεμένη θρησκευτικότητα. 
᾿Εμπιστεύομαι λοιπόν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν πηγαίνω στόν Θεό μέ τό ζόρι. ῾Ο Θεός, οὔτε ἐμένα οὔτε ἐσᾶς ἔχει ἀνάγκη. ῾Υπῆρχε πρίν ἀπό μᾶς καί μπορεῖ νά ὑπάρχει καί χωρίς ἐμᾶς. Κι εἶναι σημαντικό νά τό καταλάβουμε. Γιατί μερικές φορές θεωροῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος σέ μᾶς, γιατί νηστεύουμε, γιατί πᾶμε στήν ἐκκλησία. Εἶναι γνωστή ἡ φράση πού προέρχεται ἀπό τά χείλη, πολλές φορές, εὐσεβῶν ἀνθρώπων «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Δηλαδή, τί ὄχι σέ σένα; Τί σέ μένα; Τί σημαίνει αὐτό τό ἐρώτημα; Πόσο λίγο ἐμπιστευόμαστε. Καί δέν καταλάβαμε κάτι. ᾿Ακριβῶς γι’ αὐτό σέ μᾶς. Γιατί ἔχουμε οἰκοδομήσει μιά λαθεμένη οἰκοδομή καί ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει δέν μᾶς ἀφήνει στήν πλάνη μας καί μᾶς παραχωρεῖ τή δοκιμασία πού φέρνει στήν ἐπιφάνεια ποιοί πραγματικά εἴμαστε.
Κάποτε ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐργάστηκε χρόνια ὁλόκληρα μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἀσθένησε, καί εἶπε αὐτό: «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Κι ἐγώ τοῦ παρήγγειλα: «Γιατί ὄχι σέ σένα; πρῶτον, καί δεύτερον, τό ἐρώτημά σου εἶναι καί ἡ ἀπάντηση. ῞Οταν παλιότερα ἐσύ πήγαινες σέ κάποιον ἀσθενή νά τόν παρηγορήσεις, τί τοῦ ἔλεγες; Γιατί δέν τά λές τώρα στόν ἑαυτό σου; ᾿Από αὐτή τήν καλουπιά ὁ Θεός πάει νά σέ βγάλει». Καί ἔτσι ἤτανε. ῾Ο Θεός ἑτοίμασε τό πρόσωπο αὐτό, τό ὡρίμασε. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι». Καί ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ζωή μέ ᾿Εκεῖνον.
Εἶναι πολύ σημαντικό λοιπόν νά προσέξουμε μήπως ἡ θρησκευτικότητά μας καί ἡ πίστη μας εἶναι ἀρρωστημένη. Γιατί ἡ ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα ἐπηρεάζει τήν κατάσταση τοῦ σπιτιοῦ μας, ἐπηρεάζει τήν ἀγωγή πού δίνουμε στά παιδιά μας καί πολλές φορές ἐξηγεῖ γιατί εἶναι ἀποτυχημένη αὐτή ἡ ἀγωγή, ὅταν ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ποῦμε ἀκόμα καί σ' Αὐτόν, ὄχι. ᾿Εμεῖς θέλουμε νά τ’ ἀπαγορεύσουμε αὐτό ἀπό τά παιδιά μας. ᾿Από ἀγάπη, λέμε. Σά νά μή μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Θεός. ῎Ετσι λοιπόν, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μιά ὑγιής σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο ἔχει αὐτά τά δύο θεμέλια. Τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού πηγαίνει ἐλεύθερα στόν Θεό γιατί Τόν ἀγαπᾶ καί Τόν ἐμπιστεύεται καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. 
Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης Παῦλος

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

 


Ἐκκλησιαζόμενοι

Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.

Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.

Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025


Δῶστε σ’ αὐτοὺς τὸ φαγητὸ
(Μαρτυρία τοῦ ἐπικεφαλῆς τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, Σουηδοῦ Στοῦρε Λίννερ, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς, ἀπὸ τὸ αὐτοβιογραφικό του ἔργο «Ἡ Ὀδύσσειά μου»)
Παντρευτήκαμε στὶς 14 Ἰουνίου. Ο Emil Sandstrom, πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς, διοργάνωσε μία δεξίωση γιὰ τὴν περίσταση. Ἀργὰ τὸ βράδυ μὲ πλησίασε καὶ μὲ τράβηξε στὴν ἄκρη, σὲ μία γωνία, μακριὰ ἀπὸ τὰ γέλια καὶ τὶς φωνές, νὰ μιλήσουμε ἰδιαιτέρως.
Μοῦ ἔδειξε ἕνα τηλεγράφημα ποὺ μόλις εἶχε λάβει: Οἱ Γερμανοὶ ἔσφαζαν ἐπὶ τρεῖς μέρες τοὺς κατοίκους τοῦ Διστόμου, κοντὰ στοὺς Δελφούς, καὶ στὴ συνέχεια ἔκαψαν τὸ χωριό. Ἂν ὑπῆρχαν ἐπιζῶντες, θὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄμεση βοήθεια. Τὸ Δίστομο ἦταν ἐντὸς τῆς περιοχῆς εὐθύνης μου γιὰ τὴν προμήθεια τροφίμων καὶ φαρμάκων. Πέρασα τὸ τηλεγράφημα στὴν Κλειώ, τὴν σύζυγό μου, νὰ τὸ διαβάσει. Ἐκείνη ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἀμέσως ἀναχώρησε διακριτικὰ ἀπὸ τὴ γιορτή.
Περίπου μία ὥρα ἀργότερα ἤμασταν στὸν δρόμο μας μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Χρειάστηκαν ἀρκετὲς ἀγωνιώδεις ὧρες γιὰ νὰ ταξιδέψουμε ἀνάμεσα στοὺς λεηλατημένους δρόμους καὶ νὰ περάσουμε ἀρκετὰ ὁδοφράγματα. Ἦταν ξημερώματα ὅταν φτάσαμε τελικὰ στὸν κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Δίστομο.
Ὄρνια ἀνέβαιναν ἀργὰ καὶ διστακτικὰ σὲ χαμηλὸ ὕψος ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ δρόμου, ὅταν ἄκουσαν νὰ ἐρχόμαστε. Κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου ἀνθρώπινα σώματα κρέμονταν ἀπὸ κάθε δέντρο, τρυπημένα μὲ τὶς ξιφολόγχες – μερικοὶ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί. Αὐτοὶ ἦταν οἱ χωρικοὶ ποὺ τιμωρήθηκαν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἦταν ὕποπτοι γιὰ τὴν παροχὴ βοήθειας στοὺς ἀντάρτες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν στήσει ἐνέδρα σὲ μία μονάδα SS. Ἡ μυρωδιὰ ἦταν ἀνυπόφορη.

Στὸ χωριὸ τὰ τελευταῖα ἀπομεινάρια τῶν σπιτιῶν ἀκόμα καίγονταν. Ἑκατοντάδες νεκρὰ σώματα ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἡλικιῶν, ἀπὸ ἡλικιωμένους μέχρι νεογέννητα, ἦταν σκορπισμένα γύρω στὸ χῶμα. Ἀρκετὲς γυναῖκες θανατώθηκαν μὲ ξιφολόγχες, μὲ τὶς μῆτρες τους στὸ χῶμα καὶ τὰ στήθη τους κομμένα. Ἄλλοι ἦταν στραγγαλισμένοι μὲ τὰ ἔντερά τους τυλιγμένα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό τους. Φαινόταν σὰν κανεὶς νὰ μὴν εἶχε ἐπιζήσει …
Ὅμως, ἐκεῖ! Ἕνας γέρος στὸ τέλος τοῦ χωριοῦ! Εἶχε ὡς ἐκ θαύματος ἐπιζήσει τῆς σφαγῆς. Ἦταν σοκαρισμένος ἀπὸ τὸν τρόμο γύρω του, μὲ ἕνα ἄδειο βλέμμα, καὶ μία ἔκφραση ἀπορίας. Κατεβήκαμε στὴ μέση τῆς καταστροφῆς καὶ φωνάξαμε στὰ ἑλληνικά: «Ἐρυθρὸς Σταυρός! Ἐρυθρὸς Σταυρός! Ἤρθαμε γιὰ νὰ βοηθήσουμε!»
Ἀπὸ κάποια ἀπόσταση μία ἀκόμη γυναίκα πλησίασε μὲ δισταγμό. Μᾶς εἶπε ὅτι μόνο μία χούφτα χωρικοὶ κατάφεραν νὰ διαφύγουν πρὶν ἀρχίσει ἡ ἐπίθεση. Μαζί της ἀρχίσαμε τὴν ἀναζήτησή τους. Εἴχαμε προχωρήσει ἀρκετὰ στὸ ψάξιμο, ὅταν ἡ ἴδια συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε πυροβοληθεῖ στὸ χέρι. Ἀμέσως ἠ Κλειὼ ἔπεσε πάνω της καὶ τὴν χειρούργησε. Κατὰ τ’ ἄλλα, ἦταν τὸ ταξίδι τοῦ μέλιτός μας!
Ὄχι πολὺ καιρὸ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν τρομακτικὴ σφαγή, ἡ σύνδεσή μας μὲ τὸ Δίστομο, θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ αὐτὸν τὸν ἀξιοσημείωτο ἐπίλογο.
Ὅταν οἱ γερμανικὲς δυνάμεις κατοχῆς ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὰ πράγματα δὲν πῆγαν ὅπως τὰ περίμεναν. Μία γερμανικὴ μονάδα αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ ἀντάρτες ἀκριβῶς στὴν ἴδια περιοχή, στὸ Δίστομο. Σκέφτηκα ὅτι αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς εὐκαιρία γιὰ μία αἱματηρὴ ἐκδίκηση, ἰδιαίτερα ἐὰν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι γιὰ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο διάστημα ἡ περιοχὴ εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπὸ κάθε προμήθεια τροφίμων.
Φορτώσαμε μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα μερικὰ φορτηγά, εἰδοποιήσαμε στὸ Δίστομο γιὰ τὴν προγραμματισμένη μας ἄφιξη, καὶ βρεθήκαμε στὸν ἴδιο δρόμο, γιὰ ἄλλη μία φορά, ἡ Κλειὼ κι ἐγώ.
Ὅταν φτάσαμε στὰ περίχωρα τοῦ χωριοῦ, μᾶς συνάντησε μία ἐπιτροπὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἡλικιωμένο ἱερέα. Ἦταν μία μορφὴ πατριάρχη τοῦ παλιοῦ καιροῦ, μὲ μακριά, κυματιστή, λευκὴ γενειάδα. Δίπλα του ὁ καπετάνιος τῶν ἀνταρτῶν, πλήρως ὁπλισμένος. Ὁ ἱερέας μίλησε πρῶτος καὶ μᾶς εὐχαρίστησε γιὰ λογαριασμὸ ὅλων γιὰ τὶς προμήθειες τροφίμων. Στὴ συνέχεια πρόσθεσε: «Πεθαίνουμε ὅλοι ἀπὸ τὴν πείνα ἐδῶ, καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ Γερμανοὶ κρατούμενοι. Τώρα, ἂν εἴμαστε ἐμεῖς πεινασμένοι, εἴμαστε τουλάχιστον στὸν τόπο μας. Οἱ Γερμανοὶ δὲν ἔχουν χάσει μόνο τὸν πόλεμο, εἶναι ἐπίσης μακριὰ ἀπὸ τὴ χώρα τους. Δῶστε σ’ αὐτοὺς τὸ φαγητὸ ποὺ ἔχετε μαζί σας, ἔχουν πολὺ δρόμο μπροστά τους».
Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς φράσης, ἡ Κλειὼ γύρισε τὰ μάτια της σὲ μένα. Ὑποπτευόμουν τί ἤθελε νὰ μοῦ πεῖ μὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ καθαρὰ πιά. Στεκόμουν ἁπλὰ βουρκωμένος...
Sture Linner, Min Odysse, Stockholm, Norstedt, 1982

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025


Ὁ κάλαμος καὶ τὰ καλάμια
Μιλώντας κάποτε γιά τόν Καρυωτάκη, ὁ κριτικός λογοτεχνίας Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης εἶπε τά ἑξῆς:
«Ἡ βαθύτερη ἀρρώστεια τοῦ Καρυωτάκη εἶναι ἡ ἀρρώστεια τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς λογίους μας. Ἀπό ἐγωκεντρισμό πάσχουν ὅλοι. Τούς φοβίζει φοβερά ὁ θάνατος! Καί δέν θέλουν νά καταλάβουν, πώς ὁ κόσμος θά ἐξακολουθήσει τόν δρόμο του καί χωρίς αὐτούς· ὁ κόσμος θά ὑπάρχει καί ὕστερα ἀπό αὐτούς. Τήν ἀπρόσωπη συμβολή στήν ζωή δέν θέλουν οὔτε νά τήν ἀκούσουν. Καί ὅμως ἡ ζωή χρωστᾶ -νομίζω– τά ἴδια, ἄν μή περισσότερα, στήν ἀπρόσωπη αὐτή συμβολή τῶν ἀγνώστων, στήν ἀνώνυμη ἀνθρωπότητα, ὅσα καί στίς προσωπικότητες...».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀποστολίδης μᾶς λέει ὅτι τό σοβαρότερο πρόβλημα τῶν περισσοτέρων λο­γίων καί «σοφῶν τοῦ αἰῶνος τούτου» εἶναι ὅτι «ἔχουν καβαλήσει τό καλάμι». Ἔχουν τήν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτοί στηρίζουν τόν κόσμο μέ τήν σοφία τους καί μέ τήν ἐξυπνάδα τους! Καί ὅτι, χωρίς αὐτούς, ὁ κόσμος θά κατρακυλήσει σέ κατήφορο καί σέ σκοτάδι! Καί ὅλη τους ἡ ἔγνοια εἶναι, πῶς θά καταφέρουν νά μή ξεχαστῆ τό ὄνομά τους!
Στίς 30 Ἰουνίου εἶναι ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τιμᾶμε καί γιορτάζουμε δώδεκα ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στήν πλειονότητά τους ἦταν ἀμόρφωτοι ψαράδες. Ἦταν ἄνθρωποι, πού ποτέ δέν τούς πέρασε ἀπό τό μυαλό νά ...σώσουν τόν κόσμο! Ποτέ δέν «καβάλησαν τό καλάμι» τοῦ κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ καί τοῦ σωτήρα τῆς οἰκουμένης! Καί ποτέ δέν σκέφθηκαν νά ἀφήσουν «μεγάλο» ὄνομα μέσα στήν ἱστορία!
Καί ὅμως. Μέ τόν δικό τους «κάλαμο» (μέ τήν γραφίδα τους), δηλαδή μέ ὅσα ἔγραψαν στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀναστάτωσαν ὅλους τούς φιλοσόφους καί τούς ρήτορες τοῦ κόσμου! «Ἁλιέων ὁ κάλαμος, φιλοσόφων τό φρύαγμα καί ρητόρων τά ρεύματα διετάραξε...». Διότι ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σταυροῦ, πού γιά τούς ψευτοφιλοσοφοῦντες εἶναι «σκάνδαλο» καί «μωρία»! Γιά τούς δῆθεν «λογικούς» φιλοσόφους, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ φαντάζει σάν ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία...
- Τί τό σπουδαῖο ἔκαναν αὐτοί οἱ φτωχοί καί ἀγράμματοι, γιά νά ἀξιωθοῦν μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς; Πῶς ἔγιναν τόσο μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς ποτέ νά ἐπιδιώξουν ἀνθρώπινες δόξες;
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντάει μέ δυό λέξεις ἕνα ἐπίσης ὡραῖο τροπάριο τῆς γιορτῆς τους: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, λέει, ἔβαλαν στόχο τους νά γίνουν «χωρητικά δοχεῖα τοῦ Φωτός». Αὐτό ἦταν τό κατόρθωμά τους. Αὐτός ἦταν ὁ κόπος τους. Αὐτό ἦταν τό ἄθλημά τους! Εἶδαν τό Φῶς. Τό ἔβαλαν μέσα τους. Καί τό κράτησαν.
Καί αὐτό εἶναι τό πιό ἀξιέπαινο ἄθλημα, διότι, γιά νά γίνει κάποιος «χωρητικό δοχεῖο τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ», χρειάζεται νά ἀδειάσει τό ἐγώ του ἀπό τήν ἰδέα ὅτι τά ξέρει ὅλα·νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό κάθε βρωμιά ἁμαρτίας καί αἰσχρότητας· νά πάψει νά ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους ἀγάπες καί τιμές· νά ξεκαβαλικέψει τό «καλάμι» ὅτι δικαιοῦται νά κρίνει τούς πάντες καί τά πάντα· καί νά ἀναζητεῖ παντοῦ καί πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό μόνο ἅγιο καί σωτήριο.
Σ’ αὐτά τά ἀθλήματα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πῆραν «ἄριστα». Πῆραν «μετάλλιο χρυσό». Μέ τό «σπαθί» τους. Καί μέ τόν ἱδρῶτα τους.
Καί, ὅσο αὐτοί δέν ἐπεδίωξαν ποτέ ἀνθρώπινες τιμές, τόσο ὁ Θεός τούς δόξασε! Καί χωρίς νά τό ἔχουν ποτέ ὀνειρευτῆ, ἔγιναν οἱ δώδεκα στῦλοι πού κρατᾶνε ὁλόκληρο τό τεῖχος τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! Ἔγιναν τά ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο!
Ἀρχιμ. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025



Ἀγάπη καί Ἐλευθερία
Πρόσωπο εἶναι τὸ ὂν ἐν κοινωνίᾳ καὶ πρόσωπα γινόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὅταν ὁ Καλὸς Ποιμένας καλεῖ τὰ δικά του πρόβατα μὲ τ΄ ὄνομά τους καὶ τὰ ὁδηγεῖ, ἡ κλήση αὐτὴ ἀποτελεῖ εἴσοδο σὲ μία ζωὴ κοινωνίας. Ἕνα ὄνομα, δοσμένο σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, ἀποκτᾶ συγχρόνως καὶ μοναδικότητα, καθὼς ἕνας μοναδικὸς ἄνθρωπος καλεῖται μέσῳ αὐτοῦ, ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καί σὲ Ἐκκλησία. Ὁ καθένας εἶναι ἕνα ὄνομα μοναδικό, τὸ ὁποῖο ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ὁλοκληρωμένων ὑπάρξεων καὶ ὄχι μάζα, ἀποτελούμενη ἀπὸ κομμάτια. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία προσώπων ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν προσωπείων. Ἡ κοινωνία τῶν προσωπείων εἶναι τὸ σύνολο τῶν εἰδώλων, τὸ σύνολο τῶν ἀποσπασματικῶν ὑπάρξεων, τὸ σύνολο τῶν μοναχικῶν ἀτόμων καὶ γι’ αὐτό, τὸ σύνολο τῶν ψευδῶν ἑαυτῶν.
Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ γιὰ νὰ φτάσουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, πρέπει νὰ κινηθοῦμε τόσο ἐν ἐλευθερίᾳ ὅσο καὶ ἐν ἀγάπῃ. Ἡ λύση τοῦ προσωπείου εἶναι ἡ εὔκολη λύση, εἶναι ἡ λύση τῆς ἀκινησίας, τῆς παγίωσης τῶν ἀποστάσεων, τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς νεκρικῆς σιγῆς τῆς ἀδράνειας τοῦ εἰδώλου, ἔστω καὶ ἂν πολλὲς φορὲς δίνεται ἡ ἐντύπωση τῆς τάξης καὶ τῆς ἡσυχίας.
Ἀντίθετα, μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἐπαναπαύεσαι. Ἡ ἐλευθερία ἐπιβεβαιώνει ἢ ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ τὶς ἐπιλογὲς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ καλεῖ σ΄ αὐτὴ τὴν διαρκῆ ἀνοιχτὴ ἐπικοινωνία. Ὁ χειρότερος πειρασμὸς δὲν εἶναι ἡ ρήξη μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ ἀπόθεση τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ βύθιση σὲ μία σχέση, ὅπου ὁ Δημιουργὸς ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναντίρρητη ὑπεροχὴ συντρίβει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Πρέπει νὰ κινηθεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ἂν τυχὸν δὲν κινηθεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ, καὶ ἂν τυχὸν θελήσεις νὰ ἀποθέσεις τὸν ζυγὸ τῆς ἐλευθερίας, τότε δὲ θὰ νιώσεις ποτὲ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς, τὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν πάλη τῆς ζωῆς, τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχεις μέσα σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὁποία ἔχεις πλαστεῖ. Χωρὶς ἐλευθερία, τὰ δῶρα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ἄνθρωπο θὰ μείνουν γιὰ πάντα ἀνενεργὰ καὶ ἀκατανόητα.
Ἡ φύση μας, ὅπως λέει ἡ ἀρχαία τραγωδία ἀλλὰ κι ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι νὰ ἀγαπάει. Ὅταν φτάσει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ν’ ἀγαπᾶ, ὄχι συναισθηματικὰ ἀλλὰ νὰ νιώθει αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Θεία Λειτουργία, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου, τότε παραχωρεῖ τὴν ὕπαρξή του στὸν ἄλλον.
Γιὰ τὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ κατάργηση τῆς ἀτομικότητας ἰσοδυναμεῖ μὲ καταστροφή. Γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὅμως ἄνθρωπο, ἡ κίνηση αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἕνωση τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἡ στιγμή, ποὺ ἀποκαλύπτεται μία διάσταση πέρα ἀπὸ τὸ «εἶναι» καὶ τὸν χωροχρόνο. Εἶναι ἡ στιγμὴ συνάντησης μὲ τὴν ἀληθινὴ φύση καὶ τὴν κατὰ χάριν θέωση. Ὁπότε φτάνει ἡ στιγμὴ ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι νὰ ἀγαπᾶ. Μὲ τὴν ἀγάπη διαστέλλεται καὶ παίρνει τὶς πραγματικές του διαστάσεις. «Ζῶ γιὰ τὸν ἄλλο» σημαίνει ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ ἄλλος δὲν εἶναι κὰν μία προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἂν φτάσω σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ νιώσω ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ ἑαυτός μου, οὐσιαστικὰ θωρακίζω τὸ πρόσωπό μου.
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025


Παίρνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ
Παίρνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ κ' ἡ πάχνη δὲν τ' ἀφήνει,
θέλω κ' ἐγὼ νὰ σ' ἀρνηθῶ καὶ δὲ μ' ἀφήνει ὁ πόνος.
Σὰν παίρνης τὸν κατήφορο, τὴν ἄκρη τὸ ποτάμι,
μὲ τὸ πλατὺ πουκάμισο, μὲ τ΄ ἄσπρο σου ποδάρι,
χαμήλωσε τὴν μπόλια σου καὶ σκέπασε τὰ φρύδια,
νὰ μὴ φανοῦνε τὰ φιλιά, νὰ μὴ σὲ καταλάβουν,
καὶ σὲ ζηλέψουν τὰ πουλιά, τῆς ἄνοιξης τ΄ ἀηδόνια.
Σύρε νὰ εἰπῆς τῆς μάννας σου, νὰ μὴ σὲ καταρειέται,
τί θὰ τὴν κάμω πεθερά, τί θὰ τὴν κάμω μάννα.
Ἄιντε καὶ βάνε τ΄ ἄρματα, κ' ἔλα στὴν Κρύα Βρύση,
νὰ περπατᾶμε στὰ βουνά, στῆς Λιάκουρας τὰ χιόνια,
νά ΄σαι τ΄ς αὐγούλας ἡ δροσιὰ καὶ τοῦ Μαγιοῦ ἡ πάχνη,
καὶ μέσα στὸ λημέρι μου νὰ λάμπης σὰν τὴν Πούλια.
Αἱ παραλλαγαὶ τοῦ ἄσματος ἔχουν διαφορετικὸν γύρισμα ἑκάστη (οἶον, Ἑλένη μου, Ἑλένη, Ἑλένη φιλημένη κτλ., κάτω μπιρμπίλι μου ἡ πέρδικα, γειά σου, μωρὴ Βλάχα μου, Δέσπω βραχούλα μ', Δέσπω τοῦ Λιακατᾶ κ.τ.τ.).

Τὸ τελευταῖον, ἂν μὴ καὶ τὸ προηγούμενον, ἀναφέρεται εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ καπετάνιου τῆς Ἀρτοτίνας τῆς Δωρίδας Νίκου Λιακατᾶ, ἀγαπητικὴν τοῦ ἀρματωλοῦ τῆς Βουνιχώρας Ἀλικούρη.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025


Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα!

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος, ἤ Νικηταρᾶς, ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἥρωες τοῦ 1821, πέθανε στήν ψάθα ζητιανεύοντας στά σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια κρατική ἀρχή, ἡ ὁποία χορηγοῦσε τίς θέσεις στούς ἐπαῖτες, εἶχε ὁρίσει γιά τόν ἥρωα μία θέση κοντά στό σημεῖο ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ ἐκκλησία της Εὐαγγελίστριας ὅπου τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐπαιτεῖ κάθε Παρασκευή. Τόση ἦταν ἡ φτώχεια τοῦ σχεδόν τυφλοῦ πλέον στρατηγοῦ. Ἡ πολιτεία τοῦ εἶχε δώσει μία μικρή τιμητική σύνταξη πού δέν ἔφθανε οὔτε γιά νά ἀγοράσει ψωμί γιά τήν ἄρρωστη γυναίκα του.
Ἡ περιπέτεια τοῦ ἥρωα ἔφθασε στά αὐτιά πρέσβη Μεγάλης Δυνάμεως, ὁ ὁποῖος ἐνημέρωσε σχετικά τήν κυβέρνησή του. Ἔτσι κάποια στιγμή ἀπεσταλμένος τῆς πρεσβείας βρέθηκε στή θέση πού ζητιάνευε ὁ στρατηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς τόν κατάλαβε μάζεψε ἀμέσως τό ἁπλωμένο του χέρι.
-Τί κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ἀπεσταλμένος.
-Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα! ἀπάντησε περήφανα ὁ ἥρωας.
-Μά ἐδῶ τήν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στόν δρόμο;
-Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιά νά ζῶ καλά, ἀλλά ἐγώ ἔρχομαι ἐδῶ γιά νά παίρνω μία ἰδέα πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀντέτεινε ὁ περήφανος Νικηταρᾶς.
Εἶδε καί ἀπόειδε ὁ ξένος καί γύρισε νά φύγει χαιρετώντας εὐγενικά.
Φεύγοντας ὅμως, ἄφησε νά τοῦ πέσει ἕνα πουγγί μέ χρυσές λίρες, ὥστε νά μήν προσβάλει τόν πάμφτωχο στρατηγό. Ὁ Νικηταρᾶς ἄκουσε τόν ἦχο, ἔπιασε τό πουγγί, τό ψηλάφισε καί φώναξε στόν ξένο:
-Σοῦ ἔπεσε τό πουγγί σου. Πάρτο γιά νά μήν τό βρεῖ κανείς καί τό χάσεις!

T

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε τό 1782 στό χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης καί ἦταν γιός τοῦ κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα καί τῆς Σοφίας Καρούτσου,  ἀδελφῆς τῆς γυναίκας τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, γεννήθηκε τό 1784 στό χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σέ ἡλικία 11 χρονῶν βγῆκε στό κλαρί μέ τήν ὁμάδα τοῦ πατέρα του καί στή συνέχεια ἐντάχθηκε  στό  σῶμα τοῦ πρωτοκλέφτη Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη, τοῦ ὁποίου ἀργότερα παντρεύτηκε τήν κόρη  Ἀγγελίνα.  Ἡ  ἀνδρεία  καί τά σωματικά του προσόντα  τόν  ὁδήγησαν  τό  1805 στή ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ἐντάχθηκε στό ρωσικό τάγμα, πού πολέμησε τόν Ναπολέοντα στήν Ἰταλία.  Ἀργότερα, ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο γιά  νά  ὑπηρετήσει  αὐτή  τή φορά τούς Γάλλους, πού εἶχαν καταλάβει τό νησί.  Στίς 18 Ὀκτωβρίου  1818,  ἐνῶ βρισκόταν στήν Καλαμάτα, μυήθηκε στήν Φιλική Ἑταιρεία.  Μέ  τόν θεῖο του, Θεόδωρο  Κολοκοτρώνη,  καί  τον  Παπαφλέσσα  συνέβαλε  στήν προετοιμασία τοῦ Ἐθνικοῦ Ξεσηκωμοῦ καί στίς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκε στήν Καλαμάτα μαζί μέ τούς ἄλλους στρατιωτικούς ἀρχηγούς.
Ἀπό τήν ἀρχή ἐνστερνίσθηκε τό στρατηγικό σχέδιο τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς καί πῆρε μέρος σέ ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις γιά τήν κατάληψη τοῦ διοικητικοῦ κέντρου τῶν Ὀθωμανῶν στήν Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Βαλτετσίου στις 12 Μαΐου 1821, ἐνῶ ἀποφασιστική ἦταν ἡ συμβολή του στή Μάχη τῶν Δολιανῶν στις 18 Μαΐου 1821, ὅπου ἀνέδειξε στό ἔπακρο τίς στρατιωτικές του ἱκανότητες. Ἐπικεφαλῆς μόλις 600 ἀνδρῶν κατανίκησε τόν στρατό τοῦ Κεχαγιάμπεη πού ἀνήρχετο σέ 6.000 ἄνδρες καί σχεδόν τόν ἀποδεκάτισε. Γι' αὐτόν τόν πραγματικό του ἄθλο, οἱ συμπολεμιστές του τόν ὀνόμασαν Τουρκοφάγο.
Μέχρι τό τέλος τοῦ Ἀγώνα ὁ Νικηταρᾶς ἦταν στήν πρώτη γραμμή, πολεμώντας εἴτε στήν Πελοπόννησο εἴτε στήν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα, ὅπου συνεργάστηκε μέ τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καί τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Πῆρε μέρος στήν Ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 καί ἦταν ἀπό τούς λίγους ἀρχηγούς πού ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στή διανομή τῶν λαφύρων. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Ἁγιονορίου στις 26-28 Ἰουλίου 1822, πού ἀποτελείωσε τή στρατιά τοῦ Δράμαλη δύο μέρες μετά τή Μάχη στά Δερβανάκια. Ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ ἀνδρός φάνηκε γιά μία ἀκόμη φορά, ὅταν ἀπό τό πλῆθος τῶν λαφύρων τῆς μάχης πείστηκε νά δεχθεῖ ἕνα πανάκριβο σπαθί, τό ὁποῖο ἀργότερα προσέφερε στόν ἔρανο γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Μεσολογγίου. Κατά τή διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλά φρόντισε πάντα νά ἐπιδιώκει τόν συμβιβασμό καί τή συνεννόηση.
Μετά τήν Ἀπελευθέρωση τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Καποδίστρια κι ἔγινε ἕνας ἀπό τούς στενότερους συνεργάτες τοῦ Κυβερνήτη. Πῆρε μέρος στήν Δ' Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους το 1829, ὡς πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Ἐπί Ὄθωνος περιέπεσε σέ δυσμένεια, ἐπειδή ὑποστήριζε τό ἀντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε τό 1839 ὡς ἀρχηγός συνωμοτικῆς ὁμάδας, ἀλλά στή δίκη του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1840, ἀθωώθηκε ἐλλείψει στοιχείων. Ἐντούτοις, ἡ κράτησή του παρατάθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτη βλάβη ἡ ὑγεία του καί σχεδόν νά τυφλωθεῖ. Ἀποφυλακίστηκε στίς 18 Σεπτεμβρίου 1841 καί ἀποτραβήχτηκε μέ τήν οἰκογένειά του στόν Πειραιά.

Μετά τήν ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμός τοῦ ὑποστρατήγου καί ἔλαβε μία τιμητική σύνταξη, ἡ ὁποία ἦταν ὁ μόνος πόρος τῆς ζωῆς του. Τό 1847 διορίσθηκε μέλος τῆς Γερουσίας καί δύο χρόνια ἀργότερα, στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849, ἔφυγε ἀπό τή ζωή σέ ἡλικία 67 ἐτῶν. Ὁ Νικηταρᾶς ἀπέκτησε δύο κόρες κι ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη Σταματελόπουλο, πού ἀκολούθησε καριέρα στρατιωτικοῦ.

 Τετράδιο 144 * Μάρτιος 2012

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025


Τὰ δύο μαχαίρια
Λίγο πρίν τήν σύλληψή Του, ὁ Χριστός θέλοντας νά ὑπενθυμίσει στούς μαθητές Του τήν προφητεία “καί μετά ἀνόμων ἐλογίσθη”, ὅτι δηλ. θά τόν θανατώσουν σάν ἕνα κοινό ἐγκληματία, τούς εἶπε: ὅποιος δέν ἔχει μαχαίρι νά ἀγοράσει. Τότε οἱ ἀπόστολοι, χωρίς νά καταλάβουν τί τούς ἔλεγε, εἶπαν: Νά, Κύριε, ὑπάρχουν ἐδῶ δύο μαχαίρια!
Γιατί δύο μαχαίρια καί ὄχι τρία ἤ τέσσερα ἤ…;
Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἔχομε μπροστά μας δύο μαχαίρια:
• Τό ἕνα στρέφεται πρός τά ἔξω, στούς ἄλλους· καί τό ἄλλο στρέφεται πρός τά μέσα, στόν ἑαυτό μας.
• Τό ἕνα προκαλεῖ βλάβη στόν διπλανό μας, ὅπως τό μαχαίρι πού χρησιμοποίησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος γιά νά κόψει τό αὐτί τοῦ ὑπηρέτη τοῦ ἀρχιερέα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό μαχαίρι, ὁ Χριστός εἶπε νά ἐπιστραφεῖ στήν θήκη του.
• Τό ἄλλο μαχαίρι (ἐκεῖνο πού στρέφεται πρός τά μέσα) εἶναι αὐτό μέ τό ὁποῖο κόβουμε - πρέπει νά κόβουμε - ὄχι τούς ἄλλους ἀλλά τόν ἑαυτό μας, δηλ. τά πάθη μας.
• Τό ἕνα τό κρατᾶνε στά χέρια τους τά ἔθνη, γιά νά προκαλοῦν μεταξύ τους πολέμους καί νά ἀλληλοεξοντώνονται.
• Τό ἄλλο τό κρατᾶμε ὁ καθένας στά δικά του χέρια γιά νά ἀφαιρεῖ ἀπό ἐπάνω του ὁ,τιδήποτε τόν ἐμποδίζει νά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό.
Ὅσο λιγότερο οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦν τό κακό μέσα τους, τόσο περισσότερο θά πολεμοῦν τόν διπλανό τους, τόν γείτονά τους καί τά ἄλλα κράτη. Καί ἀντίστροφα. Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζονται ἐναντίον τοῦ κακοῦ τόσο λιγότερη θά εἶναι ἡ ἀνάγκη νά μάχονται μέ τόν ἐξωτερικό ἐχθρό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος “χύνει” λιγότερο δικό του αἷμα πολεμώντας τό κακό μέσα στήν καρδιά του, ἀναπόφευκτα θά χύσει περισσότερο ξένο αἷμα, τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ αὐτοδικαίωση καί ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός πᾶνε μαζί χέρι-χέρι!
Ἐκεῖνος πού δέν ψάχνει νά βρεῖ τόν ἐχθρό πού ἐμφωλεύει μέσα του, ὁπωσδήποτε θά τόν βρεῖ ἔξω!
Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἡμέρα, κάθε στιγμή, μέσα στά μύχια τῆς καρδιάς του διεξάγει ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο μέ τόν ἑαυτό του. Ἄν σ᾽ αὐτόν τόν πόλεμο δέν δείξει παλληκαριά καί ἠττηθεῖ, σίγουρα θά τόν προεκτείνει καί πρός τά ἔξω, στούς ἀδελφούς του!
• Ἐκεῖνος πού δέν ἀγωνίζεται νά σταυρώνει καθημερινά τόν ἑαυτό του καί τά πάθη του, νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά σταυρώνει καθημερινά τούς ἄλλους.
• Ἐκεῖνος πού δέν σηκώνει καθημερινά τόν δικό του σταυρό, πρόσεξε καί θά τό ἰδεῖς, θά τόν τοποθετεῖ στήν πλάτη τῶν ἀλλων!
Μή σᾶς φανεῖ περίεργο τό ὅτι πολλές φορές ἀναρωτιόμαστε γιατί δέν ἔχομε μέσα μας εἰρήνη καί γαλήνη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἀκόμη δέν ξεκινήσαμε τόν πόλεμο μέ τόν ἑαυτό μας. Καί γιατί δέν τόν ξεκινήσαμε; Μά γιατί δέν ἔχομε τήν διάθεση νά τό παραδεχθοῦμε ὅτι πράγματι μέσα μας ἔχομε ἕνα ἐχθρό ὁ ὁποῖος δέν παύει κάθε στιγμή νά μᾶς κλέβει καί νά μᾶς τραυματίζει. Ἐνῶ αὐτός δουλεύει ἔντεχνα γιά τήν ἀπώλειά μας, ἐμεῖς καμαρώνουμε καί λέμε πώς ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, ὀφείλεται σέ ἐξωτερικές αἰτίες!..
Τί κρῖμα! Τί κρῖμα! Ἄνθρωπος πού ποτέ δέν ἔκατσε νά σκεφτεῖ τήν καλωσύνη καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποτέ δέν θά ἀναλάβει ἕνα τέτοιο ἀγώνισμα.
Γιατί;
Ἐπειδή ἔγινε ὁ ἴδιος νομοθέτης τοῦ ἑαυτοῦ του! Νόμο ἔχει τό προσωπικό του συμφέρον! Ἔμπνευσή του ἔχει τήν φιλαυτία του! Σκοπό καί στόχο του ἔχει τήν αὐταρέσκεια· καί γιά Θεό λατρεύει - ποιόν ἄλλο; - τόν ἑαυτούλη του!
Fulton Sheen

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025


Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Γεώργιος Σουρῆς

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

 


Δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας

Στούς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες πού ἔρχονταν γιά πνευματική ὠφέλεια, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, παρέθετε μαζί μέ τή θεία διδασκαλία καί γεῦμα μέ ψωμί, κρασί καί φαγητά τοῦ μοναστηριοῦ.

Αὐτό τό ἔκανε ἀρκετές φορές καί στόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, ὁ ὁποῖος κάποτε, ἐνῶ ἔτρωγε, εἶπε στόν ὅσιο:

– Στό σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου. Οἱ ὑπηρέτες μου εἶναι ἄριστοι γνῶστες τῆς μαγειρικῆς τέχνης. Καί ὅμως, τά ἡγεμονικά μου φαγητά ποτέ δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας. Γιά ἐξήγησέ μου, σέ παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;

Καί ὁ θεοφώτιστος ἡγούμενος, πού ἤθελε νά ἑλκύσει τόν ἡγεμόνα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε:

– Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νά μάθεις τήν αἰτία, θά σοῦ τήν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ στό μοναστήρι μας, πρίν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοί τό μαγείρεμα, τηροῦν τόν ἑξῆς κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καί παίρνει τήν εὐλογία μου. Ἔπειτα γονατίζει τρεῖς φορές μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί μ’ ἕνα κερί παίρνει φωτιά ἀπό τό καντήλι τοῦ Ἱεροῦ, γιά ν’ ἀνάψει μ’ αὐτή τήν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἤ τόν φοῦρνο.

Ὁ βοηθός, πρίν βάλει τό νερό στό καζάνι, ζητάει τήν εὐλογία τοῦ προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον, πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογεῖ, ἀδελφέ», ἀποκρίνεται ὁ προϊστάμενος.

Γιά νά μή σοῦ τά πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μέ τέτοιον τρόπο, γι’ αὐτό καί τά φαγητά μας εἶναι τόσο νόστιμα. Οἱ δικοί σου ὑπηρέτες, ὅμως, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, κάνουν τήν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καί βαρυγκωμώντας καί συκοφαντώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον.

Συχνά, μάλιστα, δέχονται χτυπήματα ἀπό τούς ἐπόπτες. Κοντολογίς, ὅλα γίνονται μέ ἁμαρτίες. Σ’ αὐτό ὀφείλεται τό ὅτι δέν βρίσκεις νόστιμα τά φαγητά σας.

Πράγματι, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τά λές, συμφώνησε ὁ Ἰζιασλάβος.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

 


Ὁ γεροβοσκός

Πόσα χρόνια πέρασα
κι ἄσπρισα κι ἐγέρασα
πάνω στὰ ψηλώματα
βόσκοντας τὰ πρόβατα!

Τὶς κορφὲς ἐπάτησα
καὶ νυχτοπερπάτησα
καὶ σὲ δέντρα γερικὰ
εἶδα κι εἶδ᾿ ἀγερικά!

Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριὲς
σὰ κοτσύφι χύθηκα
κι ἔπεσα σὲ ρεματιὲς
καὶ ἀποκοιμήθηκα!

Πάνω στὴ καπότα μου,
φορεσιὰ καὶ στρῶμα μου,
εἶδα ῾νείρατα γυρτὸς
ξυπνητὸς καὶ κοιμιστός!

Σ᾿ ἀητοράχη ἐσκάλωσα
μὲ τὸ λύκο μάλωσα
κι ἄναψα τρανὲς φωτιές,
σὲ τετράψηλες κορφές!

Εἶδα τ᾿ ἄστρι στὸ βουνό,
ποὺ τὸ λεν᾿ Αὐγερινὸ
καὶ στὴ καθαρὴ βραδιὰ
χόρτασα τὴ ξαστεριά!

Μύρμηγκα δὲ ζήμιωσα
κι ἄνθρωπο δὲ θύμωσα.
Πῆρα τὰ μικρὰ τ᾿ ἀρνιά,
σὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά!

Μιὰ ζωὴν ἐπέρασα
κι εἶπ᾿ ὁ Θεὸς κι ἐγέρασα
καὶ τὸ χιόνι τὸ πολύ,
μοῦ ῾πεσε στὴ κεφαλή!

Ἄειντε προβατάκια μου,
περπατᾶτ᾿ ἀρνάκια μου,
πάμετε σιγὰ-σιγὰ
καὶ μᾶς ῾πῆρεν ἡ βραδιά...

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025


Τό πρῶτο μάθημά μου γιά τήν ἀρχοντιὰ
Θά 'μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο, κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.
Καθισμένος σ' ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποῦ καί ποῦ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, ποὺ μπαινόβγαιναν.
Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μιὰν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.
Ὁ πρῶτος βοηθός, πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μιὰ στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ' ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης, πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά... «Δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.
Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο, τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἑβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.
Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά τῆς Ἀττικῆς.
Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός δέν χόρταινε νά θαυμάζει.
Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση, καθισμένος σταυροπόδι, μέσ' στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.
Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια», τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ' στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.
Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu'est-il ce vieux;». «C'est un grand seigneur», μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου, καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».
Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.
Ἀργότερα, μεγάλος, σ' ἕνα πελοποννησιακό χωριό γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μιὰ ἱεροπραξία.
Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μιὰ σύνθεση ὑπερηφάνιας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.
Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.

Κωνσταντῖνος Τσάτσος

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

 


Οἱ Συνοδοιπόροι

Οἱ δύο συνομήλικοι Μεσολογγίτες ποιητὲς Κωστὴς Παλαμᾶς καὶ Γεώργιος Δροσίνης, ὑπῆρξαν συνοδοιπόροι τόσο στὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὴν ποιητικὴ τέχνη ἀπὸ τὰ πρῶτα τους κιόλας ποιητικὰ βήματα στὴν ἐφημερίδα Ραμπαγᾶς τὴν ἄνοιξη τοῦ 1879 ― ὅταν ἀκόμα δημοσίευαν τὰ νεανικὰ ποιήματά τους μὲ λογοτεχνικὰ ψευδώνυμα ― καὶ παρέμειναν φίλοι μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ τὸ 1943.

Ἀνάμεσά τους εἶχε ἀναπτυχθεῖ μία εἰλικρινὴς καὶ βαθειὰ φιλία ποὺ στηριζόταν στὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν θαυμασμό, καὶ μεταξύ τους ἀντάλλασαν συχνὰ βιβλία, σημειώματα, στίχους καὶ ποιητικοὺς διαλόγους.

Ἕνας τέτοιος συγκινητικὸς ποιητικὸς διάλογος μεταξὺ τῶν δύο φίλων ὑπῆρξε καὶ ὁ κάτωθι.

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς στὶς 30 Μαΐου τοῦ 1925 στέλνει στὸν Γεώργιο Δροσίνη τὴν ποιητική του συλλογὴ «Πεντασύλλαβοι» μὲ τὴν ἑξῆς ἀφιέρωση πρὸς ἐκεῖνον:

«Πῶς ἀλλιῶς νὰ σὲ πῶ; Ὁ συνοδοιπόρος, χαῖρε, ὁ πιὸ γερός, ὁ πιὸ παλιὸς

γιὰ τ’ ἀνέβασμα στοῦ Τραγουδιοῦ τ’ Ἁγιονόρος.

Μὲ τὸ γέλασμα τοῦ παιγνιδιοῦ,μὲ τὸ γνοιάσιμο τοῦ κόπου,

δουλεμένο τὸ βιβλίο μου καρτερεῖ τὴ ματιά σου, θρέμμα ἀνθρώπου,

ποὺ δὲν εἶναι στὴ ζωὴ του μιὰ στιγμή, μιὰ ματιὰ στὴν ὕπαρξή του ― δίχως

νὰ ταράζη του τὴ σκέψη ὁ Στίχος.»

Δύο χρόνια ἀργότερα, στὶς 12 Σεπτεμβρίου τοῦ 1927, ὁ Δροσίνης θέλοντας νὰ ἀποκριθεῖ ποιητικὰ στὸν Παλαμὰ γράφει τὸ δικό του ἀπαντητικὸ ποίημα, τὴν «Ἀπόκριση στὸν Παλαμᾶ».

«Συνοδοιπόροι, ναί, μαζὶ κινήσαμε στῆς Τέχνης τὸ γλυκοξημέρωμα —ὅμως,

μὲ τοῦ καιροῦ τὸ πέρασμα, χαράχτηκε τοῦ καθενός μας χωριστὸς ὁ δρόμος:

Ἐσὺ τὸ Ὡραῖο μέσ’ στὰ μεγάλα ζήτησες κ’ ἐγὼ στὰ ταπεινὰ κι ἀπορριμμένα,

καὶ δούλεψες τὸ μπροῦντζο καὶ τὸ μάρμαρο κι’ ἄφησες τὸν πηλὸ τῆς γῆς σ’ ἐμένα.

Στὶς ἀλπικὲς χιονοκορφὲς ἀνέβηκες καὶ στάθηκα στὶς λιόφωτες ραχοῦλες·

ἀρχόντισσες καὶ ρήγισσες οἱ Μοῦσες σου κ’ ἐμένα ψαροποῦλες καὶ βοσκοῦλες.

Ἐσὺ στῆς δάφνης τ’ ἀκροκλώναρα ἅπλωσες κ’ ἐγὼ σὲ κάθε χόρτο καὶ βοτάνι·

στεφάνι ἔχεις φορέσει ἀπὸ δαφνόφυλλα― λίγο θυμάρι τοῦ βουνοῦ μοῦ φτάνει.»

Ἡ ἀφιέρωση τοῦ Παλαμᾶ στὸν Δροσίνη συμπεριλήφθηκε ἀργότερα στὴν ποιητικὴ συλλογή του "Δειλοὶ καὶ Σκληροὶ Στίχοι" καὶ ἡ "Ἀπόκριση στὸν Παλαμᾶ" στὴ συλλογὴ τοῦ Δροσίνη "Φευγάτα Χελιδόνια".

