Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025



Τὸ μυστικὸ τοῦ πατέρα μου
Κάποτε ἦρθε στὴν μονή μας ἕνας ὑπουργὸς μὲ πολὺ ὕφος, ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται ἁπλούστερα μὲ τοὺς μοναχούς.
Τὸν προσκάλεσα στὸ ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δὲν κατάφερε νὰ πεῖ λέξι, διότι τὸν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νὰ τὸν διασκεδάσω καὶ μοῦ λέει: «Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παππούς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ' τὸ σπίτι καὶ πήγαινε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐπίσης, πολλὲς φορὲς ἔβλεπα τὸν πατέρα μου, ποὺ ἦταν ἀπ' τὴ Μικρὰ Ἀσία, νὰ μὴ περπατᾶ στὸ χῶμα. Πηγαίνοντας σ' ἕνα μοναστήρι τὸ χειμώνα μὲ πολλὰ χιόνια καὶ πάγους, τὸν ἔβλεπα νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπ' τοὺς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στὸ μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σὲ κάτι διαφέρει ἀπ' τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τὸ μυστικὸ τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστη, τὴν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα».
Αὐτὴ εἶναι ἡ φυσικὴ ἢ κληρονομικὴ πίστη.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

 


Ἁγιασμένες μέρες

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.

Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει: «Ἁγίῳ Πνεύματι πάσᾳ ψυχῇ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῆ μονάδι, ἱεροκρυφίως».

Ψυχή καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».

Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἑξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὠδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὅρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».

Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἠμῖν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.

Μέγα μάθημα τῆς ταπείνωσης εἶναι γιά μᾶς, ἀδελφοί μου, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ποῦ γεννήθηκε; Μέσα σὲ μία φάτνη, σ’ ἕνα παχνὶ νὰ ποῦμε καλύτερα, γιὰ νὰ νοιώσουμε βαθύτερα τὴν ἀνείπωτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, γιατί τ’ ἀρχαῖα λόγια κάνουνε νὰ φαίνουνται στὰ μάτια μας πλούσια καὶ τὰ φτωχὰ πράγματα. Ἡ μητέρα του, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της, ξένη σὲ ξένον τόπο, πῆγε καὶ τὸν γέννησε μέσα σ’ ἕνα μαντρί. Τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδούρι τὸν ζεστάνανε μὲ τὴν ἀνασαμιά τους. Τσομπάνηδες τὸν συντροφέψανε. Μαζὶ μὲ τὰ νιογέννητα ἀρνιὰ λογαριάστηκε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ. Ποιὸς ἄνθρωπος γεννήθηκε μὲ μεγαλύτερη ταπείνωση;

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει, στὸν Λόγο του γιὰ τὴν Ταπεινοφροσύνη, τὰ παρακάτω ἐξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ λαλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, κ’ εἶμαι γεμάτος φόβο, σὰν ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει πὼς θὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεό. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολὴ τῆς θεότητας. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὴ ντύθηκε, κ’ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας μ’ αὐτή, παίρνοντας σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὴ ντύθηκε, ἀληθινὰ ἔγινε ὅμοιος μ’ Ἐκεῖνον, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὕψος Του, καὶ ποὺ σκέπασε τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ τὴ δόξα Του μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μὴν κατακαεῖ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γιατί ἡ κτίση δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει , ἂν δὲν ἔπαιρνε ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὴ (τὸ σῶμα), κ’ ἔτσι μίλησε μ’ αὐτή. Σκέπασε τὴ μεγαλωσύνη Του μὲ τὴ σάρκα, καὶ μ’ αὐτὴ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας, μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο Μαρία. Ὥστε, βλέποντάς τον ἐμεῖς πὼς εἶναι ἀπὸ τὸ γένος μας καὶ πὼς μᾶς μιλᾶ σὰν ἄνθρωπος, νὰ μὴν τρομάξουμε ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γι’ αὐτό, ὅποιος φορέσει τὴ στολὴ ποὺ φόρεσε ὁ Κτίστης (δηλαδὴ τὴν ταπεινοφροσύνη), τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸ ντύθηκε».

Ἡ φάτνη εἶναι ἡ ταπεινὴ καρδιά, ποὺ μοναχὰ σ’ αὐτὴ πηγαίνει καὶ γεννιέται ὁ Χριστός.

Ἡ Ἐκκλησία μας φωτοβολᾶ μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ μέσα της ἀκούγεται μία ὑπερκόσμια ὑμνωδία, σὰν ἐκείνη ποὺ ψέλνανε οἱ ἄγγελοι τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». 

Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025



Μαθητεύοντας στὰ Σκιαθίτικα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη
Ἂν ἡ ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ἐμβιωμένη τέχνη τοῦ ποιμένα, «ὅπως διακυβερνήσῃ καλῶς τὴν ἐμπεπιστευμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποίμνην» (Ἅγ. Νεκτάριος), τότε ἡ ἐπικοινωνία, ὡς ἐργαλεῖο αὐτῆς τῆς διακονίας, εἶναι ἡ δυνατότητα προσέγγισης αὐτῆς τῆς ποίμνης: μὲ γνώμονα τὴν ἱεροπρέπεια, τὴ διάκριση καὶ τὸ ἦθος, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κατέχει ὁ κάθε συνειδητὸς ποιμένας. Γιατὶ ἡ ἐπικοινωνία εἶναι μὲν ἡ δυνατότητα τῆς καλλιέργειας τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ὡστόσο, ἂν αὐτὴ δὲν στηρίζεται καὶ ὑποστηρίζεται ἀπό μεθόδους σεβασμοῦ, φιλίας καὶ ἐμπιστοσύνης, τότε καθίσταται προβληματική, καθὼς εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τοῦ τρόπου ἐπιβολῆς, τῆς μιᾶς ἢ ἄλλης ἄποψης, μεταξύ ἀνθρώπων ἤ ὁμάδων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἔχει ὡς ἀρχή της τὴν μέριμνα γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ ἐπιμερίζεται στὴν ἀκρόαση, ἀλλὰ καὶ στὸν προσεγμένο διάλογο, ὅπου διαφαίνεται ἡ προσπάθεια τοῦ ποιμένα γιὰ μιὰν οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν διαλεγόμενο συνάνθρωπό του. Γιατὶ αὐτὸ καὶ τὸ ζητούμενο εἶναι ἕνα: τὸ νὰ «στεγάζει» ὁ κάθε ποιμένας μὲ πατρικὴ φιλοτιμία καὶ εὐσυμπάθεια τὸν καθένα πιστὸ καὶ ὄχι μόνο.
Ἀνατρέχοντας τώρα στὸ διηγηματογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ μάλιστα ἐκεῖνο ποὺ ἀφορᾶ τὴν πατρίδα του, τὴ Σκιάθο παρατηροῦμε, ὅτι μέλημά του εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς κοινότητας μέσα στὴν ὁποία ἔζησε καὶ ταμίευσε τὰ κορυφαῖα καὶ θεμελιώδη βιώματά του: αὐτὰ, δηλαδή, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ σταθεῖ ὁλάκερο τὸ οἰκοδόμημα τῶν ἀρυτίδωτων διηγημάτων του. «Ἀλλὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ᾿ ἐμοῦ γραφέντων ἑορτασίμων διηγημάτων, θὰ μᾶς πεῖ, ...εἶναι μᾶλλον θρησκευτικά». Ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ μορφὲς ἱερέων καὶ πιστῶν συνυπάρχουν. Μὲ τὰ ὅσα τους τρωτὰ -γιατὶ ἄνθρωποι ἀτελεῖς εἶναι- ἢ καὶ τὶς ὅποιες τους ἀρετές.
Αὐτή, λοιπόν, ἠ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς ποιμένες τους εἶναι ποὺ ἀναπτύσσει μιὰν ἐπικοινωνία. Πνευματικὴ φυσικὰ, παράλληλα δὲ φιλικὴ κι ἀνθρώπινη. Ἐπικοινωνία, ποὺ τὴν πριμοδοτεῖ καὶ ἐνισχύει ἡ ἀνύστακτη μέριμνα τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Μὲ τρανὸ καὶ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν παπα-Γαρόφαλλο, στὸ διήγημα «Ὁ ἀλιβάνιστος», ποὺ τὴ σημαδιακὴ ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, «συνανασταίνει» μιὰ ψυχὴ ξεχασμένη καὶ μᾶλλον περιφρονεμένη. Ὁ παπᾶς αὐτὸς, ὀ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς, δίχως πανεπιστημιακοὺς ἢ ἄλλους τίτλους σπουδῶν, προσφέρει σὲ ὅλους ἐμᾶς ἔνα μάθημα γνήσιας ποιμαντικῆς συμπεριφορᾶς. Γιατὶ ἄν κοιτάξουμε τὸ διήγημα μὲ προσοχὴ, τότε θὰ διαπιστώσουμε πὼς ὁ παπᾶς αὐτὸς, ποὺ ξεκίνησε ἀπό τὴν πολίχνη νὰ κάμει Ἀνάσταση στοὺς βοσκοὺς, ὑπολογίζοντας πὼς κάπου παραπέρα ἕνας συνάνθρωπός τους, μέλος τῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ καὶ γνωστός τους, δὲν θὰ μετεῖχε τῆς Ἀναστάσιμης χαρᾶς καὶ εὐλογίας, ἀποφασίζει νὰ τὸν ἀνασύρει ἀπό τὴν ἀφάνεια καὶ τὴ μοναξιά του, ἐπαναφέροντάς τον στὴν μικρὴ κοινότητα ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ είσοδεύσει στὴν πανήγυρι τῶν πανηγύρεων, τὸ Πάσχα.
Μὲ ποιμαντικὴ διάκριση λοιπὸν ὁ παπᾶς καὶ προφασιζόμενος διάφορα, γιὰ να δικαιολογήσει τὴν ἀργοπορία του στὸν Ἅη-Γιάννη -ὅπου θὰ τελοῦσε τὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ λειτουργοῦσε- κατορθώνει νὰ ἐντάξει μέσα στὸν κύκλο τῶν συνεορταστῶν ἕναν «ἀληθινὸν λυκάνθρωπον» -τόσο εἶχε ἀγριέψει ἡ μοναξιὰ τὸν μπαρμπα-Κόλλια. Μάλιστα, ἄν προσέξουμε τὰ λόγια τοῦ παπα-Γαρύφαλλου, τὰ ὀποῖα ἀπευθύνει στὸν «ἀλιβάνιστο», τότε θὰ διακρίνουμε μιὰν ἄλλη ποιμαντικὴ, ποὺ δὲ διδάσκεται, μόνο ἐμβιώνεται ἤ, καλύτερα, εἶναι ἀπότοκη τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ ἱερέα. «Νἄχεις τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ παιδί μου! Ἔλα! Νὰ πάρῃς εὐλογία! ...Νὰ μοσχοβολήσ᾿ ἡ ψυχή σου! Ἔλα ν᾿ ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας! Μὴν ἀδικεῖς τὸν ἑαυτόν σου! Μὴν κάνεις τοῦ ἐχθροῦ τὸ θέλημα! ...Πάτα τὸν πειρασμό!»
Ὅμως ἡ περίπτωση τοῦ παπα-Γαρύφαλλου δὲν εἶναι ἡ μοναδική. Ἔχουμε κι ἄλλες μορφὲς ἱερέων ποὺ μᾶς ἐκπλήσσουν μὲ τὸν ἐπικοινωνιακό τους χαρακτῆρα καὶ τὴν ποιμαντική, τὴν ὁποία ἀσκοῦν στὴ μικρή τους κοινότητα. Παράδειγμα ὁ παπα-Διανέλλος, τοῦ διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης», ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἀντιμετωπίζει σοβαρὰ οἰκογενειακὰ προβλήματα - θάνατος τῆς παπαδιᾶς, τὰ κορίτσια νὰ μεγαλώνουν, ὅπως καὶ οἱ εὐθύνες, ὁ γιὸς νὰ σπουδάζει καὶ τόσα ἄλλα, ἐν τούτοις δὲν ἀποποιεῖται τῆς μέριμνας γιὰ νουθεσία τοῦ μικροῦ ὁμίλου τῶν συνεορταστῶν καὶ συνακολούθων του στὸν Ἅη-Γιάννη, γιὰ νὰ τελέσει τὴν Ἀνάσταση. Νουθεσία ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, καθὼς ἐρωτᾶται γιὰ τὴν «δύναμιν τῶν μνημοσύνων» καὶ μάλιστα ἀπό πρόσωπα ποὺ εἶχαν χάσει τοὺς δικούς τους, ὅπως ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, ποὺ εἶχε χάσει τὸν ἄντρα της καὶ τὰ τέσσερα παιδιά τους.
Τὰ παπαδόσπιτα εἶναι ὁ ἄλλος χῶρος ὅπου ἡ ποιμαντικὴ ἐπικοινωνία καλλιεργεῖται καὶ ἐξ αὐτῆς διαφαίνεται καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα, σύμφωνα μὲ τὰ παπαδιαμαντικὰ δεδομένα. «Ὁ γείτονας τοῦ παπα-Φραγκούλη, ὁ Πανάγος ὁ Μαραγκούδης, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέρα καὶ νὰ πίῃ μιὰν ρακιὰν, κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸ παπαδόσπιτο», γίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ ξεκινήσει ἡ ὅλη προσπάθεια, ἡ ὁποία ἔχει διπλὸ σκοπό: Νὰ λειτουργηθεῖ ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἐγκλωβισμένοι ἀπό τὰ χιόνια στὸ Κάστρο συμπολίτες τους. Προσέχοντας, λοιπόν, τὴν ὅλη πλοκὴ τοῦ διηγήματος, ποὺ ἀρχίζει ἀπό τὴν πληροφορία τοῦ παπα-Φραγκούλη γιὰ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν δύο Σκιαθιτῶν -μελῶν ἐξάπαντος τῆς μικρῆς κοινότητας, ἴσως καὶ τῆς ἐνορίας- παρατηροῦμε τὰ πάντα νὰ γίνονται μὲ πνεύμα θυσίας, πίστεως καὶ φιλανθρωπίας. Ἂν καὶ παλιὸς ναυτικὸς ὁ παπα-Φραγκούλης ἐμφανίζεται παράλληλα καὶ ὡς καλὸς ποιμένας, ποὺ νουθετεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ ἐμψυχώνει ὅλο τὸν ὅμιλο τῶν φιλεόρτων καὶ φιλοτίμων πιστῶν, ποὺ τὸν συνοδεύουν, μέσα σὲ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες στὸ Κάστρο. Καὶ τὸ κυριώτερο, αὐτὴ ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ σεμνοῦ ἱερέα, γίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ σωθεῖ καὶ ἕνα πλοῖο, ποὺ ἐκείνη τὴ ζοφερὴ, πλὴν ἁγία νύχτα τῶν Χριστουγέννων, κινδύνευε νὰ καταποντιστεῖ.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα παρόμοια παραδείγματα στὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο, μὲ ἀπλοὺς, φιλότιμους καὶ φιλόχριστους παπάδες, ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ ποίμνιο, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐμπιστεύτηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ φόβο Θεοῦ. Δὲν ἔχουν διδαχτεῖ ποιμαντικὴ σὰν τὸν ἱεροσπουδαστὴ τοῦ διηγήματος «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ποὺ χλευάζει καὶ ἐμπαίζει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐκεῖνοι γνωρίζανε νὰ λειτουργοῦν, νὰ ὑπομένουν τοὺς σταυροὺς καὶ νὰ μὴν ὑπεραίρονται, γιατὶ ξέρανε πολὺ καλὰ ὅτι διάκονοι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶναι, δηλαδὴ ὑπηρέτες, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖνος τοὺς δίδαξε. Κι αὐτὸ τοὺς ἔφτανε καὶ τοὺς περίσσευε.
π. Κωνσταντῖνος Καλλιανὸς

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

 


Χριστούγεννα

Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.
Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.

Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.

Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.

Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ 
᾿ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.

Στέλιος Σπεράντσας

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025


Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ὁ ὀρθόδοξος χριστιανικὸς κόσμος καλεῖται νὰ γιορτάσει ἢ μᾶλλον νὰ ζήσει ἀληθινὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὰ δεινὰ τῶν κακῶν καὶ τοῦ διαβόλου. Καλεῖται νὰ δεχθεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καὶ νὰ γεμίσει θεία χάρη καὶ εὐλογία.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς καλοῦν νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μελετήσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο, ποὺ κυριολεκτικὰ ἄλλαξε τὴ μορφὴ τοῦ κόσμου.
Ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου; Ὅλη ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου περιέχεται στὴ φράση τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου : «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, ἵνα τὸν ἄνθρωπον δεκτικὸν θεότητος ποιήσῃ». Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς φέρει ἁπλὰ μιὰ νέα διδασκαλία, ἀλλὰ νὰ μεταδώσει σὲ μᾶς τὴ θεία ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Νὰ μᾶς κάνει μετόχους θείας Ζωῆς κατὰ χάρη. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεὸς κατὰ χάρη. Αὐτὸ εἶναι τὸ κεντρικὸ καὶ οὐσιῶδες νόημα τῆς μεγάλης αὐτῆς καὶ σημαντικῆς γιορτῆς.
Πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ὁ κόσμος ζοῦσε στὸ σκοτάδι τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς εἰδωλολατρίας μὲ φωτεινὲς ἑξαιρέσεις.
Ἡ ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Δημιουργό του εἶχε δυσάρεστες συνέπειες στὴ ζωή του. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πλάσμα του. Στὸν κατάλληλο χρόνο στέλνει στὴ γῆ τὸν μονογενῆ του Υἱὸ, γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. «Ὁ Θεὸς ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη».
Ὁ ἀόρατος γίνεται ὁρατός, ὁ ἀπρόσιτος προσιτός, ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μέγα καὶ παράδοξον τὸ μυστήριον. Ἦλθε στὴ γῆ ὄχι ὅπως αὐτὸς μποροῦσε, ἀλλὰ ὅπως ἐμεῖς μπορούσαμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν καταλάβουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος μὲ σάρκα γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει καλύτερα μὲ μᾶς.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει χαρακτηριστικὰ : «Πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ ἐκπληκτικὸ καὶ ἀξιοθαύμαστο; Ἕνεκα τῆς δικῆς Του ἀγαθότητος καὶ ὅπως ἕνας βασιλέας βγάζει τὴν βασιλικὴ στολὴ καὶ σὰν ἁπλὸς στρατιώτης ρίχνεται στὴ μάχη, γιὰ νὰ μὴ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἔτσι πετύχει τὴ νίκη, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε μὲ ἀνθρώπινη μορφή, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρισθεῖ καὶ ἀποφύγει ὁ ἐχθρός τη σύγκρουση μαζί του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ φοβίσει τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ἦρθε γιὰ νὰ τοὺς σώσει καὶ λυτρώσει».
Τελικὰ μία εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἐξήγηση τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει πολὺ καθαρὰ αὐτὴ τὴν ἐξήγηση. «Διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην, ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς», «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Μαζὶ μὲ τὸν μεγάλο Ἀπόστολο κάθε πιστὸς βλέπει πίσω ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Ἀγάπη ποὺ ἔφθασε μέχρι τὸ Σταυρό.
Περιμένουμε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς γεννήσεως. Καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀναμένει τὴν ἀνταπόκριση τῆς δικῆς μας ἀγάπης. Μᾶς ἀγάπησε, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε καὶ μεῖς. Νὰ τοῦ ἀνοίξουμε τὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή μας. Νὰ συνδεθοῦμε μαζί του. Εἶναι ἀσφαλῶς ἡ μεγαλύτερη δωρεὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Τὰ φετεινὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς γεμάτη ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025


Χριστούγεννα στὸ μέτωπο
Ἐβέσντα, 24 Δεκεμβρίου 1940
Ἡ ἐκκλησία ἦτο ἕνας σταῦλος καὶ ἡ θεία λειτουργία ἐγένετο σὰν παραμονὴ Χριστουγέννων ἐντός τοῦ σταύλου. Ἡ Ἁγία Τράπεζα, ἀποτελεῖτο ἀπὸ μίαν κάσσαν, τὰ δὲ κηροπήγια ἦσαν μία λάμπα ἐκστρατείας, δύο κηρία καὶ ἕνα λυχνάρι. Ἡ δὲ πρόθεσις ἀπὸ ἕνα τραπεζάκι καὶ ἕνα κερί. Ἡ θεία λειτουργία ἦτο σύντομος, καλλίφωνοι δὲ ψάλται (στρατιῶται) ἔψαλον. Μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας, ἐκοινώνησα, ἀξιωθεὶς πρὸς τοῦτο τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας καὶ πρὶν ἀκόμα μεταλάβουν οἱ ἄνδρες ὅλοι, ἕνας στρατιώτης, νομίσας ὅτι ἐτελείωσεν ἡ θεία λειτουργία ἤ δὲν θὰ ἐγνώριζεν ὅτι θὰ ἐτελεῖτο εἰς τὸν σταῦλον λειτουργία, ἔφερεν δύο ἡμιόνους διὰ νὰ τοὺς βάλει εἰς τὸν σταῦλον. Ἀλλὰ κατόπιν συστάσεως, ἀνέμενεν ἔξω τοῦ σταύλου, προσωρινῶς, μέχρις ὅτου τελειώσει τὸ ἔργον τοῦ ἱερέως.
Εὐαγγελίας Γεωργ. Κουτσοδόντη, Τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς στρατιώτου
*****
Ὕψωμα Μάλι Σπάτ, 24 Δεκεμβρίου 1940
Ὁ τραγικὸς σύντροφος τῆς βραδυᾶς, Ἔφεδρος Ἀνθυπολοχαγὸς Γιάννης Δούβρης, ἡ λεπτὴ κι εὐγενικιὰ αὐτὴ φυσιογνωμία, κάνει τὶς ἴδιες σκέψεις. Μέσα στὸν πυρετὸ ποὺ τὸν καίει, δύο μέρες τώρα, νοιώθει τὴν ψυχολογικὴ κατάστασι στὴν ὁποία βρίσκομαι. Θέλει κι αὐτὸς νὰ ξεσπάσει. Μὲ τὴν ἀδύνατη καὶ γλυκειὰ φωνὴ του ἀρχίζει νὰ ψέλνει τὸ τροπάρι «Ἡ Γέννησίς Σου Χριστέ». Μὲ βραχνιασμένη φωνὴ τὸν ἀκολουθῶ. Τὸ ψέλνουμε τρεῖς φορὲς κι’ ἔπειτα ἄλλες τρεῖς τὸ «Ἡ Παρθένος σήμερον». Κλαίω καὶ ψέλνω μαζί. Τὰ καυτερὰ δάκρυα διατρέχουν τὸ πρόσωπό μου κι’ αἰσθάνομαι τὸ ζεστὸ μονοπάτι ποὺ ἀκολουθοῦν ἐπάνω σ’ αὐτό.
Σὲ κάποια στιγμὴ ἀκοῦμε ψαλμωδία.
Οἱ στρατιῶτες θαμένοι κάτω ἀπὸ τὰ χιονισμένα ἀντίσκηνα, ἀρχίζουν νὰ ψέλνουν ὁμαδικὰ καὶ ἡ φωνή τους, ἡ τραγικὴ αὐτὴ ἐπίκλησις πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα, ἀνακατεύεται μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὴ βροχὴ καὶ διασκορπίζεται ἀνάμεσα στὰ ἄξενα καὶ ἄγονα Ἀλβανικὰ βουνά…
Ντίνου Π. Μαγγιοράκου, Τὸ Ξεκίνημα τῆς Νίκης, Ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸν πόλεμο 40-41
*****
Πιτσάρι, 25 Δεκεμβρίου 1940
Ἐξακολουθεῖ νὰ ρίχνη χαλάζι καὶ νὰ πέφτουν ἄφθονες κανονιές. Σήμερα μετὰ μεγάλης μου χαρᾶς γιὰ δῶρο Χριστουγέννων ἐπῆρα τὰ πρῶτα γράμματα, 28 τὸν ἀριθμόν, ὅλα δηλαδὴ τὰ καθυστερούμενα. Ἐκάθισα καὶ τὰ ἐδιάβασα ὅλα καὶ ἀμέσως σᾶς ἔγραψα. Ἀπὸ τὸν λόχο μᾶς ἔδωσαν μισὴ κουραμάνα καὶ ὀλίγον τυρί. Εἰς τὴν καλύβα ὅμως ἐβράσαμε τὸ ἄλλο ἀρνὶ καὶ ἐφάγαμε ὅλοι μαζί. Ἔτσι πᾶνε καὶ τὰ Χριστούγεννα.
Στέλιου Ι. Τζιρόπουλου, Ἡμερολόγιον ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ 1940

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025


Πρὸς μετανοοῦντα
Ὁ Πανάγαθος Θεός, καθὼς εἰς τὴν τάξιν τῆς φύσεως, δὲν ἐπρονόησε νὰ γινόμεθα μόνον εἰς τὴν ζωὴν ὑγιεῖς, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν ἀκόμη καὶ τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν πάλιν τὴν Ὑγείαν, ὅταν σωματικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἰαματικὰ λουτρά, καὶ διάφορα ἰατρικά. Τοιουτοτρόπως δέ, καὶ διὰ τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, δὲν ἐπρονόησε τὸ νὰ ἀναγεννώμεθα μόνον πνευματικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν, εἰς τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν καὶ πάλιν τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, ὅταν ψυχικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἕνα καθαρτικὸν λουτρόν, καὶ ἰατρικὸν θαυμάσιον. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Διότι ἡ Ἐξομολόγησις, εἶναι πράγματι ἕνα λουτρόν, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ὅσαι ψυχαὶ λούονται, ἐξέρχονται παρευθὺς ἐλαφρόμεναι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποῦ σηκώνουν. Εἶναι ἕνα λουτρόν, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐκπλύνονται καὶ ἀφανίζονται ὅλοι οἱ μολυσμοὶ τῶν πλημμελημάτων, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον: «Ἡ ὁμολογία τῶν ἡμαρτημένων, ἀφανισμὸς γίνεται τῶν πλημμελημάτων». Καὶ ἕνα λουτρόν, ποῦ γίνεται διὰ τοὺς μετανοοῦντας, εἶναι ἕνα ἄλλο Βάπτισμα, δυσκολότερον μὲν ἀπὸ τὸ πρῶτον Βάπτισμα, ἀναγκαῖον ὅμως διὰ τὴν σωτηρίαν, ὡς καὶ ἐκεῖνο, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον: «Οἷδα καὶ δεύτερον ἔτι (Βάπτισμα) τὸ διὰ δακρύων, ἀλλ᾿ ἐπιπονώτερον».
Ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο μέρος, ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἰατρικὸν τόσον δραστικόν, εἰς τρόπον ὧστε, ἐν τῷ ἄμᾳ ἐξαλειφθῇ κάθε δηλητήριον τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα κακὸν ἄπειρον. Καὶ ἀφανίζει μὲν κάθε ἀόρατον ἀσθένειαν, ἐπαναγυρίζει δὲ εἰς τὴν ψυχὴν τὴν προτέραν ὑγείαν καὶ χάριν. Εἶναι ἕνα ἰατρικὸν ποὺ μεταβάλλει αὐτοστιγμεὶ τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς ἕνα ὡραιόμορφον Ἄγγελον, ἐκεῖ ποὺ ἦτον πρὸ τῆς ἁμαρτίας, καὶ οὐχὶ μεταμορφωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἕνα διάβολον ὡσὰν τὸν Ἰούδαν. «Καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολος ἐστί». Καὶ ἐν συντομίᾳ, ὅπου μεταβάλλει τὸν ἁμαρτωλὸν ἀπὸ κατάδικον εἰς ἐλεύθερον, ἀπὸ σαρκικὸν εἰς πνευματικόν, ἀπὸ δοῦλον τῆς ἁμαρτίας, εἰς υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἔνοχον τῆς αἰωνίου κολάσεως, εἰς κληρονόμον τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του. Δηλαδή, εἶναι ἕνα ἰατρικόν, ποὺ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐνεργεῖ, ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ ἔργα τῆς φύσεως. Ἐπειδή, ἡ δικαίωσις ποὺ χαρίζει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, εἶναι ἔργον ἀπείρως μεγαλύτερον, ἀπὸ τὸ ἐὰν ἤθελε νὰ δημιουργήσῃ ὁ Θεός, ἕναν ἄλλον νέον κόσμον.
Ἀλλ᾿ ὢ τῆς δυστυχίας! Τὸ καθαρτικὸν τοῦτο λουτρόν, καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἰατρικόν, ἡ ψυχοφελεστάτη λέγω Ἐξομολόγησις, ἔγινε σήμερον εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἕνα Μυστήριον λίαν ἐπουσιῶδες ἤ καὶ ἐκ περισσοῦ, οἱ ὁποῖοι νομίζοντες ὅτι δὲν καθαρίζονται εἰς αὐτὸ τὸ λουτρόν, ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἤ δὲν ἐξομολογοῦνται τελείως, ἢ ἐξομολογοῦνται σπανίως, ἀγαπῶντες οἱ ταλαίπωροι καλύτερα νὰ κυλίωνται ὡσὰν τὰ ζῶα μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, παρὰ νὰ τρέξουν εἰς τοῦτο τὸ λουτρόν, καὶ νὰ καθαρισθοῦν· ἕτεροι δὲ, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν τῆς συνειδήσεως καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐξομολογοῦνται, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν συντριβὴν καὶ κατάνυξιν, οὕτε μὲ μίαν ἀποφασιστικὴν γνώμην εἰς τὸ νὰ προσέχουν νὰ μὴν ἁμαρτήσουν πλέον, εἰς τὰ ὁποῖα, μία τοιαύτης ἑτοιμασίας εἶναι καὶ τὰ συστατικὰ τῆς Θεαρέστου ἐξομολογήσεως. Ἀλλὰ ἐξομολογοῦνται ἀνεξετάστως, ἄνευ κατανύξεως, χωρὶς ἀπόφασιν τοῦ νὰ γίνουν καλύτεροι, καὶ ἀπλῶς, κατὰ συνήθειαν καὶ μόνον, διότι ἔρχεται τὸ Πάσχα, Χριστούγεννα, ἢ Θεοφάνεια. Τοιουτοτρόπως δὲ ἐξομολογούμενοι οἱ ταλαίπωροι, καὶ νομίζοντες ὅτι καλῶς ἐξομολογοῦνται, μεγάλως ζημιώνονται καὶ ἁμαρτάνουν.
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025



Γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη ὅλο αὐτὸ
Πρὶν ἀπὸ μισὸ αἰώνα περίπου, ἐνῶ ἤμουν ἀκόμα παιδί, θυμᾶμαι ὅτι ἄκουγα ἀρκετοὺς ἡλικιωμένους νὰ δίνουν τὴν ἀκόλουθη ἐξήγηση γιὰ τὶς μεγάλες καταστροφὲς ποὺ εἶχαν πλήξει τὴ Ρωσία: Οἱ ἄνθρωποι ξέχασαν τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη ὅλο αὐτό.
Ἀπὸ τότε ἔχω περάσει σχεδὸν πενήντα χρόνια ποὺ ἐργάζομαι γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἐπανάστασής μας. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἔχω διαβάσει ἑκατοντάδες βιβλία, ἔχω συγκεντρώσει ἑκατοντάδες προσωπικὲς μαρτυρίες, καὶ ἔχω ἤδη συνεισφέρει ὀκτὼ τόμους δικούς μου στὴν προσπάθεια τῆς ἐκκαθάρισης ἀπὸ τὰ συντρίμμια ποὺ ἄφησε πίσω ἡ ἀναταραχή. Ἀλλὰ ἄν μοῦ ζητοῦσαν σήμερα νὰ διατυπώσω ὅσο πιὸ συνοπτικὰ γίνεται τὴν κύρια αἰτία τῆς καταστροφικῆς ἐπανάστασης ποὺ κατάπιε περίπου ἑξήντα ἑκατομμύρια τοῦ λαοῦ μας, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸ θέσω μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια παρὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἐπαναλάβω: Οἱ ἄνθρωποι ξέχασαν τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη ὅλο αὐτό.
Ἀλέξανδρος Σολζενίτσυν

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

 


Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ κοινοῦ!

Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».

Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.

Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πὼς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:

- Nous excitons la curiosité du public.

Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.

Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποὺ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.

Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.

Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:

- Nous excitons la curiosité du public.

Παῦλος Νιρβάνας

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025


Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ
Τώρα οἱ τρίλιες τῶν πουλιῶν ποὺ ἄκουγα τὰ ξημερώματα πρέπει νὰ ᾿χουν φτάσει μακριά, νὰ τρέχουν μιὰ δῶ μιὰ κεῖ καὶ νὰ συρράπτουν τὰ κομματάκια τῆς πραγματικότητας, τέτοιας ποὺ τὴν ἐκαταντήσαμε. Νὰ μποροῦν οἱ θεοὶ νὰ διαβάσουν τί γίνεται δῶ πέρα. Στὰ πλαϊνά μου τραπέζια οἱ ντόπιοι αὐτοὶ ἔχουνε πέσει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἐφημερίδες ποὺ μόλις ἔφερε τὸ μεσημεριανὸ ἀεροπλάνο.
Μυστήριοι ἄνθρωποι. Τοὺς ξέρω χρόνια, τοὺς παρακολουθῶ, τοὺς μελετῶ σὰν νὰ ᾿τανε πειραματόζωα. Στὶς κοινωνικές τους σχέσεις, τὶς οἰκογενειακὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπαγγελματικές, συμπεριφέρονται μὲ μίαν εὐθύτητα καὶ μιὰ ψυχικὴ εὐγένεια ποὺ μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στὸ προγονικό τους ὑπέδαφος. Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρὸ μαχαίρι. Κόβει τὰ πράγματα σὲ καλὰ καὶ κακά, μαῦρα καὶ ἄσπρα, ὅπως μᾶς τὰ ᾿μαθε ἡ μάνα μας.
Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακοῦν στὰ συνθήματα ποὺ τοὺς προσφέρουν μὲ τὸν δικό τους, δόλιο τρόπο οἱ πολιτικὲς παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτὴ χάνεται. Καὶ τὰ μὲν καὶ τὰ δὲ εἶναι ὅλα καλὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ μέρος μας καὶ ὅλα κακὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ χωριστοῦν ἀλλιῶς. Οὔτε κανεὶς βιοχημικὸς ἢ ὀφθαλμολόγος θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα ν᾿ ἀποκτοῦν ἔξαφνα τὸ ἴδιο χρῶμα καὶ νὰ θολώνουν τὸ ἴδιο μυαλό.
Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι σὲ τελικὴν ἀνάλυση, τὴ νύφη τὴν πληρώνεις ἐσύ, ποὺ βρίσκεσαι ἀπ᾿ τοὺς ἀπ᾿ ἔξω. Δὲν τολμᾷς νὰ τραβήξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ πιστεύεις ὅτι ἱκανοποιοῦν τὴν ἐθνική σου φιλαυτία, καὶ βλέπεις νὰ βγαίνουν μαζί της ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι τῶν χρηματιστηρίων, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν στὴν κόλαση ὅπως στὸ σπίτι τους. Δὲν κοτᾷς ν᾿ ἀγγίξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, καὶ βρίσκεσαι νὰ «κάνεις πορεία» μ᾿ ἕναν συρφετὸ ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψη, ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025



Ρούμελη
Τὴ μάννα μου τὴ Ρούμελη ν᾿ ἀγνάντευα τὸ λαχταρῶ...
ψηλὰ ποὺ μὲ νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Τρανὰ πλατάνια ξεδιψοῦν στὶς βρύσες μὲ τὸ κρύο νερό.
Σαρακατσάνα ροβολάει καὶ πάει γιὰ νὰ γεμίσει.
Μὲ κρουσταλλένια σφυριχτὰ σὲ λόγγους φεύγουν σκοτεινοὺς
κοτσύφια καὶ βοσκόπουλα μὲ τὰ λαμπρά τὰ μάτια,
νερὰ βροντοῦνε στὸ γκρεμὸ καὶ πᾶνε πρὸς τοὺς οὐρανοὺς
ἴσια κι ὀρθὰ σὰν τὴν ψυχὴ τῆς Ρούμελης τὰ ἐλάτια.
Κάμπε ἀττικέ, μὲ πλάνεψες κι ἐγὼ γιὰ τὶς κορφὲς πονῶ
καὶ γιὰ τραχιὲς ἀνηφοριὲς σηκώνω τὸ κεφάλι...
Φυλακωμένη πέρδικα ποὺ κλαίει γι᾿ ἀλαργινὸ βουνὸ
δένει ἡ ψυχή μου στὸ κλουβὶ τὰ νύχια της κοράλλι.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

 


Νὰ λέγη ἐμεῖς

Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζη καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι᾿ αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία.

Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῆ αὐτά, καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζη ὡς προκομμένον ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρη κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του, οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος, καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πράμα καὶ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ πάρη τὸ βάρος καὶ παίρνει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγη ὁ αἴτιος ἐγώ, νὰ λέγη ἐμεῖς.

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025



Ἡ ἀληθινὴ καὶ ἡ ἀπατηλὴ ζωὴ
Θὰ ἤθελα νὰ βάλω πλάι-πλάι δύο ρητὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τὰ ὁποῖα διευρύνουν καὶ ρίχνουν φῶς τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: στὴν ἐπιστολή του πρὸς Ἐφεσίους ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς». Τὴ μέρα πάλι τῆς Πεντηκοστῆς ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους κι ἐκεῖνοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ ὑπερῶο γεμᾶτοι δέος καὶ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἔμπνευση ἐκείνη, ἔμπνευση ἀληθινή, γεμᾶτοι μὲ τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς, τὸ πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας, τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἔβλεπαν καὶ τοὺς ἄκουγαν τοὺς πῆραν γιὰ μεθυσμένους ἐφ' ὅσον τοὺς ἔβλεπαν σὲ μία τέτοια ἔξαρση μὲ κατάπληξη καὶ μὲ ἀμφιβολία εἶπαν: «γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί». Ἂν συνδέσουμε τὰ δύο αὐτὰ ρητὰ ἔχουμε μπροστὰ μας ὁλόκληρο τὸ πρόβλημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία» δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ μεθυσμένος συμπεριφέρεται χωρὶς ντροπή· ἀναφέρεται σὲ κάτι πολὺ πιὸ οὐσιῶδες καὶ σημαντικό: τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἕνα εἶδος ἔμπνευσης, τὸ ἕνα εἶδος μέθης εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καλούμαστε στὴ ζωὴ αὐτὴ νὰ εἴμαστε φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς θὰ πρέπει νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ μέσα μας καὶ νὰ προσφέρεται μὲ ἀγάπη, ἡ Θεϊκὴ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ λάμπει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς γεμίζει μὲ δημιουργικὴ ἔμπνευση παρ' ὅλ' αὐτὰ ὅμως πόσο συχνὰ δὲν ψάχνουμε ἀλλοῦ γιὰ ἔμπνευση: στὸ ἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἐμπειριῶν, στὸ κρασὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ δώσει σὲ κάποιον τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ὅλα πᾶνε καλά, ὅτι εἶναι δυνατός, ὅτι οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι ἡ θλίψη ἔχει περάσει, ὅτι ἔχει μπεῖ σὲ ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο τὰ πάντα εἶναι στὸ χέρι του καὶ στὸν ὁποῖο εἶναι βασιλιὰς καὶ κύριος.
Πιὸ συχνὰ ὅμως μεθᾶμε μὲ ὁ,τιδήποτε ἀντικαθιστοῦμε τὸ Θεό, μὲ ὁ,τιδήποτε χρησιμοποιοῦμε σὰν ὑποστήριγμα τῶν ζωῶν μας ἐφ' ὅσον πρέπει ἀπὸ κάπου νὰ παίρνουμε τὴ ζωή. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζεῖ κανεὶς χωρὶς τὴν ἔμπνευση, ἔτσι οἱ ἄνθρωποι θὰ μεθύσουν μὲ ὁ,τιδήποτε ἔχουν στὴ διάθεσή τους προσπαθώντας νὰ γεμίσουν τὸ κενὸ ὅταν τοὺς λείπει ἡ ἀληθινὴ ἔμπνευση.
Στὴν προσευχὴ αὐτὸ συμβαίνει συχνὰ στὴν περίπτωση ποὺ τὸ πρόσωπο δὲν ἀναζητᾶ μὲ πόθο καὶ μὲ ἐλπίδα τὸν Κύριό του, ἀλλὰ κάποιο εἶδος ἱκανοποίησης, ἕνα γαλήνεμα τῆς καρδιᾶς ἤ ἕνα σπινθήρα ζωῆς· συμβαίνει ἔτσι συχνὰ ἐνῶ προσευχόμαστε νὰ παρερχόμαστε τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ ὄνομά Του, τὴν παρουσία Του, τὸ πλησίασμα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μᾶς δώσουν ἕνα στιγμιαῖο ἐνθουσιασμό, γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ αἰσθανθοῦμε ζωντανοὶ ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμή. Μὴν ἐπιτρέψετε στοὺς ἑαυτούς σας νὰ μεθύσουν μὲ ὁ,τιδήποτε, διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἕνα ἀντικατάστατο.
Ὑπάρχουν βέβαια καὶ διαφορετικὰ εἴδη μέθης. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι μεθυσμένος μὲ τὴν αἰωνιότητα εἶναι δυνατὸ γιὰ μία στιγμὴ νὰ φανεῖ στοὺς ἄλλους μεθυσμένος μὲ κρασὶ αὐτὸ ὅμως εἶναι μόνο μιὰ ψευδαίσθηση καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ γι' αὐτὸ τὸ πράγμα: μᾶς λέει νὰ εἴμαστε προσεκτικοί, νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη αὐτοκυριαρχία, αὐτοκυριαρχία μέχρι τέλους γιατί τὸ νὰ μεθᾶς μὲ τὴ γῆ ἐνῶ ἀναζητᾶς τὸν οὐρανὸ εἶναι ἀσωτία καὶ προδοσία.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρόζ

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

 


Θὰ φροντίσει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας

Εἴχαμε πανηγύρι στὸ Κελλί, ἦταν ἡ πανήγυρη τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ Μητροφάνους, καὶ εἶχα τὸ διακόνημα τοῦ τραπεζάρη καὶ ἑτοίμασα τὴν τράπεζα.

Κάποια στιγμὴ βλέπω ὅτι ὅλα τὰ ψωμιὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆρχαν ἦταν μόνο τρία. Τότε δὲν εἶχα προβλέψει ὅτι ἔπρεπε νὰ ’χουμε περισσότερα ψωμιά. Ἦταν δικό μου φταίξιμο, δὲν εἶχα ἐνημερώσει τὸν Γέροντα ὅτι εἶναι λίγα τὰ ψωμιὰ καὶ πῶς θὰ βγάλουμε τὴν πανήγυρη; Τότε μ’ ἔπιασε κρύος ἱδρώτας. Τώρα τί θὰ κάνουμε;

Ὁ κόσμος μαζευόταν, τὰ ψωμιὰ σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν θὰ ἔφταναν. Πῆγα ἀρκετὰ τρομαγμένος στὸν Γέροντα (τὸν γνωστὸ Ὑμνογράφο, π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη) καὶ τοῦ λέω:

-Εὐλόγησον, Γέροντα, δὲν προέβλεψα, μόνο τρία ψωμιὰ ἔχουν μείνει, τί θὰ κάνουμε;

Νὰ ζυμώσουμε δὲν γινόταν, ἀπὸ τὴ Δάφνη δὲν ἐρχόταν κανένας ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ μᾶς φέρει ψωμιά. Ἔτσι θὰ μέναμε χωρὶς ψωμιὰ καὶ ὁ κόσμος μαζευότανε.

Ἐκεῖνος ὅμως μὲ χτύπησε στὴν πλάτη καὶ μὲ ἤρεμο ὕφος μοῦ εἶπε:

– Πήγαινε παιδί μου καὶ συνέχισε τὸ διακόνημά σου. Θὰ φροντίσει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας.

Ἔφυγα, συνέχισα τὸ διακόνημα, ξεχάστηκα ἐκεῖ κόβοντας ψωμί, χωρὶς πλέον νὰ ὑπολογίζω.

Ἀφοῦ τελείωσε ἡ πανήγυρη, βλέπω ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὰ ψωμιά, ὅτι εἶχαν περισσέψει τρία ψωμιὰ καὶ εἶχαν φάει πολύ, γιατὶ ἦταν ἀρκετὸς ὁ κόσμος σὲ ’κείνη τὴν πανήγυρη.

Μητροπολίτης Κινσάσας Νικηφόρος

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025


Μία πίτα στὸν φοῦρνο
Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλὰ μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή.
Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ' ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ' ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μία πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴν βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ' ἔχει βάλει μέσα σ' ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε.
Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ' ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ' ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

 


Ἡ Μαριγώ

Ἡ κοπέλλα ἡ Μαριγὼ
μιὰ δουλειὰ σωστὴ δὲν κάνει.
Τὴν κουζίνα μας ξεχνάνει
καὶ θυμᾶται τὸ χωριό.

Τὰ χεράκια της ἐδῶ,
τὸ μυαλά της ἐκεῖ κάτω.
Πέφτει κι ἔσπασε τὸ πιάτο...
Μαριγούλα, Μαριγώ!

Φέρνει τὸ νερὸ στὸν ὦμο,
μὰ θυμήθηκε ξανά:
«Ποιὸς τὸ δράκο μας κουνᾶ;»
Χύνει τὸ μισὸ στὸ δρόμο.

«Ἡ ἄσπρη κότα τὶ νὰ κάνει;
Τὸ γουρούνι εἶναι γερό;
Ὁ παπποὺς νὰ μὴν πεθάνει;...»
Μαριγούλα, Μαριγώ!

«Θἄβγαλε χηνάκια ἡ χήνα,
θἆναι κίτρινα, σταχτιά,
θὰ τρυγᾶμε αὐτὸ τὸ μήνα,
θὰ μὲ πόνεσε ἡ γιαγιά».

«Τί ἔχεις σύννεφο στὰ μάτια,
τὶ ἔχεις ἀναφιλητό;
Κι ἄλλο πιάτο εἶναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;

Πάρε τ᾿ ἄσπρο γιορτινό σου,
τὶς ποδιὲς ποὺ σοῦ φορῶ.
Στὸ χωριό σου, στὸ χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!»

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος

Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ, καλημέρα,
Ἄργησα νὰ σοῦ γράψω. Ἀπουσίαζα. Σοῦ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ ποὺ τὰ φωτοτύπησα ἀπὸ τὸν τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ τριάντα χρόνια της ἐπισκοπικῆς του διακονίας.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σὲ βεβαιώσω εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος. Ζοῦσε ἅγια. Εἴκοσι χρόνια ποὺ τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔβλεπα, τὸ ἔνιωθα. Ἀκτινοβολοῦσε φῶς, γέλιο ἤρεμο. Ἁπλὸς σ’ ὅλα του. Φτωχὸς μέχρι τρέλας. Λιτὸς ἀπερίγραπτα.
Ντρέπομαι ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ πόσες φορὲς λειτούργησα μαζί του κι ἐγὼ φοροῦσα στολὲς πλούσιες κι αὐτὸς ἦταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοῦ πῶ κάτι γιὰ νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ αὐτό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα, κάποτε, γιὰ τὶς στολές μου, ὅταν μετακινούμουνα. Δερμάτινη. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, ὡς τοποτηρητής. Εἶχε μία βαλίτσα ξύλινη –ἐσωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινη, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαοῦλα.
Ντράπηκα. Παπὰς ἐγώ. Δεσπότης αὐτός.
Τοῦ λέω, «Γέροντα, δὲν πάει ἄλλο. Θὰ πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου».
Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι», μοῦ λέει, «ἐσὺ εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἔχεις παιδιὰ» καὶ ἄλλα τέτοια. Τελικὰ τὴν πῆρε. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη». Πάω, τί νὰ δῶ. Ἡ ξύλινη βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια», τοῦ λέω. «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «ἔπιασε τόπο, τὴν ἔδωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμε κάποτε μὲ τοὺς δικούς μου στὴ Σιάτιστα νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε. Καὶ τί νὰ δοῦμε: Σφουγγάριζε τὶς σκάλες τῆς Μητρόπολης. «Αὐτὰ τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ ’δινα σὲ μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι ὕστερα μὴ ξεχνᾶτε πὼς ἂν ἤμουνα στὸ μοναστήρι θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος:
Ἦταν ὁ πρῶτος καιρὸς ποὺ εἶχε ἔλθει στὴ Μητρόπολη. Δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστός. Πῆγε μία Κυριακὴ σὲ χωριὸ στὸ Βόιο. Τελείωσε ἡ Λειτουργία. Βγῆκε ἔξω καὶ περίμενε κανένας νὰ τὸν μαζέψει γιὰ νὰ τὸν πάει στὴ Σιάτιστα. Αὐτοκίνητο δὲν εἶχε μέχρι ποὺ πέθανε. Στάθηκε ἕνας μὲ τὸ αὐτοκίνητό του - αὐτὸς ποὺ μοῦ τὰ διηγεῖται - καὶ τοῦ λέει: «Παπούλη, ποῦ πᾶς;» Λέει αὐτὸς: «Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μου. Πρέπει νὰ στριμωχθοῦμε».
Τοῦ λέει ὁ Δεσπότης: «Στὴν καρότσα μὲ παίρνεις;» Λέει: «Ναί».
Ἀνέβηκε στὴν καρότσα ὁ Δεσπότης. Φτάσαμε στὴ Σιάτιστα. Θέαμα. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι. Στάθηκαν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο. Τὸν βοήθησαν νὰ κατέβει. Χειροφιλήματα.

Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος: «Ποιός εἶναι;»
«Ὁ Δεσπότης», τοῦ λένε.
Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα», μοῦ λέει, «τὸν Δεσπότη στὴν καρότσα κι ἄφησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια περιστατικά, Στέλιο, πολλά. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄφησε περιουσία στὴ Μητρόπολη τὰ μοναστήρια του.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἐξομολόγηση. Ἡ μισὴ Κοζάνη πήγαινε σ’ αὐτόν. Ἀγρυπνίες. Κόσμος ἀπὸ Καστοριά, Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα. Δύο φορὲς ἔκανε τοποτηρητὴς ἀπὸ 2-3 μῆνες καὶ τὰ γύρισε ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς, ἑκατὸν πενήντα (150) τὸν ἀριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στὴν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε ὅτι σήμερα κηδεύουμε ἕναν ἅγιο, ὁ κόσμος ὅλος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρεῖς φορὲς «Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου…
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο, «Ἕνας Φιλομόναχος Ἐπίσκοπος».
Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ στείλω.
Χαιρέτα ὅλους. Εὔχου. Εὔχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης Μπετσάκος
Κοζάνη, 12 Μαρτίου 2006
*****
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης κ. Ἀντώνιος Κόμπος γεννήθηκε τὸ 1920 στὸ Ἄργος Ἀργολίδος. Ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας, συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὰ Πανεπιστήμια Ὀξφόρδης καὶ Παρισίων.
Διετέλεσε καθηγητὴς καὶ Διευθυντὴς Ἱερατικῶν Σχολῶν. Κατὰ τὰ ἔτη 1971-1974 ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Διάκονος ἐχειροτονήθη στὶς 3.12.1967, πρεσβύτερος δὲ στὶς 4.12.1967. Τὴν 23η Μαΐου 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης.
Ἐξέδωσε ἀξιόλογα ἐπιστημονικὰ ἔργα. Δημοσίευσε βιβλιοκρισίες καὶ ἄρθρα ἐποικοδομητικὰ σὲ διάφορα περιοδικά.
Ὁ «πιὸ ταπεινὸς δεσπότης τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν πολλοί, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17.12.2005 στὸ «Μποδοσάκειο» Νοσοκομεῖο Πτολεμαΐδας, σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ τρίμηνη μάχη μὲ τὸν καρκίνο.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025



Ἡ κεντρική λέξη τοῦ χριστιανισμοῦ: «Μετάνοια»
Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε σὲ μιὰ φάση κάμψεως. Δὲν τίθεται θέμα. Δὲν θὰ ἔλεγα παρακμῆς, ἀλλά κάμψεως. Ξέρω ὅτι πολλές φορές ἴσως παρουσιάζεται πολύ πιό ἔντονη αὐτή ἡ φάση τῆς παρακμῆς. Ἀλλά, νομίζω ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει δέν εἶναι ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ θεραπεία. Ὅλοι περνάμε κάποια ἀρρώστια. Τό θέμα εἶναι σωστά νά τήν προσδιορίσουμε, νά γίνει ἡ σωστή διάγνωση καί ὅταν ἔχουμε καρκίνο, νά μήν παίρνουμε φάρμακα γιά τή γρίπη. Ὅταν εἶναι κάτι πολύ σοβαρό, θά πάρουμε τά ἀνάλογα φάρμακα. Καί νομίζω αὐτό τό ὁποῖο, τό βλέπω ὅτι ἔχει λείψει ἐδῶ, εἶναι ἡ σοβαρή αὐτοκριτική. Ἡ ἴδια ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλές φορές ὡς ἐπίθεση ἐναντίον τῶν ἄλλων.
«Κάποιοι ἄλλοι πρέπει νά κάνουν αὐτοκριτική, ἄς ποῦμε οἱ πολιτικοί, οἱ οἰκονομικοί παράγοντες». Προφανῶς πρέπει νά κάνουν αὐτοί. Ἀλλά, ὅλος ὁ λαός πρέπει νά κάνει αὐτοκριτική. Καί αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, νά τόν βοηθήσει νά κάνει αὐτή τήν αὐτοκριτική. Δηλαδή, φταίει πάντα κάποιος ξένος, τόν ὀνομάζουμε ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, μπορεῖ νά εἶναι Γερμανός, μπορεῖ νά εἶναι Ἀμερικανός, μπορεῖ νά εἶναι Τοῦρκος. Μά, ἐπιτέλους, φταῖμε ἐμεῖς. Αὐτή τήν αὐτοκριτική ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι δέν τήν ἔχουμε κάνει. Καί δέν εἶναι εὔκολo νά τήν κάνουμε. Δηλαδή λέμε «διαφθορά». Ἡ διαφθορά πῶς ὀνομάζεται; Εἶναι μιά πλανωμένη, πῶς νά τήν πῶ; Σάν ἕνα φάντασμα, σάν ἕνα σύννεφο. Ἔχει ὀνόματα ἡ διαφθορά. Σημαίνει ψέμα, σημαίνει πλεονεξία, σημαίνει ἐγωκεντρισμός. Αὐτά τά πράγματα εἶναι μόνο στούς πολιτικούς καί στούς οἰκονομικούς παράγοντες; Καί στά μέσα ἐνημερώσεως; Δέν εἶναι στά περισσότερα σπίτια; Δηλαδή τό «σπόρ» πού λέγεται «φοροδιαφυγή» εἶναι γιά ὁρισμένους μόνο; Ὅλη αὐτή ἡ εὐκολία μέ τήν ὁποία δηλώνουμε ὅτι ὁ πατέρας μας πρέπει νά πάρει σύνταξη καί ὁ πατέρας μας ἔχει πεθάνει, δέν εἶναι παρακμή; Θέλω νά πῶ ὅτι πρέπει νά μάθουμε νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα ὅπως εἶναι. Καί ὑπάρχει μία ἄλλη λέξη πού εἶναι ἐπίσης ἐντελῶς ἐκκλησιαστική καί δέν ἠχεῖ πολύ καλά, ἀλλά εἶναι ἡ κεντρική λέξη τοῦ χριστιανισμοῦ: «Μετάνοια». Ἄν δέν ἀποφασίσουμε πραγματικά νά διορθώσουμε αὐτό τό ὁποῖο γίνεται, πῶς θά ὑπάρξει ἡ ἀλλαγή; Πῶς θά πάρουμε τή θέση πού ἔχουμε μέσα στήν Εὐρώπη καί στόν παγκόσμιο χῶρο;
Καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς, ἐπαναλαμβάνω καί πάλι, μή φανταστεῖτε ὅτι ἐγώ μιλῶ γιά τήν αὐτοκριτική τῶν ἄλλων, μιλῶ γιά τήν αὐτοκριτική τή δική μας, τῶν θρησκευτικῶν λεγομένων, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων. Ἐπιμένω τόν τελευταῖο καιρό καί ἔχω καταντήσει λίγο σάν ἐκείνους πού ἀποστηθίζουν τούς στίχους, νά ἐπαναλαμβάνω αὐτόν τόν στίχο πού εἶναι στήν Παλαιά Διαθήκη, στίς Παροιμίες. «Ἀληθεύειν καί ποιεῖν δίκαια», παρότι εἶναι μιά μετάφραση 22 αἰῶνες πρίν, ὅλες αὐτές οἱ λέξεις εἶναι πολύ σαφεῖς καί στή σημερινή πραγματικότητα «ἀληθεύειν καί ποιεῖν δίκαια ἀρεστά τῶ Θεῶ μᾶλλον ἤ θυσιῶν αἷμα»: «Τό νά εἶναι κανείς ἀληθινός καί δίκαιος, αὐτό ἀρέσει στόν Θεό πολύ περισσότερο ἀπό τά αἵματα τῶν θυσιῶν».
Θά ἔλεγα, μεταφράζοντας στή σημερινή πραγματικότητα, ἀπό τίς πολλές μετάνοιες, ἀπό τά πολλά κεριά, ἀπό τίς πολλές ἄλλες ἐξωτερικές ἐκφράσεις θρησκευτικότητας. Ἄν δέν καλλιεργήσουμε αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀλήθειας πού δέν εἶναι εὔκολο, καί τῆς Δικαιοσύνης πού δέν εἶναι εὔκολο, δέν ἔχουμε τή δυνατότητα νά βοηθήσουμε τόν λαό σέ μιά ἀληθινή ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Καί αὐτό νομίζω πρέπει νά τό κάνουμε. Ἐγώ τουλάχιστον στήν Ἀλβανία αὐτό τονίζω στούς ὀρθόδοξους. Τό νά εἶσαι ὀρθόδοξος, δέν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι κάνεις τόν σταυρό σου ἔτσι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τόν κάνουν ἀλλιῶς ἤ ἄλλοι δέν τόν κάνουν καθόλου, ἀλλά εἶναι ὅτι μέ τή ζωή σου προσπαθεῖς νά εἶσαι ἄνθρωπος τῆς ἀλήθειας, ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό φέρνει τήν ἀλλαγή. Καί δόξα τῶ Θεῶ ὑπάρχουν πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐδῶ πού ζοῦν αὐτό τό πράγμα. Δέν εἶναι οἱ ἐπώνυμοι, αὐτοί πού παρουσιάζονται, εἶναι οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἀκτινοβολοῦν αὐτή τήν πραγματικότητα μέ ἀθόρυβο τρόπο ἀλλά πολύ οὐσιαστικό. Λοιπόν, ἐγώ δέν ἀνησυχῶ, δέν ξέρω, ἔχω μιά αἰσιοδοξία γιά τό μέλλον, ἀλλά τήν θέτω ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ὅτι θά γίνουμε πραγματικά ὀρθόδοξοι δηλαδή.
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος