Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019



Ἡ ἐλευθερία
Ἡ ἐλευθερία κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔγκειται στὴν ἀπεριόριστη δυνατότητα ἱκανοποήσεως τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ ἐλευθερία αὐτὴ εἶναι ἐμπαθὴς ὑποδούλωση στὴ φιλαυτία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ριζικῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν χριστιανικὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία συνυφαίνεται μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς φιλαυτίας. Ἄλλωστε ἔτσι μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς δὲν προσβάλλει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βιώνεται ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς προϋποθέτει τὴν πλήρη αὐταπάρνηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ πλήρη αὐτοπροσφορά του στὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν μετοχή του στὴν θεία ζωὴ κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία του, ἀλλὰ καὶ κάνει πάντοτε τὸ κατὰ φύση θέλημά του. Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Ἀββὰς Δωρόθεος, μὴ ἔχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε τὸ δικό του θέλημα, γιατί ὅ,τι καὶ ἂν γίνεται τὸν ἀναπαύει, ἀφοῦ δὲν γίνεται ὅπως τὸ θέλει, ἀλλὰ τὸ θέλει ὅπως γίνεται[20].

Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περισσότερο ἐφόσον εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία ποὺ περιορίζεται στὸν φθαρτὸ κόσμο καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν θάνατο δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἡ καθήλωση στὴν ἐγκοσμιότητα δὲν περιορίζει μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀφανίζει τελικὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔχει ἀπεριόριστους ὁρίζοντες. Ἔρχεται ὡς καρπὸς νίκης ἐναντίον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ μετοχῆς στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν ἐλευθερία αὐτὴ διασκελίζει ὁ ἄνθρωπος ὅλους τοὺς περιορισμοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀπειρότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς εἰσόδου του στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖται σὲ μία παράδοξη προοπτική. Καλεῖται νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη μισώντας καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Καλεῖται νὰ βρεῖ τὴν ἐλευθερία περνώντας μέσα ἀπὸ μία τέλεια δουλεία. Καλεῖται τέλος νὰ κατακτήσει τὴν ζωὴ παραδιδόμενος στὸν θάνατο. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶ Μωυσέα λέγων· ὁρῶ ἐνώπιόν μου πρᾶγμα, καὶ οὐ δύναμαι αὐτὸ κατασχεῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἐὰν μὴ γίνῃ νεκρὸς ὡς οἱ ταφέντες, οὐ δύνασαι αὐτὸ κατασχεῖν». Ἡ νέκρωση αὐτὴ γίνεται πηγὴ ἀκατάλυτης ζωῆς. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς νεκρώσεως, στὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ παραδοξότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, δὲν φαλκιδεύεται ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδηγεῖται στὴν τελείωσή της. Πεθαίνει σὰν τὸ σιτάρι, γιὰ νὰ φέρει «πολὺν καρπὸν».
Γεώργιος Μαντζαρίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου