Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025


Ἀπὸ τὴν σχολὴν τοῦ περιωνύμου φιλοσόφου
Ἔμεινε μαθητὴς τοῦ Ἀμμωνίου Σακκᾶ δύο χρόνια·
ἀλλὰ βαρέθηκε καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ τὸν Σακκᾶ.

Κατόπι μπῆκε στὰ πολιτικά.
Μὰ τὰ παραίτησεν. Ἦταν ὁ Ἔπαρχος μωρός·
κ’ οἱ πέριξ του ξόανα ἐπίσημα καὶ σοβαροφανῆ·
τρισβάρβαρα τὰ ἑλληνικὰ των, οἱ ἄθλιοι.

Τὴν περιέργειάν του εἵλκυσε
κομάτ’ ἡ Ἐκκλησία· νὰ βαπτισθεῖ
καὶ νὰ περάσει Χριστιανός. Μὰ γρήγορα
τὴν γνώμη του ἄλλαξε. Θὰ κάκιωνε ἀσφαλῶς
μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπιδεικτικὰ ἐθνικούς·
καὶ θὰ τοῦ ἔπαυαν —πρᾶγμα φρικτόν—
εὐθὺς τὰ λίαν γενναῖα δοσίματα.

Ἐπρεπεν ὅμως καὶ νὰ κάμει κάτι. Ἔγινε ὁ θαμὼν
τῶν διεφθαρμένων οἴκων τῆς Ἀλεξανδρείας,
κάθε κρυφοῦ καταγωγίου κραιπάλης.

Ἡ τύχη του ἐφάν’ εἰς τοῦτο εὐμενής·
τὸν ἔδοσε μορφὴν εἰς ἄκρον εὐειδῆ.
Καὶ χαίρονταν τὴν θείαν δωρεάν.

Τουλάχιστον γιὰ δέκα χρόνια ἀκόμη
ἡ καλλονή του θὰ διαρκοῦσεν. Ἔπειτα —
ἴσως ἐκ νέου στὸν Σακκᾶ νὰ πήγαινε.
Κι ἂν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπέθνησκεν ὁ γέρος,
πήγαινε σ’ ἄλλου φιλοσόφου ἢ σοφιστοῦ·
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

Ἢ τέλος, δυνατὸν καὶ στὰ πολιτικὰ
νὰ ἐπέστρεφεν —ἀξιεπαίνως ἐνθυμούμενος
τὲς οἰκογενειακές του παραδόσεις,
τὸ χρέος πρὸς τὴν πατρίδα, κι ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια.
Κωνσταντῖνος Καβάφης

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

 


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025


Ἡ Ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸν σαλή 
Αὐτὸν τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας (“Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”) μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε πλήρως στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλή. Ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι “πτωχοὶ τῷ πνεύματι” καὶ τὰ σαράντα πέντε χρόνια τῆς ἀσκητικῆς της ζωῆς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μία καθίδρυση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στὴν καρδιά της.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς”.
Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Καμμιὰ λαϊκὴ διήγηση, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀνθρώπων, οὔτε γραπτὲς πηγὲς δὲν μᾶς προμηθεύουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὴν ἀνατροφή της, τὴν παιδεία της ἢ ἄλλη κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα δὲν ἦταν ἀπὸ χαμηλὴ οἰκογένεια. Ὁ σύζυγός της Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.
Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δύο στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους, καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν “καλὴ τύχη” καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένη, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτὴ τοὺς τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα. Τόσο πολὺ καταβλήθηκε αὐτὴ ἀπὸ θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὥστε στοὺς πολλοὺς φαινόταν ὅτι ἔχασε τὰ λογικά της. Ἔτσι νόμισαν οἱ συγγενεῖς της, οἱ φίλοι της καὶ οἱ γνωστοί της.
Πραγματικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ξένης μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν πολὺ περίεργη. Κατὰ πρῶτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνη ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζη τὸν ἑαυτὸ της Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζη τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνη ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της.
Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μία πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς “κατὰ Χριστὸν τρελλή”.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: “Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζῆς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνης, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνης καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζῆς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζῆς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.”(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς). Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ “χτύπημα” ποὺ “χτύπησε” τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Ἡ μακαρία Ξένη, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μία φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποῦ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποῦ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.
Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μία κόκκινη φούστα καὶ μία πράσινη ζακέτα. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ της πρόσφερε πολλὰ ἀπ’ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.
Ὅλοι ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη. Πολλοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο.
Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένη ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὥς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση “ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτιτόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου”. Οἱ κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τοὺς λίθους στὴν κορυφή. “Από ποῦ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ σωροὶ τῶν λίθων κάθε πρωΐ;” ἔλεγαν. Ἀλλὰ κατάλαβαν ἔπειτα ὅτι βοηθὸς τους ἦταν ἡ μακαρία Ξένη.
Αὐτὰ ποὺ γράψαμε μέχρι τώρα γιαὐτοὺς τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μακαρίας Ξένης τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ λαοῦ. Πόσα ὅμως ἄλλα ἄγνωστα γιὰ μᾶς θὰ ὑπάρχουν γι’ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ὁσία, ποὺ εἶναι ὅμως γνωστὰ μόνο στὸ Θεό;
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: “Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι” (Μάρκ.8,34). Μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ χαρὰ ἡ μακαρία Ξένη σήκωσε μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς πενίας καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸ δικό της συμφέρον ἔκλεισε στὴν καρδιὰ της ὅλους τοὺς “γείτονές” της μὲ τὶς δυστυχίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς φροντίδες καὶ τὶς λύπες τους. “Γείτονές” της, εἰκονικῶς ὁμιλοῦντες, ἦταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας Πετρούπολης.
μακαρία Ξένη, ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: “Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα”. Καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν θώπευε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρη κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπῆ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά.
μακαρία Ξένη ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: “Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!”. Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώση τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.
Ὁ ἀγώνας τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν δύσκολος. Οἱ ἅγιοι μοναστικοὶ πατέρες καὶ ἀσκητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ του κόσμου στὴν ἔρημο καὶ στὰ δάση καὶ ἔλαβαν τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων τους στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητάς τους στὴ γῆ. Ὅμως οἱ μακάριοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σαλότητας ἔκρυβαν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὴ θέλοντες νὰ παρουσιάσουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δίκαιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς τρελλούς.
δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη εἶδε καθαρὰ τὴν δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ γιὰ νὰ προετοιμάση πνευματικῶς τὴν ψυχή της, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀφιερώσεώς της. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένη γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.
Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage σἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξαναφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἦρθε τέλος ἡ στιγμὴ ποὺ ἔληξαν οἱ ἀγῶνες της. Ἡ μακαρία Ξένη ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ εἰσῆλθε στὸν αἰώνιο. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώση τὸν τελευταῖο χαιρετισμό
Ἀμέσως μετὰ τὴν κηδεία της οἱ θαυμαστὲς ἄρχισαν νὰ παίρνουν χοῦφτες χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὔξανε κάθε μέρα. Ὁ σωρὸς τοῦ χώματος στὸν τάφο της συνέχεια ἐλαττωνόταν. Τελικὰ τοποθετήθηκε στὸν τάφο της μία πέτρινη πλάκα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἔσπαζαν κομμάτια καὶ τὴν ἀφαιροῦσαν. Τελικὰ τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο της μία πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο. Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους. 

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025


Γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες
Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀγράμματος. Μολονότι ἔφτασε ὡς τὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ, δὲ βαστοῦσε ἀπὸ τζάκι. Ἤτανε παιδὶ μιᾶς φτωχῆς οἰκογένειας τσομπάνηδων καὶ γεωργῶν τῆς Ρούμελης. Νὰ πῶς μᾶς μεταδίνει ὁ ἴδιος τὴ γέννησή του:
«Ἡ πατρὶς τῆς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι· χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη. Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοί, καὶ ἡ φτώχεια αὐτήνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανιτῶν τοῦ Ἀλήπασα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καὶ φτωχοί, καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε γιὰ ξύλα στὸ λόγγο. Φορτώνοντας τὰ ξύλα στὸν ὦμο της, φορτωμένη στὸ δρόμο, στὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα. Μόνη της ἡ καημένη κι ἀποσταμένη, ἐκιντύνεψε κι αὐτήνη τότε κι ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου στὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε στὸ χωριό».
Δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ πάει σὲ δάσκαλο, μᾶς λέει. Ἤξερε λίγο γράψιμο, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν μπόρεσε ποτὲ του νὰ διαβάσει ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ γραφτά.
Ὁ γενναῖος Μακρυγιάννης πώποτε μὴ ἀναγνώσας θὰ τραγουδήσει ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος στὶς μέρες τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Γιατὶ τὸ γράψιμό του εἶναι, σχεδὸν ὁλότελα, μία δική του ἐφεύρεση. «Γράψιμο ἀπελέκητο» τὸ ὀνομάζει. Δεκαεφτὰ μῆνες ἔβαλε ὁ Βλαχογιάννης γιὰ νὰ τὸ ξεδιαλύνει, νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει θά ‘πρεπε νὰ ποῦμε, καὶ νὰ τὸ ἀντιγράψει. Ὅταν ἀντικρίσει κανεὶς μία σελίδα τοῦ πυκνοῦ χειρογράφου καταλαβαίνει ἀμέσως τὸ γιατί. Φωνητικὴ ἀποτύπωση τῆς ρουμελιώτικης προφορᾶς μὲ ἰδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, ποὺ μοιάζουν ἕνα ἀτέλειωτο ἀραβούργημα. Πουθενὰ διακοπή, παράγραφος ἢ στίξη. Κάποτε μόνο μία κάθετη γραμμὴ δείχνει ἕνα σταμάτημα. Τὸ κατεβατὸ μοιάζει σὰν κάτι παλιοὺς τοίχους πού, κοιτάζοντάς τους, θαρρεῖς πὼς συλλαβίζεις τὴν κάθε κίνηση τοῦ χτίστη, ποὺ συναρμολόγησε τὴν ἀμέσως ἑπόμενη πέτρα μὲ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη προσπάθεια μὲ τὴν προηγούμενη, ἀποτυπώνοντας πάνω στὴν τελειωμένη οἰκοδομὴ τὶς περιπέτειες μιᾶς ἀδιάσπαστης ἀνθρώπινης ἐνέργειας -αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ λέγεται ὕφος ἢ ρυθμός. Στὸ γράψιμο τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι ἀδιάβαστο γιὰ τὸν ἀπροειδοποίητο ἀναγνώστη, συλλαβίζεις, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς λέξεις, τὴν ἐπίμονη βούληση τοῦ συγγραφέα νὰ ζωγραφίσει στὸ χαρτὶ τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Ἄργος, ὁ Μακρυγιάννης, «γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες», παρακαλοῦσε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο φίλο νὰ τοῦ μάθουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, καὶ ποὺ δὲν ἦταν οὔτε κὰν τὰ κολλυβογράμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αἰσθάνεται συχνὰ πολὺ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφούς τῆς κοινωνίας...» σημειώνει ἀρχίζοντας νὰ γράφει τὴ ζωή του. «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ στὰ γραφόμενα...» ἐπιμένει πάλι. Ζητᾷ συγγνώμη γιατί «ἔλαβε ὡς ἄνθρωπος αὐτήνη τὴν ἀδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει νὰ τὰ γράφουνε «προκομμένοι κι ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι». Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σπουδασμένοι, τὸν κοιτάζουν φυσικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη. «Οὐδ᾿ ἐγὼ γνωρίζω νὰ στρέφω τὴν σπάθην, οὐδ᾿ αὐτὸς τὴν γλῶσσαν» θὰ τονίσει πάλι ὁ χαρακτηριστικὸς Σοῦτσος, «καλὸν λοιπὸν ἕκαστος ἡμῶν νὰ δίδεται εἰς ὅ,τι ἐπιτυγχάνει».
Ἀλλὰ ἡ πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, καὶ ὅλο σ᾿ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μᾶς ἧβρε ὅλους θερία», θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς καὶ μᾶς τοὺς στρατιωτικοὺς -βασανίζεται ὁ Μακρυγιάννης- καὶ εἶναι «πατρίδα γενική, τοῦ καθενοῦ». Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ ὁ προκομμένος νὰ φωνάζει τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἁπλός. Φανερὰ λοιπὸν ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἤθελε νὰ εἶχε τοὺς τρόπους νὰ μάθει γράμματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν μειώνει, δὲν τοῦ δημιουργεῖ κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, ὅπως θὰ λέγαμε. Αἰσθάνεται, καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ αἰσθανόμαστε μαζί του, πὼς εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴ λαλιά, αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει. Ὅπου βρεθεῖ, στὸ παλάτι ἢ στὴν καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ἔμφυτη μέσα του αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἔκφρασης, μπορεῖ καὶ διατυπώνεται μὲ χρῶμα καὶ μὲ ἀποχρώσεις, μὲ τόνο καὶ μὲ ρυθμό. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ φιλόλογος ποὺ θὰ ἤθελε νὰ κάνει κάποτε τὴν κριτικὴ τῆς δύσκολης μεταγραφῆς τοῦ κειμένου τοῦ Μακρυγιάννη, θὰ ἔπρεπε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, νὰ στηρίξει τὴν ἐργασία του στὴν ἀκουστικὴ ἀντίληψή του.
Γιῶργος Σεφέρης

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025


Αὐτά εἶναι ἀπό τό Θεό
Ἡ Ἰωάννα Τσάτσου γράφει γιὰ τὸν ἀδελφό της Γιῶργο Σεφέρη:
… Ἡ μάνα, χωρὶς ποτὲ νὰ μᾶς διδάξει, μᾶς ἄφησε ἀνυπολόγιστη κληρονομιά: τὴν πίστη στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τ’ ἀγόρια, μὲ τὴν ἀντρίκεια τους αἰδῶ δὲν ἐκφράζονταν εὔκολα, δὲν πήγαιναν συχνὰ στὴν ἐκκλησιά. Ὅμως λίγο νὰ τοὺς γνώριζες, ἔνιωθες ν’ ἀναπνέουν αὐτὴν τὴν παρουσία, νὰ ζοῦν τὴν ὀρθοδοξία ὁλόκληρη.
Αὐτὴ ἡ πίστη παραστάθηκε τὸ Γιῶργο ὡς τὸ τέλος. Κι ἡ προσευχὴ ποὺ γνώρισε παιδάκι ἦταν ἕτοιμη νὰ βρεῖ τὸ δρόμο της. Στὶς ὧρες τὶς κρίσιμες, τὶς ὧρες τὶς γόνιμες, τὴν ἔβλεπα αὐτὴ τὴν ἐκ βαθέων ἔκκληση ν’ ἀνεβαίνη στὰ μάτια του.
Μόνο ἐκεῖνο τὸ ἱερό: «Δοσμένα», λέει πολλά. Τόλεγε καὶ τόγραφε ὁ Γιῶργος σὲ κύριο τίτλο γιὰ τοὺς στίχους του.
– Τί καλὸ ποίημα, «ὁ Βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης».
– Αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό.
Χαμογέλασε σὰν μοῦ χάρισε τὴ μετάφρασή του τῆς Ἀποκάλυψης:
– Βλέπεις, Ἰωάννα, καθένας ἔχει τὸ δικό του τρόπο νὰ κάνει τὴν προσευχή του.
Καὶ στὸ τέλος, στὴν ἀρρώστια του, ἀκίνητος στὸ δωμάτιο τῆς ἀνάνηψης, κι ἐγὼ καθισμένη στὸ πλαϊνό του σκαμνάκι, μ’ ἀγκάλιαζε μὲ τὸ δεμένο του χέρι, ὅλο μάτια. Ὅταν ἀκόμη μποροῦσε νὰ μιλήσει:
– Ἄναψε τὸ κεράκι σου γιὰ μένα

Ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς Ἰωάννας Τσάτσου «Ὁ ἀδερφός μου Γιῶργος Σεφέρης»

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

 


Πῆρα τὸν Χριστό, καὶ ἐὰν μιλῶ πολὺ Τὸν ξοδεύω

Τί εἶναι παράδοση; Εἶναι οἱ φορεσιὲς καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ τόπου μας ἢ κάτι παραπάνω; Εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς ποὺ χάθηκε καὶ τὸν βάλαμε στὶς προθῆκες τοῦ λαογραφικοῦ μουσείου; Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, γιατί μιλᾶμε γιὰ ἐκείνην σὰν κάτι ποὺ συμβαίνει ἀκόμη; Ἐμεῖς οἱ… γραμματιζούμενοι ἔχουμε τὴν «πολυτέλεια» πλέον νὰ κάνουμε τέτοιους στοχασμούς. Νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἀπὸ ποῦ κρατᾶ ἡ σκούφια μας καὶ ἔπειτα περήφανα νὰ τὴν ἐπιδεικνύουμε στὶς νέες ἐποχὲς ποὺ μᾶλλον δὲν πολυσυμπαθοῦν τέτοιες ταυτότητες πολιτισμικές.

Μὰ ἡ παράδοση φαίνεται νὰ μᾶς ξεγελᾶ σὰν τὸ ἄτακτο παιδί:

Ἐκεῖ ποὺ τὴν θαυμάζεις καὶ τὴν περιφέρεις ἀγέρωχα καταντᾶ νὰ μοιάζει λείψανο…

Καὶ ἐκεῖ ποὺ μοιάζεις νὰ τὴν ξεχνᾶς ἔρχεται στὴν ζωὴ τὴν τωρινὴ μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς ἀναπόφευκτης ἀλήθειας πού, ὡς ἀλήθεια, δὲν γνωρίζει τόπο καὶ χρόνο.

Ἀπὸ γονεῖς γονιῶν, σὲ παιδιὰ παιδιῶν…

«-Ἔλα γιαγιά», ἔλεγε τὶς Κυριακὲς ἡ μητέρα μου στὴν γιαγιά της, σὲ πόλη ἀκριτική της Μακεδονίας, «ἔλα νὰ κάτσεις μαζί μας. Κάθε ποὺ κοινωνεῖς πᾶς καὶ κλείνεσαι στὸ δωμάτιο…

-«Νά», ἔλεγε ἡ γιαγιά, «προτιμῶ λίγο νὰ ξαπλώσω, γιατί πῆρα τὸν Χριστό, καὶ ἐὰν μιλῶ πολὺ Τὸν ξοδεύω...»

Σκεφτεῖτε πὼς βλέπετε τώρα μία ταινία. Πατῆστε τὸ κουμπὶ καὶ πηγαίνετε πίσω. Πολὺ πίσω. Καὶ ἀλλοῦ… Αἴγυπτος, 4ος αἰώνας μ.Χ.

«-Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις, Ἀββᾶ, ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία;» ρώτησαν οἱ νεώτεροι μοναχοὶ τὸν Ἰσαάκ, μαθητὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλώ, πού, ὅποτε κοινωνοῦσε, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόλυση ἔτρεχε στὸ κελί του, σὰν νὰ τὸν κυνηγοῦσαν.

-« Ἀδελφοί μου», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, «ὁ νοῦς, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ Χάρι τῶν Μυστηρίων, εἶναι ἀναμμένη λαμπάδα. Μὰ σὰν φυσᾶ σ’ αὐτὸν ὁ ἄνεμος τῆς πολυπραγμοσύνης σβήνει ὁ ταλαίπωρος»

Ἡ προγιαγιά μου πιθανότατα δὲν ἤξερε τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τὸν ἀββᾶ Ἀπολλώ. Ἀμφιβάλω ἐὰν εἶχε διαβάσει τὸ «Γεροντικό».

Ὅμως, μὲ ἐκείνην τὴν λεπτὴ κλωστὴ ποὺ ἀρχίζουν τὰ παλιὰ παραμύθια τοῦ τόπου μας, ἦταν «γερὰ δεμένη, στὴν ἀνέμη τοῦ χρόνου τυλιγμένη». Στὴν ἀνέμη τῆς παράδοσης ποὺ τὴν ἔκανε νὰ λέγει καὶ νὰ νοιώθει τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τοὺς ἀββάδες, παρόλο τὸ χάσμα τῶν δέκα πέντε σχεδὸν αἰώνων!

Καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς ποὺ ξέρουμε τὰ «Γεροντικὰ» φαρσί, ἐρίζουμε μὲ τὸ δάκτυλο κολλημένο στὶς λέξεις, καὶ δὲν μποροῦμε τελικὰ νὰ συνεννοηθοῦμε. Γιατὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὶς γιαγιάδες μας ἔχουμε χάσμα πολὺ μεγαλύτερο ἐκείνων τῶν δέκα πέντε αἰώνων…

Ἴσως, γιατὶ μὲ τοὺς λόγους μας τοὺς πολλοὺς φυσᾶμε καὶ σβήνουμε τὴν λαμπάδα τοῦ ἀββᾶ.

Ξοδεύουμε στὶς πολυπραγμοσύνες μας τὸν Χριστὸ τῆς γιαγιᾶς.

Κοντεύουμε νὰ «μείνωμεν ἔξω» του ζεστοῦ κελιοῦ τους, μάταια νὰ ἀναζητοῦμε τὴν πολύτιμη παρέα τους.

Ἐρήμην τους κουβεντιάζουμε γιὰ ταυτότητα καὶ παράδοση, μιλώντας κάποτε-κάποτε γιὰ ἐκείνους, μὰ ποτὲ μὲ ἐκείνους…

Χαράλαμπος Πετρουλέας

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

 


Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή

Ὤ, αἱ ὧραι τοῦ λυκαυγοῦς!… Ἰδοὺ αὐτόμαται ἦξαν πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι· πλὴν ἂς ἀφήσωμεν τοὺς παλαιούς, καὶ ἂς ψάλωμεν μετὰ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ θεσπεσίου: «Προσενωπίῳ σοι ὧραι, ὑπεκλίθησαν· φῶς γάρ, καὶ πρὸ ποδῶν ὑψίδρομον σέλας, Χριστέ…»

Ἰδοὺ ἀριστερά μας, μεταξὺ τῶν βράχων, ἓν λείψανον σεσαθρωμένης ξυλίνης ἀποβάθρας, καὶ δύο βαθμίδες κάτω ὑποβρύχιοι. Μία βάρκα φαίνεται ἐκεῖ δεμένη. Δύο μορφαὶ πλησιάζουν, ὁ εἷς φορτωμένος μέγα ζεμπίλι, ὁ ἄλλος μὲ ἐλευθέρας τὰς χεῖρας, κύπτων καὶ ἀνασηκώνων τὴν περισκελίδα του. Ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας ὑπάγει διὰ τὸν ἀρσανάν. Ὁ υἱός του, ὁ Νικολός, λύει τὴν μπαρούμα, ὁ πατέρας βάζει τὰ κουπιά· ὁ μικρὸς πηδᾷ μέσα, ἡ πλώρη στρέφεται πρὸς τὸ πέλαγος. Τόσον πρωινὸς ἤδη ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας! Μὲ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς τρέχει εἰς τὴν ἰσόβιον καθημερινὴν ἀγγαρείαν του. Ἐργασία ὁλοήμερος ἐκεῖ, καὶ κρότος, καὶ «ὠδῖνες ὡς τικτούσης». Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν κοιλοπονοῦν, ὅσον καὶ ἂν καταπονοῦνται οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ κατασκευάζωσι «τείχη Τριτογενεῖ», ἡ θάλασσα θὰ καταφάγῃ μίαν ἡμέραν ὅλους τοὺς δρυΐνους δράκοντας, «δὴ ὦκ λεβάιαθανς», ὅπως λέγει ὁ Μπάυρων. «Ἐν πνεύματι βιαίῳ συντρίψεις πλοῖα Θαρσείς».

Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ροδίζεις ἐκεῖ εἰς ὕψος, ἀλλὰ καὶ τόσον χαμηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ράχιν τὴν ἀντικρινήν ― τῆς ἀκτῆς ποὺ κλείει τὸν λιμένα. Εὐτυχῆ τ᾿ ἀρνάκια τὰ βόσκοντα ἐκεῖ στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ φθάνουν ἕως τὴν κορυφὴν τῆς ράχης καὶ πηδοῦν καὶ χορεύουν, καὶ σὲ ἀπολαύουν ἐγγύθεν, καὶ μεθύουν, ὦ αὐγή, ἀπὸ τ᾿ ἀρώματά σου. Πλέον εὐτυχῆ τὰ πουλάκια, ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλῶνα εἰς κλῶνα, καὶ σκιρτοῦν καὶ ἀναγαλλιάζουν εἰς τὴν θείαν ἐπαφήν σου… Εὐτυχὴς κι ὁ βοσκός, ποὺ τὸν ἐξύπνησες τώρα ναρκωμένον ἀπὸ τὴν δροσιάν σου, καὶ πετᾷ τὴν κάπαν του, κι ἁρπάζει τὴν μαγκούραν του καὶ τρέχει νὰ σαλαγήσῃ τὰ πρόβατα, νὰ ἐνεργήσῃ τὸν πρωινὸν ἀμολγόν, σφυρίζων καὶ ἄφροντις, καὶ τόσον πολὺ εὐτυχής, ὥστε οὔτε τὸ ὑποπτεύει.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

 


Ὁ Μικρὸς Πρίγκηπας

-Καλημέρα, εἶπε ὁ μικρὸς πρίγκηπας.

-Καλημέρα, εἶπε ὁ ἔμπορος.

Ὁ ἔμπορος αὐτὸς πουλοῦσε χάπια ποὺ σταματοῦσαν τὴ δίψα.

-Χρειάζεται νὰ πάρεις ἕνα μόνο χάπι τὴν ἑβδομάδα καὶ δὲ θὰ αἰσθάνεσαι πιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ πιεῖς νερό.

-Καὶ γιατί τὸ πουλᾶς; ρώτησε ὁ μικρὸς πρίγκηπας.

-Γιατὶ μὲ αὐτὰ κερδίζεις χρόνο, εἶπε ὁ ἔμπορος. Ἔχουν γίνει ὑπολογισμοὶ ἀπὸ εἰδικούς. Μὲ αὐτὰ τὰ χάπια ἐξοικονομᾶς πενήντα τρία λεπτὰ τὴν ἑβδομάδα.

-Κι ἐγώ, τί θὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ πενήντα τρία λεπτά;

-Θὰ τὰ κάνεις ὅ,τι θέλεις.

-Ἐγώ, εἶπε μέσα του ὁ μικρὸς πρίγκηπας, ἂν εἶχα πενήντα τρία λεπτὰ νὰ ξοδέψω, θὰ πήγαινα μὲ τὴν ἄνεσή μου σὲ μία πηγὴ μὲ δροσερὸ νερό.

Ἀντουὰν ντὲ Σαὶντ Ἐξυπερὶ

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Γιατί νὰ μὴ μπορῆ νὰ πιῆ τέτοιο νερό;
Τί σχέσι ἔχουν οἱ διοργανωτὲς τῆς Παιδείας μας μὲ τοὺς γενάρχες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ;
Θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ καὶ λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του· δὲν τὸν ἀφήνομε νὰ πῇ στὰ παιδιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐπαινοῦμε τὸν Μακρυγιάννη καὶ περιφρονοῦμε τὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς του, βγάζοντάς τον τρελὸ καὶ θρησκόληπτο.
Τί σχέσι ἔχει ὁ ἀνδρισμὸς καὶ ἡ χάρι τῶν Ἁγίων καὶ τῶν παλληκαριῶν τῆς παραδόσεώς μας μὲ τὸ ἦθος αὐτῶν ποὺ κάνουν διακηρύξεις γιὰ νέα ζωὴ στὰ παιδιά;
Καὶ ὅταν ξεσκεπαστῇ στὰ μάτια τῶν παιδιῶν αὐτὴ ἡ καπηλεία καὶ παραχάραξι ποὺ γίνεται, αὐτὰ τί θὰ προτιμήσουν, ἄλλο ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὸ ἦθος τοῦ πατρο-Κοσμᾶ καὶ τοῦ Μακρυγιάννη;
Γιατί νὰ μὴ μπορῇ ἕνα σημερινὸ παιδὶ νὰ πιῇ τέτοιο νερό; Νὰ ἀναπνεύσῃ τέτοιο ἀέρα; Νὰ ὑψωθῇ σὲ τέτοιο ἐπίπεδο; Νὰ προχωρήσῃ σὲ τέτοια εὐρυχωρία;
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀποστολικό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Νὰ χαρῇ μ᾿ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο τὴ ζωή του; Νὰ περάσῃ στὴν αἰωνιότητα ψυχὴ τὲ καὶ σώματι ἀπὸ τώρα σὰν τὸν Μακρυγιάννη; Νὰ δεχθῇ τὸν Χριστὸ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι μέσα στὴν ψυχή του, τὸ εἶναί του; Νὰ μιλήσῃ πρωτότυπα καὶ ἐλεύθερα. Νὰ διοργανώσῃ ὑπεύθυνα. Καὶ νὰ πολιτευθῇ συνετά. Νὰ δώσῃ λύσεις σὲ προβλήματα ἀκατάπαυστα νέα. Νὰ τοῦ εἶναι ὅλα ἁπλά, συνηθισμένα, τετριμμένα καὶ εὔκολα, τὰ πιὸ δύσκολα καὶ πρωτάκουστα καὶ δαιμονικῶς μπλεγμένα. Νὰ κάμῃ συντροφιὰ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ ἀγαπήσῃ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἑνωθῇ ἀδιάρρηκτα μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὶς ἀδελφές του. Νὰ μὴν ἀφήσῃ κανένα θηρίο νὰ τοὺς κατασπαράξῃ. Νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ συμπεριφερθῇ γαλήνια καὶ ἀδυσώπητα καὶ στοὺς θηριώδεις ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς δαμάσῃ. Νὰ τοὺς ἡμερέψῃ. Νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐμέσουν τὸ δηλητήριο. Καὶ νὰ ἀξιοποιήσῃ τὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἡ φύσι τους, τὸ εἶναι τους, ἡ προσπάθεια, ἡ ἰδεολογία τους.
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀκρογωνιαῖο σὰν εὔθραυστο παιδί, σὰν ἀκμῶν τυπτόμενος· προφήτης, ἡγέτης, ποὺ ἀνασυγκροτεῖ, ἀνιστὰ τὴν πεπτωκυΐαν σκηνήν, τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου. Σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιὰ πράγματα κακορρίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχᾳ, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα; Γιατί νὰ μὴν ζωοποιηθοῦν μὲ τοῦτο τὸ ἕνα πνεῦμα ποὺ δίδει νόημα στὸ καθετὶ καὶ ξεπερνᾷ τὸ θάνατο; ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο, στὰ ὑπὲρ φύσιν. Καὶ γεμίζει τὴν τωρινή του ζωή, τὴ μικρὴ καὶ συνηθισμένη, μὲ αἴγλη καὶ χάρι πρωτόβλεπτη καὶ ἀνέκλειπτη;
Γιατί νὰ μὴν ἀνάψουμε τὴ λαμπάδα τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ ἀπ᾿ ἐδῶ; Νὰ δώσωμε σ᾿ ὅλα τα παιδιὰ τὴ δυνατότητα, πλησιάζοντας τοὺς πυρφόρους καὶ θεοφόρους τούτους ἀνθρώπους, τοὺς Ἁγίους μας, νὰ γίνουν κι αὐτὰ ἄνθρωποι ζωντανοί, αὐθόρμητοι, φοβεροὶ τοῖς ὑπεναντίοις, ἀτρόμητοι σὲ κάθε κίνδυνο, σὲ κάθε ἀπειλή· φοβεροὶ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Καὶ νὰ εἶναι ταυτόχρονα λεπτοί, εὐαίσθητοι, παρηγοριὰ γιὰ κάθε κατατρεγμένο καὶ πληγωμένο, γιὰ κάθε πλάσμα, γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία ποὺ συνωδίνει καὶ συστενάζει, περιμένοντας καὶ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ τὰ ἐλευθερωμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ νοιώσουν, νὰ καταλάβουν ὅτι δὲν ὑπάρχει διχασμὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι πνευματικὸ τὸ μὴ ὑλικό, ἀλλὰ τὸ γεμάτο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει τὸν παράδεισο ἀπὸ τώρα σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ μεγάλος δὲν εἶναι ὁ ἱκανός, ποὺ μπορεῖ νὰ συνθλίψῃ, νὰ πληγώσῃ, νὰ χτυπήσῃ τὸν ἄλλο. Μεγάλος εἶναι ὁ ἐλάχιστος, ὁ εὐαίσθητος, ὁ ταπεινός, ὁ ἀγαπῶν, ποὺ δέχθηκε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἀνίκανος νὰ κάμῃ κακὸ στὸν ἄλλο, ἀνίκανος νὰ τὸν πληγώσῃ. Καὶ ἱκανὸς νὰ ὑποφέρῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ πεθαίνῃ αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ ζοῦν, νὰ προκόβουν, νὰ χαίρονται οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν χωρίζονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025



Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ
Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!
Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...
Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,
τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.
Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.
Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

 


Νίκη μὲ κλεμμένη ὑπογραφὴ τοῦ Δεσπότη

Ἔβγαλε διάτα ὁ Ἄντωνας, τῶν Γρεβενῶν ὁ Τσάρος

ἡ 15η Τύρβη* νὰ εἶναι ποδοσφαιρική. Τσαρικὴ διαταγὴ καὶ τὰ σκυλιὰ δεμένα.

Ἀρχίζω, λοιπόν, μὲ τὰ κλέη τῆς ὁμάδας «Βόσπορος», ποὺ εἶχε ἕδρα καὶ γήπεδο τὴ μισὴ ὁδὸ Βώκου στὴ Χαλκίδα. Τσικό. Ἡ πόλη εἶχε τέσσερεις ἐπίσημες ὁμάδες, τὸν Ὀλυμπιακό, τὴν Ἕνωση, τὴν Προποντίδα, τὴν ΑΕΚ. Ζήλῳ Προποντίδας ὀνόμασα Βόσπορο τὴν ὁμάδα ποὺ συγκροτοῦσαν οἱ παῖχτες Νίκος Βούργιας, ὁ ἀδελφός μου Γιάννης, μακαρίτης πιά, κι ἐλόγου μου. Σὲ κρίσιμες συναντήσεις μὲ ἀλλότριες ὁδοὺς ἢ γειτονιὲς προσφεύγαμε στὸν Γιάννη Βενιζέλο, ποὺ αὐτοπυρπολήθηκε ἀργότερα. Ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ἔχει ἀσφαλῶς ἀλείψει μὲ λάδι τὰ ἐγκαύματα.

Ἔχω πάντως τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἡ δράση τοῦ Βοσπόρου δὲν εἶναι ἄξια οὔτε ὑποσημειώσεως στὴν ἱστορία τοῦ ποδοσφαίρου τῆς Χαλκίδας, ὅπου διέλαμψε ὁ Ὀλυμπιακὸς τὰ χρόνια ποὺ εἶχε προπονητὴ τὸν Κῶκο Μακρή. Σπουδαῖος μαθηματικός, ποὺ εἶχε φοιτήσει στὸ Διδασκαλεῖο Μέσης Ἐκπαιδεύσεως καὶ ἀργότερα ἔγινε Γυμνασιάρχης. Ὅταν ἀνέλαβε τὸν Ὀλυμπιακὸ κράτησε δύο ἢ τρεῖς ἀπὸ τοὺς παλιοὺς καὶ στρατολόγησε μαθητὲς ἀπὸ τὴν ἑβδόμη καὶ τὴν ὀγδόη τάξη τῶν Γυμνασίων ἢ ἐξωσχολικοὺς συνομήλικους μὲ ἦθος. Δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ποδοσφαιριστὲς νὰ παίζουν ἀτομικά, νὰ φωνασκοῦν καὶ νὰ μαρκάρουν ἐπικίνδυνα τοὺς ἀντιπάλους. Ἀκουστὸς σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὁ Ὀλυμπιακὸς γιὰ τὸ ἦθος του. Γραμματέας τῆς ὁμάδας ὁ Δημήτρης Δεμερτζής, μετέπειτα διευθυντὴς ἐφημερίδων καὶ ἐκδότης βιβλίων. Αὐτοῦ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ θὰ ἀφηγηθῶ, ἀπὸ δεύτερο χέρι, μιὰν ἀξιοσημείωτη ἱστορία.

Λοιπόν, ἀριστερὸς ἐξτρὲμ τῆς ὁμάδας ἦταν ὁ Ριζαρείτης καὶ κατόπιν ἱερέας Κώστας Παπαγεωργίου. Κάποια Κυριακὴ ὁ Ὀλυμπιακὸς θὰ ἔπαιζε μὲ τὴν Παναχαϊκὴ ἢ τὸν Παγκορινθιακὸ γιὰ τὸ περιφερειακὸ πρωτάθλημα καὶ ἔπρεπε ἡ ὁμάδα νὰ παίξει μὲ ὅλη τὴν πρώτη ἑνδεκάδα. Ὁ ἔξω ἀριστερὰ ὅμως δὲν μποροῦσε δίχως ἄδεια ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ Ριζάρειο.

Ὁ Δεμερτζὴς πῆγε στὴ Μητρόπολη, ἀλλὰ ὁ Δεσπότης Γρηγόριος Πλειαθός, σπουδαία μορφὴ καὶ ἐπιπλέον φίλαθλος, ἔτυχε νὰ περιοδεύει. Ὁ Δεμερτζὴς παρακάλεσε τὸν Πρωτοσύγκελλο νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν διευθυντὴ τῆς Ριζαρείου διήμερη ἄδεια γιὰ τὸν ρασοφόρο μαθητὴ Κώστα γιὰ εἰδικὴ ἀνάγκη τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Πρωτοσύγκελλος δήλωσε ρητὰ ὅτι δὲν ἀποτολμᾶ τέτοιες καλπιές.

Ὁ Γραμματέας ὅμως τοῦ Ὀλυμπιακοῦ καὶ μπάσος στὸ ψαλτήρι τοῦ Ἀνδρέου στὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς πόλης, δὲν ὀρρώδησε καὶ τηλεγράφησε ὡς Μητροπολίτης Χαλκίδος στὴ Ριζάρειο. Ὁ Κώστας, λοιπόν, ἦρθε στὴ Χαλκίδα καὶ ἔπαιξε. Ὁ Ὀλυμπιακὸς νίκησε μὲ 1-0. Ὁ Δεμερτζής, ὅταν ὁ Δεσπότης ἐπέστρεψε, τὸν ἐπισκέφθηκε γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὸν σφετερισμὸ τῆς ὑπογραφῆς του.

Ὁ Γρηγόριος, ποὺ ἀσφαλῶς γνώριζε τί εἶχε συμβεῖ, χαμογέλασε καὶ ἔδωσε ἄφεση, ἀλλὰ παράστησε τὸν ἀχάμπαρο καὶ ρώτησε ἂν ὁ Ὀλυμπιακὸς νίκησε.

— Βεβαίως, καμάρωσε ὁ Δεμερτζής, νικήσαμε 1-0.

— Μπράβο. Μπράβο παιδί μου! Καὶ δὲν μοῦ λές, ἔπαιξε καλὰ ὁ Κωνσταντίνος ἢ ἄδικα τὸν κουβαλήσαμε;

—Σεβασμιώτατε, ἔπαιξε περίφημα καὶ ἦταν αὐτὸς ποὺ μὲ κεφαλιὰ ἔβαλε τὸ γκόλ, ἀποκρίθηκε καμαρώνοντας ὁ Δεμερτζής.

—Χαλάλι του, λοιπόν, καὶ ἂν ξαναβρεθεῖτε στὴν ἀνάγκη νὰ τὸν φέρετε πάλι ὅταν λείπω, ξέρεις πιὰ τὸν δρόμο, παιδί μου Δημήτρη, ὑπογράφεις ὡς Μητροπολίτης Χαλκίδος μὲ τὴν εὐχή μου!

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

*ΤΥΡΒΗ: ΕΝΤΥΠΟΝ ΤΕΡΠΝΟΝ τῆς ΦΑΙΔΡΑΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ Γρεβενὰ - Θέρος 2020 * ΦΥΛΛΟΝ 15ον