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Κάμε κάτι
-Τί κρατᾶς στό χέρι, Ἄβελ;
-Ἕνα μικρό ἀρνάκι, Κύριε. Ἀπό τό κοπάδι μου. Τό διάλεξα. Θυσία σέ Σένα!...
Αὐτό ἔκαμε ὁ Ἄβελ. Καί ἀπό τότε δέν σταμάτησαν ποτέ οἱ ἄνθρωποι νά προσφέρουν στόν Κύριο κάποια μικρή «θυσία αἰνέσεως».
Τί κρατᾶς στό χέρι σύ, Μωϋσῆ;
-Τό ραβδί μου, Κύριε. Τό χρησιμοποιῶ νά ὁδηγῶ τά πρόβατά μου.
-Ἀπό ἐδῶ καί πέρα νά τό χρησιμοποιεῖς γιά μένα.
Ὑπάκουσε ὁ Μωϋσῆς. Καί μέ ἐκεῖνο τό ἁπλό ραβδί, ἔκαμε τά πιό μεγάλα θαύματα στόν κόσμο, πού ἄφησαν κατάπληκτους τούς μάγους τῆς Αἰγύπτου καί τόν ἀλόγιστο βασιλιά τους, τόν Φαραώ.
-Καί σύ, Μαρία, τί κρατᾶς;
-Ἕνα μπουκάλι μέ πολύτιμο μύρο, Κύριε. Καί θέλω νά ἀλείψω μέ αὐτό τό ζωηφόρο σῶμα Σου.
Καί τό ἔκαμε. Καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα, γεμίζει μέ τήν εὐωδία του, ὄχι μόνο τό σπίτι, μέσα στό ὁποῖο ἄλειψε μέ αὐτό τά πόδια τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος! Καί, πιό πολύ, οἱ ψυχές ἐκείνων, πού ἀγαποῦν τόν Κύριο! Καί, ἀπό τότε, ὅλος ὁ κόσμος μιλάει γιά αὐτό πού ἔκαμε ἐκείνη ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα. Μέ θαυμασμό.
-Σύ τί κρατᾶς στό χέρι, δούλη μου Ταβιθά;
-Τήν βελόνα μου, Κύριε.
-Κάνε καί σύ, μέ τήν βελόνα σου, ὅ,τι μπορεῖς, γιά Μένα!...
Καί ἡ Ταβιθά, ἔκανε, ὅ,τι μποροῦσε. Καί ἔντυνε τήν ἐποχή ἐκείνη τά ὀρφανά καί τίς χῆρες στήν Ἰόππη! Καί ὅλος ὁ κόσμος τήν θυμόμαστε. Καί τήν θαυμάζουμε. Καί θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμά της.
Ὁ καθένας ἔκανε, μέ ἐκεῖνα πού εἶχε, ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε, ὅ,τι μποροῦσε.
Κάμε καί σύ, μέ ἐκεῖνα πού ἔχεις, ἀπό ἐκεῖνα πού ἔχεις, κάτι. Κάτι. Ὅ,τι μπορεῖς. Καί φθάνει.
Μητροπολίτης Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης Μελέτιος

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

 


Ἀπὸ τὴ Μαρία Νεφέλη

Δίνε δωρεὰν τὸ χρόνο

ἄν θὲς νὰ σοῦ μείνει λίγη ἀξιοπρέπεια.

*

Θὰ πρέπει νὰ δημιουργοῦμε ἀντισώματα

Καὶ γιὰ τὴν Εὐθύνη.

*

Μακριὰ μέσα στ’ ἀπώτατα βάθη τοῦ Ἀμνοῦ

ὁ πόλεμος συνεχίζεται.

*

Ἄν δὲν στηρίξεις τὸ ἕνα σου πόδι ἔξω ἀπ’ τὴ γῆ ποτέ σου δὲν θὰ μπορέσεις νὰ σταθεῖς ἐπάνω της.

*

Θέ μου τί μπλὲ ξοδεύεις γιὰ νὰ μὴ σὲ βλέπουμε!

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

 


Μία ταραχὴ ἀνήκουστη στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία

Ὁ πολιτισμὸς δὲν θεραπεύει μήτε καὶ μειώνει τὴν ὡμότητα καὶ τὸν ἐγωισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ συχνὰ τὰ αὐξάνει.

Στὴ Δύση κυριαρχεῖ ἡ ταραχή. Ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς στὴ Δύση εἶναι ποὺ γύρισαν τὴν πλάτη τους στὸν Θεὸ καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπό τους πρὸς τὸν σατανᾶ. Πάντα ἡ ἴδια αἰτία, ἡ ἔκπτωση δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ συμπόρευση μὲ τὸν σατανᾶ. Ὁ Θεὸς προειδοποιεῖ σοβαρὰ καὶ πατρικά, ἐνῶ ὁ σατανᾶς προβάλλει ψεύτικες εἰκόνες, προσελκύοντας κοντά του τοὺς ἄφρονες καὶ ἐλαφρόμυαλους. Μὲ τὰ φαρμακερά του γλυκίσματα ψαρεύει καὶ ἕλκει τοὺς ἡδυπαθεῖς καὶ κοντόφθαλμους.

Στὴ Δύση ὅλα κατάντησαν ἐρώτημα καὶ ὅλα τέθηκαν σὲ ἀμφισβήτηση: ὁ Θεός, ἡ ψυχή, ἡ ἠθική, ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία, τὸ κράτος, αὐτὸς ὁ κόσμος μὰ καὶ ὁ ἄλλος κόσμος. Ὅλα ἔγιναν ἐρωτήματα πάνω στὰ ἐρωτήματα… Ἡ δυτικὴ ἐπιστήμη εἶναι τὸ ἀτσάλινο χτένι στὰ χέρια τοῦ ἀντιχρίστου, ἕνα χτένι ποὺ ξύνει παλιὲς πληγὲς καὶ ἀνοίγει καινούργιες… Καί, πραγματικά, ὁ ἄρχοντας τοῦ Ἅδου, μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς ψευδο-ἐπιστήμης, γέννησε στὴ Δύση μία ταραχὴ ἀνήκουστη στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Μὲ τὴν ταραχὴ εἶναι ἐξέλιξη, πολιτισμός, πρόοδος, ἡ ταραχὴ εἶναι ζωή!

Ἡ Δύση σταμάτησε νὰ παράγει ἅγιους καὶ σοφούς. Αὐτὸ χρονολογεῖται ἀπὸ τότε ποὺ οἱ πάπες σταμάτησαν νὰ εἶναι ἅγιοι καὶ σοφοὶ καὶ ἔγιναν πολιτικοὶ καὶ διπλωμάτες.

Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος δὲν σκέφτεται ποτὲ τὸν θάνατο, δὲν ἔχει χρόνο νὰ σκεφτεῖ τὸν θάνατο. Σκέφτεται μονάχα τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ἐκμετάλλευση. Τὴν ἐκμετάλλευση γῆς καὶ ἀέρα, πυρὸς καὶ ὕδατος, φυτῶν καὶ ζώων, γειτονικῶν λαῶν καὶ κρατῶν. Ἀνακάλυψε τὸ σύνθημα τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του: ὑποτάξτε καὶ ἐκμεταλλευτεῖτε. Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἡ κατάρα τῶν καιρῶν μας.

Ποιό τὸ ὄφελος ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Εὐρώπη, ἡ Ἀμερικὴ καὶ ὅλες οἱ ἤπειροι τρέχουν νὰ κατακτήσουν τὸν κόσμο, τὸ σύμπαν, τὴ Σελήνη, τὸν Ἄρη καὶ τ’ ἀστέρια; Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν ἀποκτήσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ βλάψει τὴν ψυχή του, ἂν χάσει τὴν ψυχή του; Ἀπὸ ποιόν θέλετε, ὢ ἄνθρωποι, νὰ κατακτήσετε τὴ Σελήνη; Ἀπὸ ποιόν νὰ πάρετε τὰ ἄστρα; Ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχει σπείρει σὰν ἄλλα ἄνθη στὴν ἀτέλειωτη ἀπεραντοσύνη; Πόσο ἐλεεινὸς εἶναι ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ὅταν ἐκστρατεύει κατὰ τοῦ οὐρανοῦ, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἐχθρό του!

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς